OPINIONS

Είναι αυτός ο θάνατος των περιοδικών;

Στο ΟΝΕΜΑΝ δεν γράφουμε επικήδειους  για τα περιοδικά. Όχι μόνο από  σεβασμό, αλλά και από άποψη.

“Οι εκδόσεις σε tablet θα διασφαλίσουν το μέλλον μας και πρέπει να είμαστε πολύ δραστήριοι σε αυτόν τομέα, ώστε αυτό να γίνει πραγματικότητα” δήλωνε πριν από μερικούς μήνες, ο εκδότης του αμερικανικού GQ, Jamie Bill, με τον digital director της Conde Nast, της μεγαλύτερης εκδοτικής εταιρίας στον πλανήτη των περιοδικών, με 124 τίτλους παγκοσμίως, να στέκεται δίπλα του και να τον κοιτάζει με βλέμμα που συμφωνούσε μαζί του. Όμως, όπως και στον Αστερίξ, η Ελλάδα αντιστέκεται, σαν γαλατικό (στην καλύτερη) χωριό.

 

Οι τίτλοι τέλους (έστω και με τις  μεταφορές περιοδικών σε άλλους Ομίλους, όπως οι Αττικές Εκδόσεις) των Εκδόσεων Λυμπέρη, ήρθαν να επιβεβαιώσουν το φόβο που γεννήθηκε, όταν “πέθανε” η ΙΜΑΚΟ του Πέτρου Κωστόπουλου. Δηλαδή, ότι παρότι όλα τα προηγούμενα χρόνια, τα ελληνικά περιοδικά (ειδικότερα από αυτές τις δύο εταιρίες) δέχονταν επαίνους από τις διεθνείς εκδόσεις, με αποτέλεσμα ΙΜΑΚΟ και Liberis να συνάπτουν συμφωνίες με την Time Inc. (Instyle) και την Conde Nast (Vogue), η οικονομική κατηφόρα που μπήκαν αμφότερες από το 2008 και μετά, δεν είχε γυρισμό.

Περασμένα μεγαλεία. Τώρα, στο περίπτερο, δεν υπάρχει περιοδικό  ούτε για δείγμα. Ειδικότερα αν είσαι  άντρας, οι επιλογές σου είναι, είτε να αγοράσεις τη δεύτερη εποχή του Esquire ή να πάρεις κάνα τσοντοπεριοδικό για τις κρύες νύχτες του χειμώνα. Πέρα από τον αργό και βασανιστικό θάνατο αυτής της χώρας, είναι δεδομένο ότι αυτή η γενιά θα γίνει μάρτυρας στο τέλος των περιοδικών, τουλάχιστον τα περιοδικά όπως τα ξέραμε. Και η αλήθεια είναι ότι, ειδικοί, μη ειδικοί και απλοί λάτρεις του ξεφυλλίσματος προσπαθούν να δώσουν απαντήσεις στο “τι έγινε και δεν έχουμε σελίδα να κλάψουμε;”.

Θα μπορούσε να γίνει ολόκληρη επιστημονική μελέτη, για το πώς η Ελλάδα έφτασε να έχει 2000 τίτλους μια εποχή (κάπου εκεί στις αρχές της προηγούμενης δεκαετίας) και μέσα σε τρία χρόνια (προς το τέλος της δεκαετίας και μετά), ο χώρος έγινε κρανίου τόπος. Δουλειές χάθηκαν, λεφτά εξανεμίστηκαν, χρέη διογκώθηκαν και όλα αυτά με σχεδόν συνοπτικές διαδικασίες. Η αλήθεια είναι ότι, η αγορά δεν άντεξε, ούτε τα πολλά περιοδικά (για παράδειγμα, κάπου στο 2006, υπήρχαν τουλάχιστον 5 premium ανδρικά περιοδικά με το μερίδιο αγοράς να μη φτάνει ούτε για τα δύο), ούτε το ότι πολλοί τίτλοι έβγαιναν χωρίς επιχειρηματικό πλάνο και με την αγορά ήδη σκασμένη. Ποιος λόγος να θες να βγάλεις περιοδικό για celebrities όταν έχεις άλλα δύο ήδη μέσα στην εταιρεία και γιατί να βγάλεις έστω και ένα, όταν ήδη στο περίπτερο τα μανταλάκια είναι καπαρωμένα;

 

Όμως, πέρα από το πόσα περιοδικά  ήταν κρεμασμένα με μανταλάκια στα  περίπτερα, το θέμα ήταν και πως υποδέχθηκε ο χώρος τη νέα εποχή των  New Media. Και αν στις ΗΠΑ, τα αρχικά χαστούκια στις πωλήσεις του 2009 και του 2010, το 2011 άρχισαν να γίνονται ελαφρά χαμόγελα (η πρώτη στις πωλήσεις μειώθηκε, οι συνδρομές αυξήθηκαν, ενώ το app Newsstand στο Apple Store έχει βοηθήσει για παράδειγμα το GQ να αυξήσει τη συνολική κυκλοφορία του κατά 10% τον τελευταίο χρόνο).

