Το πάρτι στη Βουλιαγμένη, μια αλησμόνητη νύχτα με φεγγάρι
- 25 ΙΟΥΛ 2024
Ο Λουκιανός Κηλαηδόνης σημάδεψε με τη μουσική και τους στίχους του μια ολόκληρη εποχή. Ο ποιητής της Κυψέλης διέγραψε μια πορεία φωτεινή και κρυστάλλινη σαν τα αγαπημένα του πνευστά, τραγουδώντας πάντα για τη ζωή και τους ανθρώπους, με τρυφερότητα, με γλυκύτητα, με ζωντάνια, με αρμονία ψυχής και παιξίματος.
Μπορεί να μη βρίσκεται πια ανάμεσά μας, όμως αρκεί ένα βλέμμα στον νυχτερινό ουρανό για να τον φανταστούμε μέσα σε ένα αερόστατο να συνεχίζει το ατελείωτο πάρτι του με όλη την παλιοπαρέα: τον Φελίνι, τον Μάρκο, τους Μπιτλς, τον Σαρλώ, τον Καντίνσκι, τον Μπόρχες, τον Σινάτρα, τον Σεγκόβια, τον Πικάσο και όλους τους υπόλοιπους καλεσμένους του.
Σαν εκείνο το πάρτι του τραγουδιού, αν πάμε ακριβώς 41 χρόνια πίσω, θα βρούμε μια νύχτα με φεγγάρι, μια νύχτα μαγική, μια νύχτα αξέχαστη για όσες και όσους την έζησαν από κοντά. Ήταν 25 Ιουλίου του 1983, όταν ο Λούκυ συγκέντρωσε περίπου εκατό χιλιάδες κόσμου στην παραλία της Βουλιαγμένης, κάνοντας το όνειρό του – αλλά και εκείνο των παρευρισκομένων – πραγματικότητα. Μια νύχτα χωρίς αγιόκλημα και γιασεμί, αλλά με αρμύρα και πανσέληνο, γεμάτη μουσική, κέφι και ενθουσιασμό.
Ήταν εκείνο το πρώτο μεγάλο μπιτς-πάρτι της Αθήνας, η πρώτη φορά που μια συναυλία γινόταν σε φυσικό χώρο, έξω από στάδια και συναυλιακούς χώρους, μια ακόμα ξεχωριστή όσο και υπέροχη έμπνευση του Λουκιανού.
Ήμουν από τους τυχερούς που βρέθηκαν στην πλαζ της Βουλιαγμένης και αυτό από σπόντα. Πριν τρεις μέρες είχα επιστρέψει στην Αθήνα από 15θήμερη κατασκήνωση στον Παρνασσό και θα έφευγα στη συνέχεια για το χωριό μου. Ξεφυλλίζοντας μια εφημερίδα, διάβασα για το πάρτι στη Βουλιαγμένη και αποφάσισα ότι δεν υπήρχε περίπτωση – και λόγος – να χάσω τέτοια ευκαιρία.
Είχα ανακαλύψει τον Κηλαηδόνη δυο χρόνια πριν και είχε γίνει από τους αγαπημένους μου. Είχα αγοράσει τέσσερις-πέντε κασέτες του (το Είμαι ένας φτωχός και μόνος κάου-μπόι, το Ψυχραιμία παιδιά, τα Απλά μαθήματα πολιτικής οικονομίας και τη Χαμηλή πτήση) και τις είχα λιώσει στο κασετόφωνο.
Από τον Λυκαβηττό στη Βουλιαγμένη
Βέβαια, φίλοι και συμμαθητές, απουσίαζαν όλοι σε διακοπές, αλλά είχα ήδη αποφασίσει ότι θα πήγαινα κι ας ήμουν μόνος μου. Πριν φτάσω όμως στην ίδια τη Βουλιαγμένη, ας δούμε πρώτα πώς προετοιμάστηκε η όλη εκδήλωση. Είχε προηγηθεί έναν χρόνο νωρίτερα, η πρώτη συναυλία του Λούκυ στον Λυκαβηττό, στις 28 Ιουλίου του 1982, για την οποία ο συνθέτης είχε γράψει και το ομώνυμο τραγούδι (Τετάρτη, 28 Ιουλίου). Ας θυμηθούμε τα λόγια του Κηλαηδόνη από παλαιότερη συνέντευξη: «Αφού γέμισε ο Λυκαβηττός και είχε μείνει άλλος ένας Λυκαβηττός απ’ έξω, ήρθαν οι μπάτσοι και μου λένε: Φωνάζουν απ’ έξω να μπούνε μέσα, να μπούνε; Λέω, να μπούνε, αφού δεν έχει άλλα εισιτήρια, να μπούνε.
