OPINIONS

Δείπνο με φίλους, αυτή η μάστιγα

Κρασί, φαγητό, καλή κουβέντα, γέλια κι ένας τύπος με μαλλιά. Ο Στέφανος Τριαντάφυλλος αναρωτιέται τι πήγε λάθος κι έφτασε να ζει όλα τα παραπάνω.

Σήμερα θα μιλήσουμε για τη γενιά μου. Γιατί; Γιατί α) μπορώ – κοίτα με, όχι ΚΟΙ-ΤΑ ΜΕ, πληκτρολογώ και δεν μπορείς να κάνεις τίποτα για να με σταματήσεις β) γιατί ο Ηλίας νομίζει ότι θα γράψω κάτι άλλο και ο Αντώνης δεν έχει καταλάβει τι σημαίνει “πραγματικά άσχετος πρόλογος και γ) γιατί είναι γαμάτη.

Εμείς που περάσαμε γαμάτα παιδικά χρόνια είχαμε κινούμενα σχέδια που κάνουν το μέσα σου να σαλεύει (όπως το Robotech και το Silverhawks) και παιχνιδομηχανές και μπάσκετ μέχρι το βράδυ. Το σημαντικότερο όμως για τους 30-40 κάτι είναι ότι αποτέλεσαν την γενιά της μετάβασης. Νομίζω, δε, ότι μας αποκαλούσαν και Generation-Χ, αλλά δεν ξέρω αν το έλεγαν για μας, για αυτό δεν γύρισα ποτέ. Εμείς είμαστε λοιπόν αυτοί που είχαμε προλάβει την έκφραση “πλέι-μέικερ του 2000” για τον Ριγκοντό, έναν παίκτη που τώρα είναι 45 ετών, που ζήσαμε και βινίλια και walkman με γύρισμα κασέτας με στιλό και discman που έπαιζε μόνο αν ήσουν ακίνητος και mp3 και τα άλλα τα αποτυχημένα τα midi, mini κάτι. Μέχρι και φλόπι δισκέτα προλάβαμε τι να λέμε τώρα. Ζήσαμε στην εποχή που η μέθοδος αποκατάστασης του οτιδήποτε ήταν είτε το κόκκινο (τύπου ιώδιο) είτε το φύσημα. Φύσημα του λουκουμά που έπεσε κάτω. Φύσημα και της δισκέτας του gameboy.

Ήμασταν εκεί να ζήσουμε την εκτίναξη των υπολογιστών. Από το Ατάρι και Άμστραντ στα Mac και στα δεν ξέρω τι άλλο, εγώ όταν κολλάει το lap-top κάνω restart και αν δεν πιάσει ούτε αυτό βγάζω τη μπαταρία. Προλάβαμε τον χρατσανιστό ήχο του modem και ωριμάσαμε σαν το παλιό καλό κρασί με την viral εποχή. Δεν λέμε ούτε “ιντερνέτ”, αλλά ούτε και “OMG”. Παράλληλα ζήσαμε την έκρηξη της καλωδιακής τηλεόρασης, ακουμπώντας με το ένα πόδι στην κρατική τηλεόραση με Αθλητική Κυριακή και Τετράγωνα των Αστέρων και με το άλλο στην ανάπτυξη της ιδιωτικής με Μπονάτσο, Mega Star και Μαστοράκη (ΟΚ, δεν ήταν όλα ρόδινα τότε).

Γενικά ήμασταν στο σωστό μέρος, τη σωστή στιγμή. Φαντάσου για παράδειγμα να μην έχεις προλάβει το ’87 τι προβλήματα μπορεί να σου δημιουργήσει η έλλειψη της εικόνας του Γκάλη ανάμεσα σε τρεις Σοβιετικούς. Ή το να μην έχεις δει  Larry Bird. Τι να λέμε. Γενικότερα τα παιδικά μας χρόνια μοιράστηκαν ισόποσα ανάμεσα στη λεγόμενη ζ ω ή  εκεί  έ ξ ω, στα μπιμπλίκια και στην τηλεόραση. Που κακά τα ψέμματα μας επηρέασε. Μεγαλώσαμε με Die Hard, με Ρόκι IV και καταπίναμε την pop culture λες και ήταν μίλκο-ξέρω-γω. Εκεί ήταν ακριβώς η στιγμή που το κεφάλι μας γέμισε στερεότυπα: χαζοχαρούμενες μαζορέτες, καλοί που κερδίζουν στο τέλος, αρσενικοί χωρισμοί μεθυσμένοι σε μπαρ, και γυναικείοι χωρισμοί γαρνιρισμένοι με παγωτό στον καναπέ μπάτσοι πολύ σκληροί για να μην πάρουν διαζύγιο και μια γενικότερη φάση corporate που αν δεν έχεις ξανθιά γραμματέα τότε κάτι πήγε στραβά στη ζωή σου.

