Αλήθεια, η πολιτική ορθότητα είναι αυτή που απειλεί την ελευθερία του λόγου;
- 20 ΙΟΥΛ 2020
Η αρχή της ελευθερίας του λόγου υπάρχει ήδη στο περίφημο First Amendment του Αμερικανικού Συντάγματος. Η θέση του αυτή στο Σύνταγμα αλλά και στον θεσμικό λόγο των ΗΠΑ, ακόμα και σήμερα, φανερώνει πόσο μεγάλη σημασία έχει η ελευθερία του λόγου σε μια χώρα που βλέπει τον εαυτό της ως παραδοσιακά δημοκρατική και φιλελεύθερη. Κατά κάποιον τρόπο, λοιπόν, η βάση όλου αυτού του δημοκρατικού οικοδομήματος είναι τελικα αυτή η ελευθερία της έκφρασης. Πλέον, αρκετά καθυστερημένα, όλος αυτός ο λόγος περί ελευθερίας του λόγου ήρθε και στην Ελλάδα. Μέσω της κλασικής πλέον καταφυγής στον νέο μπαμπούλα. Την πολιτική ορθότητα.
Η πολιτική ορθότητα και η ιστορία της
Η πολιτική ορθότητα είναι ένας όρος που κατασκευάστηκε από το αμερικανικό συντηρητικό στρατόπεδο. Μέσα σε αυτόν ουσιαστικά συγκροτήθηκε όλο το αίσθημα απειλής που ένιωθε αυτό από το γεγονός ότι εναλλακτικοί λόγοι άρχισαν να κάνουν ήδη από τη δεκαετία του 1960 την εμφάνισή τους. Να απειλούν ουσιαστικά όλα τα εξουσιαστικά πρότυπα του λευκού, μεσοαστού, ετεροφυλόφιλου άντρα, ο οποίος μέχρι τη δεκαετία του 1960 είχε (ας το ομολογήσουμε) όχι μόνο το προνόμιο του “ορθού λόγου” αλλά γενικά του λόγου. Με άλλα λόγια ήταν ο μόνος που εξέφραζε απόψη.
Με βάση το σκεπτικό όσων την κατασκεύασαν, η πολιτική ορθότητα είναι ένα απομεινάρι απολυταρχικών καθεστώτων που χτυπάει την ελευθερία του λόγου και επομένως απειλεί συνολικά τις σύγχρονες αστικές δημοκρατίες. Βάση γι’αυτό είναι οι παρεμβατικές της πρακτικές σε σημεία -μέχρι πρόσφατα- παραδεδεγμένων γλωσσικών κανονικοτήτων και συμπεριφορών. Το να επικρίνεις τον ακραία ρατσιστικό όρο ‘nigger’ για παράδειγμα (αντικαθιστώντας τον από τον African-American) έγινε μια ένδειξη οργουελιανών θέσεων που απειλούν την ίδια τη δημοκρατία.
Με ποιον τρόπο εκφράζεται αυτή η απειλή; Κατά βάση μέσω ακριβώς αυτής της κριτικής πάνω στον εξουσιαστικό λόγο και σε όσους τον αναπαράγουν. Το να κρίνεις μια άποψη, μια πολιτική ή μια χρήση λέξεων ως ρατσιστική εκλαμβάνεται αυτόματα ως μια μεταμοντέρνας υφής λογοκρισία. Στην πραγματικότητα βέβαια, αυτό που συμβαίνει είναι ένα ξέσπασμα εκείνου που άλλοτε είχε την απόλυτη εξουσία στην έκφραση γνώμης αλλά τώρα βλέπει ότι αυτή η γνώμη μπορεί να υποστεί και κριτική. Κάθε φορά πάντως που ακούτε κάποιον ντόπιο σφοδρό πολέμιο της πολιτικής ορθότητας να εκφράζει αυτά τα επιχειρήματα, να ξέρετε ότι αυτά έχουν ειπωθεί ακριβώς με τον ίδιο τρόπο από κάποιον redneck Ρεπουμπλικάνο γερουσιαστή ήδη από τα τέλη της δεκαετίας του 1990.