Ο Λυκαβηττός χωράει γύρω στις 3.500 με εισιτήρια, πρέπει να μπήκαν 5.000, 5.500, 6.000, γύρω γύρω, παντού. Εκείνο το βράδυ λοιπόν ήταν η πρώτη μαζική αντιμετώπιση που είχα από τον κόσμο. Για να ευχαριστήσω λοιπόν αυτόν τον κόσμο, σκεφτόμουν για το επόμενο καλοκαίρι, να κάνω ένα πάρτι και να περάσουμε καλά. Σκέφτηκα να το κάνω σ’ ένα δασάκι στο Ψυχικό. Και σκέφτομαι, τι μαλακίες λες, εκεί δε χωράνε ούτε τρακόσιοι. Κάποιο βράδυ, μεταξύ ύπνου και ξύπνιου, συνέλαβα την ιδέα, ότι όπως είναι το Ρωμαϊκό θέατρο κι εμείς παίζουμε στον κύκλο, θα κάνω στη Βουλιαγμένη που την αγαπούσα, στην πλαζ κι εκεί που είναι ο κύκλος, θα βάλω μια πλατφόρμα και θα μπω να τραγουδήσω μέσα εκεί. Αγαπούσα τη Βουλιαγμένη, είχα ήδη γράψει και το ομώνυμο τραγούδι.
Τον Γενάρη διάλεξα την ημερομηνία, την πανσέληνο του Ιουλίου. Τότε διευθυντής στην τηλεόραση ήταν ο Βασίλης Βασιλικός, ήμαστε φίλοι, μαθαίνει ότι θα κάνω τη συναυλία στη Βουλιαγμένη και μου λέει, να τη μεταδώσουμε ζωντανά; Του λέω, θα μου κόψει εισιτήρια, μου λέει, μην ανησυχείς καθόλου, δεν θα σου κόψει τίποτα».
Από τον Ιανουάριο που ο Λουκιανός έκλεισε την πλαζ, κάθε μήνα κοντά στην πανσέληνο, πήγαινε εκεί, καθόταν, έβλεπε τον χώρο και σκεφτόταν τί ακριβώς ήθελε να κάνει. Στην ερώτηση γιατί διάλεξε τη Βουλιαγμένη, ο ίδιος είχε απαντήσει ως εξής: «Γιατί είναι ένα μέρος που περάσαμε τα παιδικά μας χρόνια, ήταν η πιο μακρινή παραλία που μπορούσαμε να πάμε τότε, συνήθως πηγαίναμε Άλιμο, Έδεμ, Ζέφυρο, η Βουλιαγμένη ήταν το τέρμα. Η πλαζ έχει και μια ομοιότητα με το κοίλο του ρωμαϊκού θεάτρου. Ο κόσμος θα ήταν σε ένα ημικύκλιο. Λογικά η ορχήστρα, το κέντρο δηλαδή του κύκλου, θα ήταν μέσα στη θάλασσα».
Ουίσκι και πυγολαμπίδες!
Κάπως έτσι προέκυψε η ιδέα της πλωτής εξέδρας, την οποία ο Λούκυ βρήκε στο Κερατσίνι, σε μια αποθήκη του ΟΛΠ. Η εξέδρα στερεώθηκε με τέσσερις άγκυρες και όσοι έπρεπε να βρεθούν πάνω σε αυτή, πηγαινοέρχονταν με ταχύπλοα. Ο Κηλαηδόνης, όταν είχε έρθει σε επαφή με την τότε Υπουργό Πολιτισμού, Μελίνα Μερκούρη, για να της ζητήσει την πλαζ, είχε ρωτήσει αν θα ήταν δυνατόν να υπάρχουν και πυγολαμπίδες, όμως το Υπουργείο Γεωργίας, του είχε απαντήσει ότι τον Ιούλιο δεν ήταν η εποχή τους.
Αλλά οι ιδέες του δεν περιορίστηκαν εκεί: «Ήθελα να θάψω και ουίσκι κάτω από την άμμο. Θα γινόταν μια κόλαση, να το έψαχναν, να έπαιζαν, να γίνονταν όλοι ένα, να χαλάρωναν και να περνούσαν όμορφα. Να γίνονταν παιδιά. Μετά το είπαν beach party και έμαθα ότι στην Αμερική είχαν τέτοια, εγώ δεν ήξερα τι ήταν τα beach party, εγώ ήθελα να κάνω απλώς ένα πάρτι».
