Το μοναδικό κτίριο που έχει σωθεί από τη Συνοικία του Τσίλλερ στον Πειραιά
Ξεχωρίζει με την επιβλητική του όψη που αγκαλιάζει τη στροφή του δρόμου. Η Οικία Πατσιάδου είναι το μόνο κτίριο που μένει ζωντανό από τη λαμπερή συνοικία που έχτισε κάποτε ο Ernst Ziller στην Καστέλλα.
- 5 ΙΟΥΝ 2024
Ενώ ο Πειραιάς μοιάζει τα τελευταία χρόνια σαν να έχει επιβιβαστεί σε ένα επενδυτικό roller coaster που τον μεταμορφώνει από άκρη σε άκρη, παράλληλα με την έλευση του μετρό, παράλληλα με τις αναπλάσεις που υλοποιούνται από τον δήμο, δύσκολα κάτι θα ξεπεράσει σε γοητεία μια βόλτα στη μαρίνα Ζέας και ειδικά στο νοτιοανατολικό άκρο του φυσικού όρμου, στην αρχή της ακτής Κουντουριώτου που οδηγεί στην Καστέλλα και προσφέρει ξαφνικά αμέριστη θέα στον ανοιχτό ορίζοντα, με το που στρίψεις.
Αυτό ακριβώς το σημείο είχε επιλέξει στα τέλη του 19ου αιώνα ο Ernst Ziller για να αγοράσει γη και να οικοδομήσει ένα συγκρότημα πολυτελών επαύλεων, διαβλέποντας τις υψηλές επενδυτικές προοπτικές της τοποθεσίας δίπλα στο κύμα. Χρησιμοποιώντας τα μορφολογικά χαρακτηριστικά της κεντροευρωπαϊκής αρχιτεκτονικής, δημιούργησε μια σειρά από επτά κατοικίες –μία από τις οποίες ήταν η δική του εξοχική κατοικία– που έμειναν στην ιστορία ως Συνοικία του Τσίλλερ (είτε Συνοικία των Επαύλεων), προσελκύοντας την αστική τάξη και συμπαρασύροντας την ανάπτυξη του Πειραιά, μια περίοδο που αριθμούσε κάπου στους 50.000 κατοίκους.
Είναι αρκετό να αναφέρουμε ότι στο πρώτο σπίτι της συνοικίας, το εντυπωσιακότερο, παραθέριζε ο βασιλιάς Γεώργιος Α’, όπως θα διαβάσει ο αναγνώστης στο μυθιστόρημα Τρελαντώνης της Πηνελόπης Δέλτα.
«Επτά ήταν τα σπίτια του Τσίλλερ, όλα στην αράδα και ενωμένα, το πρώτο το ακριανό, μεγάλο, με τρία πρόσωπα, τ’ άλλα όλα όμοια, με μια βεραντούλα προς τη θάλασσα και μιαν αυλή στο πίσω μέρος, προς τον λόφο [σ.σ. της Καστέλλας]», γράφει στο βιβλίο η σπουδαία συγγραφέας, της οποίας μάλιστα η οικογένεια (Μπενάκη) διέμενε στο τρίτο κατά σειρά σπίτι της λαμπρής συνοικίας που έγινε γρήγορα σημείο αναφοράς. Σε μία απ’ αυτές τις κατοικίες, όπως σημειώνει ο ιστορικός και αρχαιολόγος Νικόλαος Σπ. Καταντζάς, ο Ziller χρησιμοποίησε για πρώτη φορά «Καρυάτιδες» για τη στηρίξει επιστύλιο.
Δυστυχώς, τίποτα από αυτά δεν σώζονται σήμερα (πέρα από αποσπασματικά στοιχεία σε σπάνιο φωτογραφικό υλικό), με μόνη εξαίρεση ένα κτίριο.
