Ένα τελευταίο κρίνο για τον Θάνο Ανεστόπουλο
- 5 ΣΕΠ 2016
Είναι οι πολύ αρχές των 00s και κάθομαι σε ένα μολυσμένο σκαλάκι απέναντι από το An Club. Είναι Οκτώβριος, η πρώτη φορά που θα δω τα Κρίνα live και στη Σολωμού γίνεται το αδιαχώρητο. Ο Χρήστος, (ένας είναι ο Χρήστος, όποιος έχει δει τουλάχιστον μια φορά τα Κρίνα ξέρει ποιος είναι ο Χρήστος που αλωνίζει χωρίς μπλούζα από κάτω) σταματάει τα διερχόμενα αυτοκίνητα και ψάχνει έναν Γιάννη. Κοιτάει τους οδηγούς, τους συνοδηγούς, κοιτάει τα πίσω καθίσματα, Γιάννης πουθενά. Μεταξύ μας, και Γιάννη να σε λέγανε, δε θα το μαρτυρούσες έτσι αλαφιασμένος που ήταν ο Χρήστος. Είναι η δεύτερη φορά που γράφω αυτήν την ιστορία και σίγουρα θα την έγραφα και τρίτη.
Και μετά άρχισε η συναυλία. Και ο βαρύτονος Θάνος έλεγε τη ‘Φαρμακωμένη’ και ο Χρήστος ήταν ακριβώς από κάτω του και τον κοίταζε σαν θεό. Σαν κεράκι που έλιωνε. Αν με λέγανε Γιάννη, θα πήγαινα επιτόπου πια και θα του ‘λεγα, “εδώ είμαι, έμαθα ότι με ψάχνεις”.
Όπως έγραψα στο παρελθόν, ακουσίως και προφανώς άκακα, ο Ανεστόπουλος υπήρξε ένας μικρός σαμποτέρ κάμποσων καλοκουρδισμένων συναυλιών των Διάφανων Κρίνων. Αρκετοί στίχοι ξεχασμένοι, αρκετά αφοπλιστικά “συγχωρήστε με, αλλά δεν το θυμάμαι ολόκληρο”, αρκετό ‘σπάσιμο’ στην μπάντα που το ξανάπαιρνε απ’ την αρχή. Αλλά κακά τα ψέματα. Πολύ πριν από συνεπής φρόντμαν, έφηβος ροκαμπιλάς, στιχουργός-ποιητής των Κρίνων, ο Θάνος ήταν (‘είναι’ έγραψα αρχικά) και θα είναι για πάντα μια από τις πιο ιδιαίτερες, sui generis φωνές που ακούστηκαν ποτέ σε ηχείο. Όχι στην Ελλάδα. Παντού. Και για όσους το πήραμε από την αρχή, αυτή η φωνή που έσκαγε στο “Ξέρω πως θα ‘ρθει και δεν θα ‘μαι όπως είμαι” γέμιζε το δωμάτιο, το σπίτι, γέμιζε το μέσα σου. Και το γεμίζει ακόμα. Δεν είναι κάτι που περιγράφεται με λέξεις.
Το βράδυ της Κυριακής έλαβα ένα πολύ συγκινητικό και μακροσκελές μέιλ από έναν αναγνώστη που ένιωσε την ανάγκη να μοιραστεί μαζί μου μια προσωπική του ιστορία με επίκεντρο τον Θάνο. Του ζήτησα την άδεια να δημοσιεύσω ένα κομμάτι του μέιλ και ακολουθούν μερικές ενδεικτικές παράγραφοι:
“Ο Παντελής έγραφε κι ο Θάνος εκτελούσε, όταν δεν έπαιρνε κι αυτός το μπαζούκας του για να μιλήσει για Άγρια Μέλια και Άντρες μόνους. Η μύηση έδωσε την θέση της στην αγάπη και δεν μου πήρε πολύ να αγαπήσω τον Θάνο και τα Διάφανα κι ας μην είχα αξιωθεί να πάω ποτέ σε συναυλία λόγω των πολλών χιλιομέτρων. Τον είχα όμως πάντα δίπλα μου, όπως θα είχα και τον κολλητό μου, όπως θα είχα και τον μπάρμαν του μαγαζιού που εκτελούσε και χρέη εξομολόγου σε όσους δεν ανδρώθηκαν με την Ορθόδοξη πίστη, όπως ίσως και να ήθελα να είχα τον πατέρα μου.