Ο Λούκυ επί ένα εξάμηνο οργάνωνε τα πάντα και πράγματι παραμονές της συναυλίας όλα ήταν έτοιμα στην εντέλεια. Το μόνο που δεν προέβλεψε, ήταν η τεράστια ανταπόκριση του κόσμου. Τα 25.000 εισιτήρια που είχαν κυκλοφορήσει (με τιμή 300 δραχμών έκαστο), εξαντλήθηκαν αρκετές μέρες πριν την εκδήλωση. Θυμάμαι, είχα φύγει από το σπίτι γύρω στις 4 το απόγευμα και το λεωφορείο με είχε αφήσει έξω από την πλαζ περίπου μιάμιση ώρα αργότερα. Εκεί ήδη είχαν συγκεντρωθεί μερικές χιλιάδες κόσμου, ενώ όσο περνούσε η ώρα, έφταναν όλο και περισσότεροι, δημιουργώντας το αδιαχώρητο. Η σύνθεση είχε απ’ όλα: αγόρια, κορίτσια, ζευγάρια, ολόκληρες οικογένειες ακόμα και με μωρά μαζί τους, έφηβους αλλά και άνω των 40 και 50 και 60, ξέμπαρκους, μικρές και μεγάλες παρέες και φυσικά πολλούς, πάρα πολλούς τζαμπατζήδες, που έκαναν την εμφάνισή τους μετά τις 7, όταν άνοιξαν οι πόρτες για να μπει ο κόσμος στην πλαζ.
Η ΕΡΤ είχε αναλάβει να κινηματογραφήσει τη συναυλία – εξαιρετική η δουλειά του Διαγόρα Χρονόπουλου και του Ηρακλή Παπαδάκη – ενώ είχαμε και ζωντανή ραδιοφωνική μετάδοση από το Β’ πρόγραμμα. Ο θρύλος Γιάννης Πετρίδης είχε αναλάβει τη μετάδοση από το κρατικό ραδιόφωνο (από τις 9 το βράδυ μέχρι τις 2 μετά τα μεσάνυχτα), ενώ έβαζε και μουσική πριν ξεκινήσουν οι ζωντανές εμφανίσεις, αλλά και ανάμεσα στα κενά όταν άρχισε η συναυλία, με κομμάτια από τις δεκαετίες του ’50 και του ’60.
Όταν μπήκαμε στην πλαζ και ο κόσμος άρχισε να απλώνεται σε όλο το μήκος της, έγινε φανερό πόσο μεγάλο ήταν το πλήθος, το οποίο συνεχώς αυξανόταν. Οι πρώτοι τζαμπατζήδες έφτασαν κολυμπώντας από διπλανές παραλίες, ενώ πολλοί άλλοι σκαρφάλωναν την περίφραξη και έμπαιναν στην πλαζ.
Τα 80 άτομα της περιφρούρησης, αλλά και η αστυνομία, δεν μπορούσαν να ελέγξουν τους «εισβολείς», έτσι μαζί με τους διοργανωτές αποφάσισαν να ανοίξουν τις πόρτες, ώστε να μπορέσουν να μπουν μέσα όλοι χωρίς πρόβλημα. Στο μεταξύ, η λεωφόρος Βουλιαγμένης είχε μπλοκάρει σε όλη τη διαδρομή της, ενώ τα αυτοκίνητα πήγαιναν σημειωτόν από τους Στύλους του Ολυμπίου Διός.
Ήταν πολλοί εκείνοι που δεν μπόρεσαν να φτάσουν ποτέ στη Βουλιαγμένη, παρόλα αυτά, ο αριθμός όσων βρέθηκαν στην πλαζ, υπολογίστηκε ανάμεσα στις εβδομήντα και τις εκατό χιλιάδες! Πραγματική κοσμοπλημμύρα. Ο Πετρίδης από το ραδιόφωνο έλεγε ενθουσιασμένος: «Αυτό που γίνεται εδώ, δεν έχει ξαναγίνει! Όλη η Αθήνα ξεκίνησε να κατέβει να δει τί γίνεται». Σκεφτείτε ότι εκείνο το βράδυ δεν λειτούργησαν τα θερινά σινεμά, αφού όλοι ήθελαν να βρεθούν στη Βουλιαγμένη, η οποία τίμησε το όνομά της, βουλιάζοντας από τον κόσμο.