Αλλά ας φέρουμε στο μυαλό μας ένα τελείως τυχαίο παράδειγμα. Ένας τύπος με αρκετά ενεργό προφίλ ή με θεσμικό ρόλο επιλέγει να προβοκάρει. Γιατί στο 2020 είμαστε και στην εποχή της οπτικής κουλτούρας. Το σημαινόμενο έχει σκύψει και προσκυνάει το σημαίνον. Όλο και κάτι κερδίζεις, αν ασχολούνται μαζί σου. Προβοκάρει, λοιπόν, λέγοντας για παράδειγμα, ως edgy αστείο, ότι οι φεμινίστριες είναι ναζί. Αυτό παίρνει τα πρώτα like και αρχίσει να αναπαράγεται. Κατά βάση όμως αρχίζει να παίρνει την πραγματική δημοσιότητά του μέσω της κριτικής που γίνεται σε αυτό το ποστ. Στη συνέχεια μέσω των συζητήσεων που γίνονται με αφορμή αυτό.
Στο τέλος, όταν η κριτική αυτή έχει εκτοξευθεί και αφορά όλο το ίντερνετ, εκείνος που δημοσιοποίησε το πρώτο ποστ βγαίνει θιγμένος και βρίσκει το όμορφο καταφύγιό του στην ελευθερία του λόγου του. Σε μια κίνηση αυτοθυματοποίησης και αυτοεκπληρούμενης προφητείας κάνει συμπληρωματικό ποστ μέσα στο οποίο τονίζει την αντιδημοκρατικότητα της εποχής μας. Τις εξαλλοσύνες της πολιτικής ορθότητας και των οπαδών της. Τελικά, αυτοαναγορεύεται σε μάρτυρα της κορεκτίλας αυτής. Μια προσωπικότητα που επιχειρούν να λογοκρίνουν αλλά δεν θα τα καταφέρουν. Γιατί; Γιατί αυτός εκφράζει τις ενοχικές σιωπηρές πλειοψηφίες. Το ερώτημα βέβαια εδώ είναι το απλό: Πού ακριβώς βρίσκεται η λογοκρισία; Τέλος πάντων, ποιο είναι το πράγμα που εκλαμβάνεται ως λογοκρισία;
Οι μηνύσεις και το ίντερνετ
Τις τελευταίες μέρες ένας από τους κυριότερους Έλληνες υποστηρικτές αυτής της ελευθερίας του λόγου και επίσης ένας από τους πιο σκληρούς πολέμιους της πολιτικής ορθότητα, ο Κωνσταντίνος Μπογδάνος, έχει πρωταγωνιστήσει στο ελληνικό ίντερνετ. Για ακόμα μια φορά. Πρώτα λόγω της επιλογής του να πάει στη διαμαρτυρία ‘αγανακτισμένων πολιτών’ στη Βικτώρια. Αργότερα, λόγω της διαχείρισης από πλευράς του όλων όσα ακολούθησαν. Ένα oneman show που περιείχε μπόλικες μηνύσεις και αγωγές ή απειλές μηνύσεων και απειλών. Κάποιες εκ των οποίων δεν μπορούν να έχουν καν νομική βάση.
Για να είμαι από την αρχή σωστός. Οι απειλές για τη σωματική ακεραιότητα και το cyber-bullying είναι ένα κομμάτι. Οι ανώνυμες ή επώνυμες απειλές (όταν είναι πράγματι απειλές) εις βάρος δημοσίων ή μη προσώπων δεν είναι κάτι που κανείς και με κανέναν τρόπο δεν μπορεί να υποστηρίξει. Όταν όμως αυτές αυτές οι απειλές χρησιμοποιούνται εργαλειακά, προκειμένου να απειλείται με μήνυση οποιοσδήποτε κάνει κριτική προς το πρόσωπό σου, τότε τα μονοπάτια γίνονται επικίνδυνα. Και μαζί το αίτημα για ελευθερία του λόγου επικαιροποιείται.
