ⓒ 1989 AP Photo, File /ASSOCIATED PRESS
OPINIONS

Μπορείς τελικά να διαχωρίσεις τον άνθρωπο από τον καλλιτέχνη;

Τι ακριβώς εννοούμε όταν αναρωτιόμαστε αν διαχωρίζεται ο καλλιτέχνης από το έργο του; Με αφορμή τον θάνατο του παραγωγού και δολοφόνου Phil Spector, η συζήτηση φουντώνει ξανά.

Καταλαβαίνω την ανάγκη. Κι εγώ έχω αγαπήσει δηλητηριασμένα πράγματα. Να μουρμουράς μες στην ευτυχία ένα τραγούδι που λατρεύεις απλά για να το ακολουθούν οι σκέψεις για εκείνον που το δημιούργησε. Να συνδέεσαι με μια αφήγηση γνωρίζοντας πως γεννήθηκε από έναν φρικτό άνθρωπο. Αλήθεια, το καταλαβαίνω. Η τέχνη υπάρχει για να φτάνει βαθιά μέσα μας, σε σημεία που δεν ξέρουμε καν τι κρύβουν, να εξερευνά τα βάθη της ύπαρξής μας με ένα τρόπο ενστικτώδη. Οπότε τι κάνεις στη συνειδητοποίηση πως έχεις ανοίξει την ψυχή σου σε ένα σκοτεινό τέρας;

Οπότε είναι φυσική η αντίδραση. Είναι η άμυνα. «Εγώ διαχωρίζω τον άνθρωπο από τον καλλιτέχνη». Καλή τύχη! Αλλά δεν λειτουργεί έτσι.

Θέλω να πω, αν διαχωρίσεις το έργο από τον δημιουργό του, τότε τι είναι αυτό ακριβώς που μένει; Τα σημαντικότερα έργα αποτελούν έκφραση των σκέψεων, των ενστίκτων και των ιδεών του ανθρώπου (ή των ανθρώπων) που τα έφτιαξαν, άρα ποια ακριβώς είναι αυτή η ακριβής χειρουργική διαδικασία που θα διαχωρίσει δύο τόσο άρρηκτα συνδεδεμένες οντότητες;

Σε αυτή την συλλογιστική γραμμή υπάρχουν πολλά επίπεδα όπως και πολλές παρανοήσεις. Το να αναγνωρίζεις και να αποδέχεσαι τον άνθρωπο (και τα σφάλματά του) πίσω ή μέσα σε ένα έργο δεν συνεπάγεται το κάψιμο. Θέλοντας και μη, η ιστορία της τέχνης έχει γραφτεί, έχει σχηματιστεί, αλλά κάθε νέο δεδομένο μας προσφέρει νέα εργαλεία για την ανάγνωσή της, για το πλαίσιο μιας δημιουργίας. «Μιλάμε για σεξουαλική κακοποίηση on camera», έλεγε στην Ιωσηφίνα Γριβέα ο intimacy coordinator Zev Steinrock, μιλώντας για το Τελευταίο Τανγκό στο Παρίσι. Δεν μπορείς να γράψεις την κληρονομιά του Bertolucci χωρίς την καταστροφή της Maria Schneider.

(Το πώς συνεχίζει κανείς να κανονικοποιεί κάτι ή να επιβραβεύει χρηματικά έναν δημιουργό, είναι διαφορετικό, και καθαρά προσωπικό ζήτημα. Ας επεκτείνουμε το canon, ας πάμε γενικώς λίγο παρακάτω. Νιώθω πως αυτό είναι πάντα ένα θετικό ένστικτο.)

Πληροφορίες και background για κάθε καλλιτέχνη λαμβάνονται πάντα υπόψην όταν αναλύουμε ή συζητάμε ένα έργο- και απολύτως κατανοητά, γιατί προσφέρουν ένα πιο πλούσιο πλαίσιο ανάγνωσης. Background οικονομικό, πολιτικό, κοινωνικό, οικογενειακό. Πώς μπορούμε να κλείνουμε αυτιά και μάτια ή να απορρίπτουμε κάθε τι που κάνει τη δουλειά μας πιο δύσκολη, πιο ηθικά συζητήσιμη; Οι άνθρωποι πάντα μας λένε ποιοι είναι, και ειδικά μέσα από την τέχνη τους. Ποιοι είμαστε εμείς που θα πούμε ότι κάτι «δεν μετράει»;

Μιλώντας όμως για ένα καθαρά προσωπικό επίπεδο, τι συμβαίνει εκεί; Πώς διαχειριζόμαστε αυτή τη γνώση;

Δεν υπάρχει αστυνομία τέχνης, που να ελέγχει τι επιτρέπεται καθένας να ακούει και να βλέπει και να απολαμβάνει. (Ακόμα δηλαδή δεν υπάρχει, μη βάζω και ιδέες στον Χρυσοχοϊδη τώρα.) Και κάθε άνθρωπος διαθέτει διαφορετικά όρια, και ευαισθησίες, και τρόπο να αφομοιώνει το οποιοδήποτε έργο, από ένα τραγούδι μέχρι μια ταινία. Μα επιπλέον, δεν είναι κάθε περίπτωση ίδια. Όσο πιο προσωπικό, όσο πιο αυτοαναλυτικό είναι ένα έργο, τόσο πιο άτοπο είναι το να προσπαθείς να ξεριζώσεις τον άνθρωπο μέσα από αυτό.