Ragtime, jazz & swing!
Ο οποίος κόσμος – λόγω και της πολύ υψηλής θερμοκρασίας – δε δίστασε ούτε λεπτό και το διασκέδασε δεόντως μπαίνοντας στη θάλασσα. Εκτός από τους λουόμενους και τα παιχνίδια μέσα στο νερό, όσοι ήταν στην αμμουδιά είτε έπαιζαν ρακέτες, είτε απολάμβαναν τα οργανωμένα πικ-νικ, είτε χόρευαν, περιμένοντας να ξεκινήσει η συναυλία. Το σίγουρο είναι ότι εκείνο το βράδυ καταναλώθηκαν απίστευτες ποσότητες μπύρας και αναψυκτικών, αφού στο τέλος της βραδιάς είχαν εξαντληθεί όλα τα αποθέματα, όχι μόνο από τις καντίνες του ΕΟΤ, αλλά και από κάθε πιθανό σημείο στη γύρω περιοχή. Εγώ είχα ήδη ενσωματωθεί σε μια φοιτητοπαρέα από το Παγκράτι, γείτονες που τους είχα βρει τυχαία και κολλήσαμε μια χαρά και όλοι πλέον περιμέναμε την έναρξη της συναυλίας.
Ο Λούκυ πάντως τα είχε σχεδιάσει όλα τέλεια, αλλά ας του ξαναδώσουμε για λίγο τον λόγο: «Ήθελα την ώρα που θα μπαίνει ο κόσμος να ακούγεται μουσική καουμπόικη, αυτά που παίζανε στα σαλούν, όπως και έγινε. Βρήκα την Έλλη Σεμιτέκολο, μια καταπληκτική πιανίστρια, και πριν τη δύση του ήλιου έπαιξε ένα μεγάλο κομμάτι από Σκοτ Τζόπλιν, αυτά τα ragtime που λένε. Ήθελα και μια μεγάλη μπάντα με πνευστά να παίξει κομμάτια του Γκλεν Μίλερ, το Moonlight Serenade για παράδειγμα και τελικά τα κατάφερα, είχα μια ορχήστρα γύρω στα 16-17 άτομα».
Εδώ να πω ότι ο κόσμος δεν είχε ιδέα για τους καλεσμένους του Λουκιανού, αφού η αφίσα δεν έγραφε τίποτα άλλο πέρα από την τοποθεσία της εκδήλωσης, την ημερομηνία και την ώρα έναρξης. Ο Κηλαηδόνης είχε κρατήσει επτασφράγιστο μυστικό την ταυτότητα των guest stars και έτσι, κάθε φορά που κάποιος από αυτούς έφτανε στην εξέδρα, γινόταν χαμός από την αποθέωση.
Οι καλλιτέχνες μετακινούνταν με μια φωτισμένη φορτηγίδα ή με ένα κρις-κραφτ, που ξεκινούσε από τον παρακείμενο Ναυτικό Όμιλο Βουλιαγμένης. Ο Λουκιανός άνοιξε το πάρτι απευθύνοντας χαιρετισμό στο συγκεντρωμένο πλήθος και ακολούθησαν πρώτα η Σεμιτέκολο με τα ragtime του Σκοτ Τζόπλιν και στη συνέχεια η ορχήστρα του πιανίστα Μανώλη Μικέλη με τζαζ και σουίνγκ κομμάτια, όλα επιρροές στη μουσική του Λούκυ.
Γύρω στις 10.15 το βράδυ, η Μαργαρίτα Ζορμπαλά έφτασε στην εξέδρα και τραγούδησε παλιά κομμάτια της δεκαετίας του ’40 (Χθες το βράδυ ονειρεύτηκα, Θα ‘θελα να ‘μουνα εκείνη π’ αγαπάς), ενώ έκλεισε την παρουσία της ντουέτο με τον Λούκυ στο Εγώ θα σ’ αγαπώ και μη σε νοιάζει. Ακολούθησε ο Βαγγέλης Γερμανός που ξεκίνησε με την Κρουαζιέρα και συνέχισε με το Σάλτο μορτάλε, τον Απόκληρο και τη Μπανιέρα, με τη συνοδεία του Γιάννη Γιοκαρίνη στα πλήκτρα, ξεσηκώνοντας τον κόσμο.