Η αντίφαση είναι απλή και δεν χρειάζεται πολλές λέξεις για να αναλυθεί. Ο άνθρωπος που παρουσιάζεται ως ο Έλληνας πολιτικός εκπρόσωπος των θεωριών περί ελευθερίας του λόγου είναι ο ίδιος που ταράζει στις μηνύσεις τους επικριτές του. Πάντα αγκαλιά με τη βουλευτική ασυλία. Και αυτή του η αντίφαση κατά κάποιον τρόπο γίνεται και μια ένδειξη του τρόπου που λειτουργεί όλος ο λόγος ενάντια στον μπαμπούλα της πολιτικής ορθότητας. Η ελευθερία του λόγου αφορά μόνο όσους την επικαλούνται συνεχώς.
Ο μύθος της απόλυτης ελευθερίας του λόγου
Η ελευθερία του λόγου βέβαια είναι πάντα απαραίτητη σε μια δημοκρατική κοινωνία. Αλλά είναι απαραίτητη ακριβώς με τον τρόπο που θεσμοθετείται στα δίαφορα Συντάγματα των δημοκρατιών αυτών. Όχι μέσω επανεννοιολογήσεων. Πράγματι, πρέπει καθημερινά να παλεύουμε κάθε μορφής λογοκρισία. Και συνήθως ο όρος λογοκρίσια αφορά καθεστώτα που ποινικοποιούν την αντίθετη γνώμη. Απόψεις, ιδέες ή ειδήσεις που έρχονται ενάντια στο συμφέρον του λογοκριτή και του μηχανισμού που αυτός υπηρετεί. Αλλά μέχρι εκεί. Καμία λογοκρισία δεν μπορείς να αποδώσεις στους καταπιεσμένους.
Δεν υπάρχει τίποτα, σε καμία έκφανση της γλώσσας, που να το λες χωρίς φίλτρο. Από το ‘καλημέρα’ που θα πεις στον περιπτερά σου μέχρι τον τρόπο που θα μιλήσεις στον κολλητό σου ή στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας. Όλα αυτά ακολουθούν κάποιους κανόνες. Ως μέλος αυτής της κοινωνίας τους κανόνες αυτούς τους ξέρεις. Όταν επιλέγεις να αποκλίνεις από αυτούς, πρέπει να είσαι και έτοιμος να δεχτείς την οποία κριτική πήγαινει μαζί με την επιλογή αυτή. Μπορείς να βρίσεις τη μάνα ενός αγνώστου. Κατά κάποιον τρόπο είναι δικαίωμά σου. Δεν μπορείς όμως να μην υποστείς κριτική γι’αυτό. Μπορείς να αναφέρεσαι στους μετανάστες ως ‘λαθροέποικους’. Πρακτικά και αυτό είναι δικαίωμά σου. Δεν μπορείς όμως ούτε γι’αυτό να μη δέχεσαι κριτική. Ή και όταν το κάνεις να την εκλαμβάνεις ως τρόπος εξόντωσής σου.
Για στην τελική ας σκεφτούμε και αυτό. Χωρίς να χρειάζονται ιδιαίτερες αναλύσεις ούτε και εδώ. Τι απειλεί περισσότερο αυτή την περίφημη ελευθερία του λόγου; Tι είναι αυτό που δρα περισσότερο απειλητικά προς αυτή; Το να κριτικάρεσαι για τον τρόπο που χρησιμοποιείς τη γλώσσα ή να επικρέμεται η απειλή της ποινικοποίησης κριτικών που γίνεται προς το πρόσωπό σου; Τελικά, πόσες μηνύσεις μπορεί να τραβήξει κανείς σε αυτό το κείμενο;