Τέτοιου είδους στερεότυπο φαντάζομαι ότι είναι και η φάση μαζευόμαστε το βράδυ για δείπνο “με φίλους” στο σπίτι. Ξέρεις τώρα: φάση Notting Hill. Τσιτ-τσατ και κόκκινο κρασί. Και γελάμε. Και τρώμε. Και πίνουμε. Και φέρνουμε και έναν φίλο από κάπου άσχετα, που έχει κάτι σημαντικό να προσφέρει στην πλοκή. Ε, λοιπόν, όσες φορές ήμουν ο άσχετος δεν πρόσφερα τίποτα και σε κανέναν, πέρα από λίγο ψωμί στον διπλανό μου.

 

Το σωστό ερώτημα, όμως, δεν είναι “γιατί κάνουμε σπιτικά δείπνα στο σπίτι με φίλους”, αλλά τι πήγε λάθος και φτάσαμε σ’ αυτό το σημείο. Πως αφήσαμε τα χρόνια να περάσουν; Πότε γίναμε μεγάλοι; Τι κάναμε με τη ζωή μας; Πως βρέθηκαν τόσα πουλόβερ στην ντουλάπα μου; Εμείς πότε θα παντρευτούμε, είδες τον Κωστάκη της κυρά-Μαρίας; Μήπως τελικά είναι μια φάση που περνούν όλοι στη ζωή τους; Σαν το φανταρικό ή την εμμηνόπαυση; Ε; Είναι; Ερωτήματα πιο αναπάντητα κι από κλήσεις στυλ “άντε κατέβα τελείωνε”, όταν δεν είχαμε κάρτα στο κινητό.

Το “πότε” στα περισσότερα πράγματα βρίσκει απάντηση από το βιολογικό ρολόι της φύσης, που έχει δυνατό ξυπνητήρι και απενεργοποιημένη την επιλογή του snooze. Παιδιά, αθλητισμός (το τέλος στον αθλητισμό δηλαδή), δουλειά, αυνανισμός. Πολλά τα παραδείγματα. Το μόνο που δεν έχει βρει ακριβή απάντηση είναι το “πότε ξεκινά η φάση δείπνο με φίλους”, το απόλυτο reality check του είσαι μεγαλύτερος από ότι νομίζεις. Μην είναι τα 30; Μην είναι ο έγγαμος βίος; Μην είναι το φθινόπωρο που και ο δεύτερος της παρέας άφησε καράφλα; Μην είναι η παραμονή Χριστουγέννων που οι ανύπαντροι από περιζήτητοι και γλεντζεδες εργένηδες έγιναν “άχου τον μωρέ πες του να έρθει γιατί αν πάθει τίποτα τέτοιες μέρες θα τον βρουν από τη μυρωδιά οι γείτονες“.

Τέλος πάντων έγινε και δεν έγινε θα γίνει. Φασούλα “δείπνο με φίλους”, που ξεκινά ύπουλα με το “φαγητό με φιλικό ζευγάρι”, το οποίο εμείς παλαιότερα αποκαλούσαμε “Τετράτζε”. Λέξη που προκύπτει από την λέξη τετράδα και έχει ρίζα από το Βελοσπίρι της Γεωργίας, όπου γεννήθηκαν και μεγάλωσαν τα άσπρα μπούτια του παλιού παίκτη του ΠΑΟΚ. Τι θα κάνεις σήμερα; Θα βγω για φαγητό με φιλικό ζευγάρι. Το λες και γεμίζει το στόμα σου. Βέβαια, από την άλλη νομίζω ότι συρρικνώνονται και τα @@ σου, αλλά εντάξει δεν είμαι και γιατρός.

 

Σιγά-σιγά χρησιμοποιείς φράση όπως “κουμπαράκια” και βρίσκεσαι να περνάς τα βράδια σου σε σπιτικά δείπνα, με ένα μπουκάλι κρασί στο χέρι. Όπου κάποιος φοράει ζιβάγκο. Χωρίς να είναι ο Ανδρέας Παπανδρέου ή ο Κάπτεν Χάντοκ, διαπίστωση που συνιστά πρόβλημα. Αφενός γιατί τι πιο γαμάτο από το να φας μαζί με τον Κάπτεν Χάντοκ και να φωνάζει “κρετίνοι” με όλο του το είναι και αφετέρου γιατί ζιβάγκο. Μόλις κάτσεις στο τραπέζι σου έρχεται στο μυαλό το τηλεοπτικό κλισέ. Αν έχεις δει το Black Mirror θα καταλάβεις ότι είναι σαν να κάνεις play back την ανάμνηση και θα θυμηθείς ότι σ’ εκείνο το επεισόδιο με το τσιπ πίσω από το αυτί, είχε και πάλι ένα τέτοιο δείπνο και θα σκεφτείς βρε τον μπαγάσα τι μας σκάρωσε πάλι. Αν δεν το έχεις δει α) δες το και β) κούνα το κεφάλι, σφίξε λίγο στόμα και μάτια, ότι τάχα θυμάσαι και θα ‘ναι σαν να το έχεις δει, δεν θα καταλάβει κανείς τη διαφορά.