Επόμενος στη σκηνή ήταν ο Διονύσης Σαββόπουλος, που δήλωσε εντυπωσιασμένος από το μεγάλο πλήθος που είχε συγκεντρωθεί στην ακτή: «Είναι απίστευτο, είστε όλοι εδώ. Νομίζαμε ότι ήταν πάρτι-βεγγέρα, αλλά διαπιστώσαμε ότι πρόκειται για υπερπαραγωγή της Φίνος Φιλμς!», ήταν τα λόγια του Νόνιου, που ξεκίνησε με τους Παιδικούς μου φίλους, για να ενθουσιάσει στη συνέχεια με τη Συννεφούλα και το Ας κρατήσουν οι χοροί.
Αμέσως μετά τον Σαββόπουλο, έφτασαν στην πλωτή εξέδρα με ένα τρεχαντήρι και μια ψαρόβαρκα, κανταδόροι μαζί με τη μαντολινάτα του Φώτη Αλέπωρου, που μας χάρισαν νοσταλγικές στιγμές με σερενάτες και καντάδες από τα Επτάνησα και την παλιά Αθήνα. Και ήρθε η σειρά του Λουκιανού, που μαζί με την μπάντα του, τους Three and the Koukos Band, αλλά και την Αφροδίτη Μάνου, ανέβηκαν στη σκηνή, σκορπώντας ντελίριο στην παραλία σε κάθε τραγούδι.
Με sleeping bag και με καρπούζι
Φυσικά, από το ρεπερτόριο δεν θα μπορούσαν να λείπουν ούτε το Πάρτι, ούτε η Βουλιαγμένη, ούτε οι άλλες μεγάλες επιτυχίες του Λούκυ, που έμεινε στην εξέδρα μέχρι μετά τις 2 τη νύχτα, τότε που μαζί με τον Γιώργο Νταλάρα τραγούδησαν παρέα τα Θερινά σινεμά. Ο κόσμος ευχαρίστησε τους συντελεστές με ένα ατελείωτο χειροκρότημα και συνέχισε το πάρτι δίπλα και μέσα στη θάλασσα, μέχρι τις πρώτες πρωινές ώρες. Να πούμε ότι ο ήχος στη συναυλία ήταν μέτριος έως κακός, αλλά κανέναν δε φάνηκε να ενοχλεί αυτό.
Πολλές παρέες μάλιστα, είχαν μαζί τους φορητά ραδιοφωνάκια και άκουγαν από εκεί τη μετάδοση! Ένα σκάφος του λιμενικού ήρθε και «μάζεψε» τη Μαντώ και τους τελευταίους μουσικούς που είχαν ξεχαστεί παίζοντας ακόμα στην εξέδρα. Αρκετές χιλιάδες παρέμειναν στην παραλία, θέλοντας να αποφύγουν και το μποτιλιάρισμα της επιστροφής.
Πολλοί έμειναν μέχρι το πρωί, για να επιστρέψουν στα σπίτια τους με τα πρώτα λεωφορεία της γραμμής. Αρκετοί πάντως είχαν έρθει οργανωμένοι, με sleeping-bag και με καρπούζι, για να κοιμηθούν στην πλαζ. Πριν τη συναυλία, στη διάρκειά της, αλλά και μετά την ολοκλήρωσή της, η θάλασσα ήταν γεμάτη από κόσμο.
Στα 15 περίπου μέτρα που χώριζαν την πλωτή εξέδρα από την αμμουδιά, είχε δημιουργηθεί το αδιαχώρητο από λουόμενους που χόρευαν, τραγουδούσαν και αποθέωναν τους καλλιτέχνες, φτάνοντας μέχρι την άκρη της σκηνής. Οι εικόνες ήταν πραγματικά μοναδικές, πρωτόγνωρες, υπέροχες. Οι Αθηναίοι διασκέδασαν με την ψυχή τους για πολλές ώρες, ανακαλύπτοντας έναν καινούργιο τρόπο ξεφαντώματος.