Ο Θάνος ήταν εκεί, δεν με απογοήτευσε, δεν κουράστηκε να τραγουδάει για μένα και να μου δίνει κουράγιο ή να με βοηθάει να βρίσκω νόημα στην ζωή. Το έργο το δικό του και των Διάφανων έγινε σημαία μου κι ελπίδα. Άρχισα σιγά σιγά να καταλαβαίνω για τι πράγμα μιλούσαν, τι ήθελαν να πάρει ο κόσμος από την πορεία τους. Και για να τους ευχαριστήσω άρχισα να ρουφάω κάθε τι Διάφανο που έβρισκα στο ίντερνετ και να το περνάω στο πάνθεον του μικρόκοσμου μου.
Κι εχθές όταν διάβασα για τον θάνατο του, δεν έκλαψα. Βούρκωσα, ένιωσα τα γόνατα μου να κόβονται λες και διάβασα για τον θάνατο του μόνου γήινου δασκαλου που αγαπησα, αλλά δεν έκλαψα γιατί ο Θάνος δεν θα ήθελε να κλάψω. Θα ήθελε να αγωνιστώ και να συμβάλλω στα όσα ξεκίνησε ή στα όσα αποτέλεσε κι αυτός μέρος”.
~~~
Είναι αλλιώς να νιώθεις την ανάσα του άλλου. Το ξέρω, κάθε μικρό ή μεγάλο κεράκι στην άμμο του ‘οι ήρωές μου είναι καλύτεροι από τους δικούς σου’ είναι καταδικασμένο να σβήσει, είτε μόνο του είτε βίαια απ’ το χέρι της ματαιότητας. (Να, είδες τι μου συμβαίνει. Γράφω για τον Θάνο και ξεφυτρώνουν ποιητικά αγριόχορτα. Ωχ. Να το πάλι!) Αλλά κοίτα τι γίνεται. Είναι αλλιώς να νιώθεις την ανάσα του άλλου. Είναι αλλιώς να φεύγει κάποιος που είδες δέκα φορές από κάτω και άπειρες στην άκρη της μπάρας του αγαπημένου του μπαρ, ντυμένο στα μαύρα και πιο σοφό απ’ όλους.
Είναι πιο οδυνηρό, γιατί είναι πιο προσωπικό. Θα δακρύσω αν πεθάνει ο Μόρισεϊ, αλλά εντάξει παιδιά, δεν θα είμαι πέντε μέρες με σφιγμένο το στομάχι. Αλλοπαρμένος είμαι κι εγώ, αλλά υπάρχει κι ένα όριο στον πλασματικό θρήνο για σούπερ ήρωες που δε γνωρίσαμε ποτέ.
Τον έζησα από σχετικά κοντά τον Θάνο. Από διακριτική απόσταση. Ας πούμε ότι ήμουν πολύ φίλος με δυο τρεις πολύ φίλους του. Οπότε τον συνάντησα πολλές φορές, αλλά από απόσταση. Δεν μ’ ένοιαζε μη χαλάσω το μύθο, δεν πιστεύω καθόλου αυτά τα ‘μη γνωρίσεις τύπους που θαυμάζεις ή που σημάδεψαν εσένα και κάποια από τα χρόνια σου’. Απλά δεν έβρισκα το λόγο να εισβάλλω στο πεδίο του.