What time is it? Ώρα για αράδιασμα στερεοτύπων, η αγαπημένη μου στιγμή της ημέρας (καλά κατάλαβες δεν με καλούν ούτε καν σ’ αυτά τα δείπνα). Λοιπόν, σύμφωνα με κινηματογραφικό σενάριο το δείπνο περιλαμβάνει (ΟΚ) φίλους, ενδεχομένως – δεν πάει με τον standar εξοπλισμό – και κάποιον τύπου συνάδελφο, τύπου φίλο που δεν τον ξέρουν όλοι. Σαν τον Μπραντ Πιτ στο αντίστοιχο επεισόδιο Friends σαν να λέμε, αλλά στο λιγότερο άσχημο και σαφώς με πολύ λιγότερα παιδιά. Συνεχίζουμε: έχει φαγητό, έχει αστεία για το φαγητό και έχει κρασί γιατί – τι γιατί -γιατί το “Δείπνο Ηλιθιών” είναι γαλλικό. Ίσως να υπάρχει και άλλη εξήγηση, αλλά δεν μου έρχεται τώρα. Από εκεί και πέρα αυτό που υπάρχει πάντα σε όλα τα αντίστοιχα δείπνα της μεγάλης οθόνης είναι ο τύπος με το μαλλί. Δεν είναι κοτσίδα, αλλά είναι “μαλλί”. Τύπου Παπακαλιάτης, αλλά στο Πρώτο Αίμα.

Αν διαβάζεις αυτό το αστείο και δεν είσαι ο Θέμης Καίσαρης τότε το σκέφτηκα μόνος μου. Αν είσαι ο Θέμης τότε μπας σε καλό σου Θέμη, καλό…

Είχαμε αυτή την συζήτηση στην κουζίνα της 24 Media, εκεί όπου έχουν προκύψει περισσότερα θέματα για το Oneman από οποιοδήποτε άλλο σημείο της πόλης, συμπεριλαμβανομένης και της αίθουσας συσκέψεων. Η συζήτηση πήγε αν θυμάμαι καλά κάπως έτσι:

-Ξέρεις σ’ αυτά τα έργα υπάρχει πάντα κάποιος με μαλλί.

-Όντως.

-Είμαι σίγουρος ότι θα υπάρχει και ένας με μαλλί και σ’ αυτό το καινούργιο που βγήκε.

-Λες;

(Ο βαρύς σαν μολύβι είμαι εγώ, ο άλλος που είναι ένα τσικ πιο ομιλητικός είναι ο Θέμης μας.)

-Δεν θα ήταν ταινία με δείπνο αν δεν είχε.

Λίγα google search μετά:

 

Ταν

Ταν

Ταν

 

Ένοχος.

Γιάννος Περλέγκας. Και Γιάννος και Περλέγκας. Ούτε καν Τερλέγκας.

Σημείωση εκ της διευθύνσεως (διαβάζεται πάρα πολύ γρήγορα): Η διεύθυνση του Oneman.gr δεν εκφράζεται, ούτε συμφωνεί με τις απόψεις του συντάκτη. Στηρίζουμε τον ελληνικό κινηματογράφο και τον Γιάννο Περλέγκα)

Επιστροφή στη μεγάλη οθόνη: το δείπνο κυλάει και μέχρι να φτάσουμε στο γλυκό κάποιος έχει αποκαλύψει φόνο, μοιχεία, ή φαινόμενα ενδοοικογενειακής βίας. Αλλά όχι, μην φάνε απλά και πάνε σπίτια τους. Ενώ, τα δικά μας, τα αληθινά; Τίποτα. Το cliffhanger στοιχείο της βραδιάς είναι αν θα έχει φέρει κανείς προφιτερόλ. Και οι ματιές δεν κρύβουν ούτε λαγνεία, ούτε μίση, ούτε πάθη, ούτε ένοχα μυστικά. Δυστυχώς. (Ή ευτυχώς, ανάλογα σε ποια πλευρά του τραπεζιού κάθεσαι).

Όσο για τις συζητήσεις; Μεγαλίστικες. Αυτές που ακούγαμε μεγαλώνοντας και τρέχαμε στο σαλόνι για να προπονήσουμε τις αεροκλωτσιές μας. Τώρα είμαστε εμείς οι “μεγάλοι”. Σεις, σας και κόκκινο κρασί να ρέει. Ούτε πιάτο μόνο με πατάτες δεν μπορούμε να βάλουμε πλέον. Ευτυχώς για τη δική μου γενιά δεν υπάρχει (ακόμα) το διπλανό τραπέζι με μικρούς, γιατί είμαι ένα τσακ πριν το “εγώ θα πάω να κάτσω με τη νεολαία”. Επόμενο στάδιο; Σάββατο βράδυ με Παπαδόπουλο και “Στην Υγειά μας”.

 

Πως την πατήσαμε έτσι;