Εμείς φύγαμε λίγο μετά τις 4 τη νύχτα, ευτυχώς χώρεσα σε ένα ημιάθλιο Ford Taunus του ενός από τους φοιτητές και γλίτωσα την ταλαιπωρία της επιστροφής, αφού στις πέντε ήμουν ήδη στο κρεβάτι, μέσα σε μια ατέρμονη ευφορία. Και αυτό νομίζω ότι ήταν το συναίσθημα που ένιωσαν όλοι, όσοι βρέθηκαν εκείνο το βράδυ στη Βουλιαγμένη. Ήταν μια βραδιά-αποκάλυψη, μια μαγική βραδιά, ένα αλλιώτικο πάρτι από εκείνα που πολλοί μπορεί να είχαμε ονειρευτεί και τελικά το ζήσαμε. Ήταν μια γιορτή, ένα γλέντι, ένα πανηγύρι, χωρίς όμως καμία σύγκριση με όσα ξέραμε μέχρι τότε.
Ο Λουκιανός μας παρέσυρε στη δική του φαντασία, μας χάρισε τη φύση και τη μουσική μαζί, τη θάλασσα και τις νότες παρέα, το φεγγάρι και το τραγούδι αντάμα. Μας χάρισε ζευγάρια να στροβιλίζονται πιο πέρα, σαν σε ένα ατέρμονο βαλς, με τη δική του, μοναδική ενορχήστρωση με τα πυροτεχνήματα στον ουρανό και το φως του φεγγαριού να καθρεφτίζεται στη θάλασσα.
Το πάρτι στη Βουλιαγμένη άλλαξε τον τρόπο που αντιλαμβανόμασταν τις συναυλίες. Η επιτυχία εκείνης της βραδιάς έβγαλε τους καλλιτέχνες από τα στάδια και τους έστειλε σε φυσικούς χώρους, δίπλα στη θάλασσα, σε λίμνες, ποτάμια, λόφους, βουνά, κάστρα, ερείπια. Ο ίδιος ο Λουκιανός, εντυπωσιασμένος από την προσέλευση του κόσμου, αφού ζήτησε συγνώμη για την ταλαιπωρία, έδωσε χαριτολογώντας τη λύση: «Τώρα που διαπιστώσαμε πως δεν υπάρχουν χώροι για τόσες χιλιάδες κόσμου, την επόμενη φορά θα μαζευτούμε στον κάμπο της Θεσσαλίας»! Την επόμενη μέρα, οι εφημερίδες είχαν στα πρωτοσέλιδά τους το πάρτι, χαρακτηρίζοντάς το “απόλυτα πετυχημένο”. Υπήρξαν φυσικά και οι αντίθετες φωνές, όπως εκείνη του Φίλια στην Ελευθεροτυπία που έγραψε «για ένα βράδυ πνιγμένο στα ναρκωτικά», όμως συνολικά η αντιμετώπιση της εκδήλωσης από τον Τύπο ήταν θετική.
«Νύχτα με φεγγάρι και λίγο πιωμένοι…»
Κλείνοντας, εκείνη η Δευτέρα 25 Ιουλίου του 1983, δεν πρόκειται να ξεχαστεί από όσους την έζησαν. Οι τραγουδιστές, οι μουσικοί, ο κόσμος, όλοι μαζί δημιούργησαν μια τόσο ξεχωριστή ανάμνηση, από αυτές που σημαδεύουν μια ζωή. Τον Κηλαηδόνη τον είδα πολλές φορές ζωντανά μετά τη Βουλιαγμένη, όμως η «έκπληξη» που μου χάρισε σε εκείνο το πάρτι, ήταν ένα πραγματικό δώρο, κυριολεκτικά ανεκτίμητο. Αγάπησα τον ίδιο και τη μουσική του, μεγάλωσα μαζί του, έπαιξα και τραγούδησα τα τραγούδια του.
Εκείνη όμως τη νύχτα, ο Λουκιανός βρέθηκε στην πιο ιδιαίτερη στιγμή του. Έβγαλε το πάρτι από την παρτιτούρα και το μετέτρεψε σε μια γιορτή που όμοιά της δεν είχε γνωρίσει η Αθήνα. Με τα ασημένια μαλλιά του να ανεμίζουν πάνω από τα πλήκτρα του πιάνου και την παιχνιδιάρικη φωνή του, έκανε εκατό χιλιάδες ανθρώπους να νιώσουν ότι πετάνε μαζί του στον ουρανό μέσα σε ένα αερόστατο. Γιατί μην ξεχνάτε πως, «όσοι πηγαίνουν στη Βουλιαγμένη, λέει ένας νόμος παλιός, νύχτα με φεγγάρι κι είναι λίγο πιωμένοι, πάντα τη βρίσκουν αλλιώς…»
Βίντεο: Αποσπάσματα από το πάρτι της Βουλιαγμένης (25/7/1983)