Μπορείς να αφαιρέσεις τον Kanye West μέσα από τα πειραματικά, ψυχαναλυτικά συντρίμμια της μουσικής του; Να διαχωρίσεις τον ματσό συντηρητισμό του Clint Eastwood από τον συχνά συγκλονιστικό τρόπο που τον εξερευνά στο σινεμά του; Αναφέρω επίτηδες δύο περιπτώσεις καλλιτεχνών που προσωπικά λατρεύω και με τους οποίους απλώς διαφωνώ πολιτικά, ώστε να υπογραμμιστεί αποκλειστικά η ιδέα της αδυναμίας ενός τέτοιου διαχωρισμού, πέραν του οποιουδήποτε άλλου παράγοντα.

Δεν είναι όλες οι περιπτώσεις τέτοιες, ναι: Ένας πιο ανώνυμος δημιουργός-τεχνίτης είναι πιο εύκολο να αγνοηθεί, όταν δηλαδή ο εαυτός του δεν βρίσκεται βαθιά μες στο έργο. Και βεβαίως μια τεράστια παράμετρος μπαίνει όταν μιλάμε για αληθινές περιπτώσεις εγκλήματος. Ακαδημαϊκά και δημιουργικά, η θέση και η σημασία του Wall of Sound στην εξέλιξη της μουσικής δεν είναι κάτι το διαπραγματεύσιμο. Η αποθέωση του Phil Spector, είναι. Η απόλαυση κομματιών που σχετίζονται με καταπιεστικές σχέσεις και δυναμικές, το ίδιο. Καθένας μπορεί να ακούει ό,τι θέλει, να απολαμβάνει ό,τι προτιμά, όμως όλα αυτά τα κουβαλά μαζί. (Αν θέλει. Αν δεν θέλει, δε μπορεί κανείς να κάνει τίποτα.)

Πριν από χρόνια είχα εκφράσει τη βασική αρχή της ίδιας αυτής σκέψης γράφοντας από το Φεστιβάλ Βενετίας για την πρεμιέρα μιας ταινίας του Mel Gibson (που μου άρεσε), και μιλώντας για την «εσωτερική διαπραγμάτευση, για το κατά πόσον είναι εφικτό να συνεχίσεις να θαυμάζεις τον [βάλε ένα όνομα, πραγματικά, σχεδόν οποιοδήποτε όνομα], ενώ γνωρίζεις πως δεν είναι ο καλύτερος άνθρωπος».

Είχα γράψει τότε: «Κι εδώ είναι που έρχεται η γνωστή “ας διαχωρίζουμε τον άνθρωπο από τον καλλιτέχνη” χορωδία, το οποίο είναι υποθέτω ένα εύκολο πράγμα να λέει κάποιος στον εαυτό του αλλά φυσικά δεν είναι κάτι που έχει αληθινή έννοια, γιατί η τέχνη απλώς αποτελεί προβολή των στοιχείων του όποιου ανθρώπου. Αυτά που έχεις μέσα σου κάνεις ταινία, ποιος θα έρθει μετά να διαχωρίσει τι ακριβώς; Τα λέω όλα αυτά επειδή ήρθε ο Mel Gibson στη Βενετία σήμερα ο οποίος είναι μέτριος άνθρωπος όσο σπουδαίος σκηνοθέτης, κι αυτά είναι δύο πράγματα που δεν υπάρχουν το ένα ανεξάρτητα του άλλου, αλλά συμπληρωματικά. Οι εμμονές του ανθρώπου Gibson με τη βία και την πίστη είναι οι εμμονές του σκηνοθέτη Gibson με τη βία και την πίστη».

Και καταλήγοντας παρακάτω πως ο Gibson «κινηματογραφεί τη βία με τρόπο καθόλου καρτποσταλικό, και τη μάχη με τρόπο που μοιάζει σα να παρακολουθείς κάποιον αγώνα, όπως είπε και στη συνέντευξη τύπου. Είναι η μάχη του Braveheart με τη βία της αγνής πίστης του Passion of the Christ με την πολεμική αμεσότητα του Apocalypto. Καταλαβαίνει κανείς γιατί ήθελε μετά από όλα αυτά τα χρόνια, να γυρίσει ετούτη την ταινία. Είναι επειδή ο καλλιτέχνης και ο άνθρωπος δε γίνεται να διαχωριστούν, επειδή ο καλλιτέχνης ΕΙΝΑΙ ο άνθρωπος. Ευτυχώς ή δυστυχώς. Ευτυχώς και δυστυχώς».

Οπότε ναι, δεν ξέρω. Το Louie όχι απλά καθόρισε, αλλά σχημάτισε την αισθητική της τηλεοπτικής κωμωδίας της τελευταίας δεκαετίας κι αυτό είναι κάτι αναντίρρητο. Μπαίνει στο κουτί του, έχει τη θέση του, έχει τη δεδομένη επιρροή του. Μπορεί κανείς σήμερα να το δει, γνωρίζοντας όσα γνωρίζει για τον δημιουργό της σειράς, όταν όλος του ο ψυχισμός είναι απλωμένος στην οθόνη; Εγώ αδυνατώ, αλλά αν κάποιος μπορεί, τότε καλή δύναμη. Το θέμα είναι, όπως πάντα, απολύτως προσωπικό, και κάθε περίπτωση διαφορετική.

Το μόνο σίγουρο είναι αυτό: Κάθε τι που βλέπουμε ή που ακούμε ή που διαβάζουμε, κουβαλά μέσα του (και) τον άνθρωπο που το δημιούργησε. Αυτή η πολύ απλή και σαφής φράση δεν είναι ούτε καταδικαστική απόφαση, ούτε αθωωτική. Δεν είναι ούτε ηθικός μπούσουλας, ούτε εξιλεωτικό αντικείμενο. Δεν είναι οδηγός, δεν είναι εμπόδιο. Είναι απλώς η αλήθεια. Ο δημιουργός είναι μες στο δημιούργημα, κι ο κάθε άνθρωπος μπορεί να διαχειριστεί αυτό το γεγονός, στην κάθε περίπτωση, όπως κρίνει.