Τα Κρίνα, ή τουλάχιστον ο Θάνος και ο Παντελής που τράκαρα κάθε τόσο στο κέντρο, δεν είχαν να σπάσουν κανέναν τέταρτο τοίχο. Οι στίχοι, η ποίηση που έγραψαν ήταν ο εαυτός τους. Δεν επρόκειτο για άλλους δυο ιμιτασιόν που λέει και η Τζένη Μαστοράκη στη δεύτερη μετάφρασή της για τον Φύλακα στη Σίκαλη. Ήταν αυτό που έλεγαν οι στίχοι τους. Ονειροπόλοι, ανεπιτήδευτα σκοτεινοί, κανονικοί άνθρωποι, όχι σταρ, αλλά όχι και κανονικοί άνθρωποι τώρα που το σκέφτομαι. Ποιητές, αλλά όχι λούμπεν ποιητές. Ούτε ξενέρωτοι. Ποιητές με πάθη, με ποτά, ποιητές με ύλη, απτή ύλη, κανονικό περιεχόμενο, όχι ποιητές για να γαμήσουν. Τέλος πάντων, νομίζω ότι συνεννοηθήκαμε.
Αν υπάρχει κάτι που με τάραξε πέρα από τα προφανή όταν ο Θάνος μοιράστηκε δημόσια την αρρώστια τον περσινό Μάιο, ήταν η σταθερή σκέψη για τον θάνατο που έρχεται κατάφατσα. Εννοώ, όλοι ξέρουμε ότι θα πεθάνουμε μια μέρα, αλλά τι συμβαίνει όταν μαθαίνουμε ότι θα πεθάνουμε πεθάνουμε; Η μορφή του καρκίνου ήταν επιθετική, τα γόνατα κόπηκαν δύο φορές δηλαδή και μετά; Μετά, ο Θάνος έζησε σε εκκωφαντική αντιστοιχία με την ποίησή του. Δεν κρύφτηκε, δεν απογοητεύτηκε, έζησε το δώρο της ζωής, όσο δώρο του απέμενε. Έγραψε ποίηση, έγραψε τραγούδια, τραγούδησε, ανέβηκε στη σκηνή της Τεχνόπολης για δύο απ’ τα απριόρι πιο αλησμόνητα live που θα δει κανείς σε ολόκληρη τη ζωή του.
Μπορεί να βαριέσαι τα Κρίνα, τους στίχους, μπορεί να μην ξέρεις ποιος είναι ο Θάνος για τον οποίο μιλάμε τόση ώρα, αλλά αδερφάκι μου, αυτή η αντιμετώπιση του Mοιραίου είναι μάθημα και θησαυρός μαζί.
Ο Θάνος δεν χωρούσε σε ένα σώμα. Το αγάπησε, το μίσησε, το παραμέλησε, το φρόντισε. Και τώρα είναι ελεύθερος.
~~~
Είναι 2016, οι πρώτες μέρες του Σεπτέμβρη και στέκομαι στο λουλουδάδικο έξω απ’ το νεκροταφείο του Αγίου Βασιλείου στο Περιστέρι. Κόσμος μπαίνει και κόσμος βγαίνει. “Κρίνα ή τριαντάφυλλα;” ρωτάει η ιδιοκτήτρια έναν ταλαιπωρημένο 60άρη που περνάει δίπλα μου. Εκείνος δεν της απαντάει, είναι αφηρημένος. Η κυρία γυρίζει προς το ταμείο και μονολογεί. “Να, σας ρώτησα γιατί είναι ένα παιδί μέσα, 49 χρονών ήτανε, και είχε ένα συγκρότημα, ‘Κρίνα’ λέει το λέγανε, και όλοι κρίνα παίρνουνε σήμερα”.
(κεντρική φωτογραφία από το beater.gr)
“Το άψυχο κορμί μου αγκαλιάζω
Το χέρι σφίγγω με το χέρι μου
Μα σαν δεν νιώθω τίποτα ουρλιάζω
Δεν είναι ζωντανό το ταίρι μου”
Λιώνοντας μόνος, Μουσική: Διάφανα Κρίνα, Στίχοι: Θάνος Ανεστόπουλος