Το οικοδόμημα που αγκαλιάζει οργανικά το καμπύλο μέτωπο του δρόμου στον αριθμό 1 της οδού είναι το μόνο που διασώζεται σήμερα από τη Συνοικία του Τσίλλερ στην Καστέλλα – ένα κτίριο το οποίο χτίστηκε λίγα χρόνια αργότερα από την ολοκλήρωση των επτά κτιρίων που αναφέραμε παραπάνω (η συνοικία οικοδομήθηκε το διάστημα 1875-1877, ενώ το συγκεκριμένο οικοδόμημα αποπερατώθηκε πιθανότατα μεταξύ 1894 -1895 στη θέση που παλιότερα υπήρχε το λεγόμενο «γερμανικό καφενείο) και έγινε για λογαριασμό του αλευροβιομήχανου Παναγιώτη Πατσιάδη.
Η ιστορία και η τραγική τύχη της Οικίας Π. Πατσιάδου
Από μακριά ξεχωρίζει η επιβλητική παρουσία του κτιρίου με την κωνική απόληξη στην κορυφή. Στην πραγματικότητα, αποτελούσε το ένα από τα δύο κτίρια τα οποία οικοδομήθηκαν για να στεγάσουν την οικογένεια του εύπορου βιομηχάνου – σε αρχειακές φωτογραφίες του Μεσοπολέμου διακρίνεται η περίτεχνη σιδερένια αυλόπορτα που οδηγούσε στο αίθριο μεταξύ των δύο παρόμοιων αισθητικά κτιρίων.
Η δίδυμη έπαυλη της Οικίας Π. Πατσιάδου (η οποία λόγω του ότι δεν βρισκόταν στη στροφή, είχε κανονικά ορθογωνική κάτοψη) κατεδαφίστηκε στα μέσα της δεκαετίας του 1970 και στη θέση της υψώθηκε τετραώροφη πολυκατοικία. Το θετικό, ότι έμεινε η πιο περίτεχνη από τα δύο «αδέλφια».
Είναι ένα κτίριο το οποίο, όπως διαβάζουμε στο σχετικό λήμμα του Piraeus Archwalks, «ξεχωρίζει με τα χαρακτηριστικά τοξωτά ανοίγματα στο ισόγειο και τον άνω όροφο, το κυκλικό πυργοειδές κλιμακοστάσιο με την κωνική οξυκόρυφη απόληξη, τους περίτεχνα σκαλισμένους εξώστες [σ.σ. με εξίσου περίτεχνα κιγκλιδώματα από χυτοσίδηρο] και τα υπόλοιπα αρχιτεκτονικά μορφολογικά στοιχεία του εξωτερικού διακόσμου». Ανάλογα εντυπωσιακός ήταν βέβαια και ο εσωτερικός διάκοσμος του κτιρίου, όπως ίσως θα θυμούνται οι Πειραιώτες που επισκέπτονταν το ισόγειο του αρχοντικού, όσο λειτουργούσε εκεί κατάστημα υγειονομικού ενδιαφέροντος, δηλαδή μέχρι τη δεκαετία του 1990, ενώ επάνω υπήρχε για χρόνια το ιταλικό προξενείο.
Από τα σχέδια του κτιρίου (τα οποία σώζονται στην Εθνική Πινακοθήκη) φαίνεται πως είχε σχεδιαστεί για να έχει εμπορική χρήση στο ισόγειο. Εκεί υπήρξε το ιστορικό σφαιριστήριο του Καραντάση και αργότερα το διαδέχθηκαν η μπυραρία Δεληγιάννης, ώσπου έκλεισε εντελώς και έμεινε κλειδωμένο.
Παρότι το κτίριο έχει κριθεί διατηρητέο μνημείο από το Υπουργείο, έχουν υλοποιηθεί μόνο επιφανειακές εργασίες συντήρησης στην πρόσοψη, ενώ όπως είχε δυστυχώς διαπιστωθεί από λαθραία επίσκεψη μπλόγκερ στο ισόγειο της οικείας (που προσφέρει ένα καταπληκτικό πανόραμα μέσα από την καμπύλη τζαμαρία), όλες οι περίτεχνες οροφογραφίες έχουν κλαπεί.