 

Στην Ελλάδα, ενώ οι πωλήσεις και τα διαφημιστικά έσοδα έπεφταν κάθε μήνα, ήταν ελάχιστες οι διέξοδοι προς το μέλλον. Το internet θεωρήθηκε εχθρός και όχι σύμμαχος (σε αντίθεση πάλι με τα ξένα περιοδικά που άνοιξαν τις μηχανές και τους servers, π.χ. το Esquire ή το GQ), το iPad χαρακτηρίστηκε αρχικά “καλό για να παίζεις κάνα παιχνιδάκι”, ενώ η έννοια “συνδρομές” ήταν πάντα άγνωστη για τη χώρα μας, όταν στις ΗΠΑ αποτελεί σχεδόν το 90% των σταθερών εσόδων μια έκδοσης (άρα ξέρεις τι να περιμένεις κάθε μήνα ως έσοδα).

Και φυσικά, στο γενικότερο πλαίσιο, την ώρα που ο μέσος αναγνώστης είχε και έχει να αντιμετωπίσει τους μικρότερους (ή ακόμη και τους καθυστερημένους ή ανύπαρκτους) μισθούς του, το να δώσεις 4 και 5 ευρώ για να αγοράσεις ένα περιοδικό, έγινε ανέκδοτο. Οι τιμές των περιοδικών ακολούθησαν τη γενικότερη φιλοσοφία της χώρας, ότι δεν πέφτουν ούτε με προεδρικό διάταγμα. Πιθανότατα η μικροοικονομία της κάθε εταιρίας, να έβλεπε την οποιαδήποτε μείωση στην τιμή ως απώλεια εσόδων, αλλά σε βάθος χρόνου η χασούρα ήταν πιο μεγάλη, αφού το αναγνωστικό κοινό γυρνούσε την πλάτη του προς τα περιοδικά και έβαζε στο πατάρι τις συλλογές με τις οποίες μεγάλωσε.

 

Και πέρα από όλα τα προηγούμενα, υπήρχε και η διάσταση απόψεων, τα θέματα που δεν ταίριαζαν με τη ζωή που πλέον μας έδωσαν και το γεγονός ότι το να είσαι χλίδας έγινε συνώνυμο με το να είσαι καραγκιόζης. Τα “καλύτερα πούρα, για να αράξεις στο μπαλκόνι σου” έπρεπε να μπουν στο χρονοντούλαπο της ιστορίας πολύ νωρίτερα και με συνειδητή απόφαση και όχι να φτάσουν στο σημείο να αποτελούν τη μύγα μέσα στο ληγμένο γάλα της ελληνικής οικονομίας. Άλλωστε, όλοι αναγνώστες είμαστε, είτε δουλεύουμε στα media, είτε απλώς τα καταναλώνουμε, συνεπώς θέλουμε αυτό που διαβάζουμε να αντικατοπτρίζει την πραγματικότητα, ειδικότερα τώρα που τα “όνειρα” είναι άπιαστα.

Η ΙΜΑΚΟ και η εταιρεία Lyberis δεν είναι οι μόνες εταιρείες περιοδικών που έκλεισαν. Τα τελευταία χρόνια, είναι εκατοντάδες οι τίτλοι που κατέβασαν ρολά, αλλά ελάχιστοι το πήραν χαμπάρι, ίσως γιατί αυτές οι δύο εταιρίες εκτός του ότι άλλαξαν όντως τα δεδομένα στον ελληνικό περιοδικό Τύπο (και σε επίπεδο φιλοσοφίας, αλλά κυρίως σε επίπεδο και ειδικότερα η ΙΜΑΚΟ, αφού η Liberis ήταν πάντα περισσότερο της εικόνας) ήταν και οι λεγόμενες Lifestyle, της πιο παρεξηγημένης έννοιας.

 

Στο ΟΝΕΜΑΝ, είναι η αλήθεια, αγαπάμε  τα περιοδικά και δεν ντρεπόμαστε να το πούμε. Από το Μίκυ Μάους που διαβάζαμε μικροί, μέχρι τις εκδόσεις που βγάζει το Grantland και ο Δημητρόπουλος τις περιμένει στην πόρτα του σπιτιού του κάθε τρεις μήνες για να τις ξεφυλλίσει και κυρίως να τις διαβάσει. Όμως, και τα πιο όμορφα περιοδικά, όμορφα καίγονται και το θέμα είναι, αν υπάρχουν στάχτες για να αναγεννηθούν. Οι εποχές αλλάζουν, οι ανάγκες μεταμορφώνονται και ο αναγνώστης των 90s δεν έχει καμία σχέση με αυτόν που καταβροχθίζει δεκαπλάσιο όγκο πληροφορίας στις μέρες που ζούμε.

Συμπερασματικά; Η φράση “τα περιοδικά πέθαναν” δεν είναι 100% ακριβής με την πραγματικότητα. Και ο Batman είχε “πεθάνει”, αλλά ήρθε ο Nolan και του άλλαξε τα φώτα, τον έκανε συμβατό με την εποχή μας και όλοι έτρεχαν να τον δουν, ακόμη και αν ήξεραν την ιστορία του.