Ένας Αντετοκούνμπο που δεν ανήκει στους Έλληνες
Καμιά φορά, ένα παιδί μεταναστών, για να επιβιώσει στην Ελλάδα, πρέπει απλά να γίνει ο καλύτερος μπασκετμπολίστας στον κόσμο.
- 26 ΙΟΥΝ 2019
Όλοι το περιμέναμε αλλά η αλήθεια είναι ότι είναι διαφορετικό το να το περιμένεις από το να το δεις να συμβαίνει. Ο Γιάννης Αντετοκούνμπο είναι ο ΜVP της regular season του NBA. Τη στιγμή που γράφω αυτές τις γραμμές λογικά το έχετε ακούσει τόσο πολλες φορές που όχι μόνο το έχετε χωνέψει, μπορεί να και να σας έχει κουράσει. Κι όμως δεν είναι και λίγο. Ο Aντετοκούνμπο πήρε το βραβείο του καλύτερου μπασκετμπολίστα της regular season στο κορυφαίο πρωτάθλημα του πλανήτη.
Και είναι ωραία αυτά τα συγκινητικά, οι λόγοι περηφάνιας και όλα αυτά αλλά υπάρχουν φορές που μπορεί κιόλας να τα βλέπεις και να στραβώνεις, να νευριάζεις και στο τέλος να αηδιάζεις με όλη αυτή την πλημμύρα δακρύων των συγκινημένων. Ο Γιάννης Αντετοκούνμπο δεν ανήκει σε όλους τους Έλληνες. Δεν το εννοώ με την έννοια του ότι η επιτυχία είναι αποκλειστικά δική του. Αυτό ισχύει σχεδόν για κάθε αθλητή, ειδικά στην Ελλάδα με τις μηδαμινές υποδομές. Ο Γιάννης Αντετοκούνμπο δεν ανήκει σε όλους τους Έλληνες, γιατί κάποιοι μέχρι πριν λίγα χρόνια δεν του αναγνώριζαν καν το δικαίωμα να αυτοαποκαλείται Έλληνας, όπως τώρα δεν μπορούν να δεχτούν το Ελληνονιγηριανός.
Και το σημαντικό εδώ είναι να σκεφτούμε λίγο παραπάνω τι θα πει να δίνουμε σε κάποιον το δικαίωμα να αυτοαποκαλείται ‘Ελληνας. Να σκεφτούμε πώς πηδάνε τα χαντάκια της λογικής αυτοί που καταψήφισαν τον νόμο για την ιθαγένεια στους μετανάστες δεύτερης γενιάς και ταυτόχρονα νιώθουν υπερήφανoι ως Έλληνες όπου σταθούν και όπου βρεθούν για το γεγονός ότι ένας Έλληνας είναι ο καλύτερος στον κόσμο. Εξάλλου, αυτή η συμπεριφορά φυσικά δεν είναι καινούργια αλλά παρατηρείται ως σκεπτικό από τη δεκαετία του ‘90 και τις επιτυχίες σε αθλήματα -κυρίως στην άρση βαρών- όπου οι ‘λαθρομετανάστες’ και οι ‘αλλοδαποί’ έπαιρναν το ένα χρυσό μετά το άλλο, την περίοδο που στηνόταν η αναπαραστατική σύνδεση του μετανάστη με τον εγκληματία.
Πριν λίγους μήνες υπήρχε το παράδειγμα του Μαμουντού Γκασάμα, ενός παράτυπου μετανάστη που σκαρφάλωσε 4 ορόφους για να σώσει ένα μωρό που κρεμόταν από ένα μπαλκόνι, για να του αναγνωριστεί -μόνο τότε- το δικαίωμα να αυτοαποκαλείται Γάλλος. Ο Μαμαντού Γκασάμα έπρεπε να γίνει ο σπάιντερμαν, για να του συμπεριφερθούμε σαν να είναι άνθρωπος. Ο Γιάννης Αντετοκούνμπο χρειάστηκε να πάει στο NBA και να γίνει ο MVP, για να μάθουμε να προφέρουμε το όνομά του. Ο Ζαχίρ έπρεπε να πάει στο Master Chef, για να ακούσουμε την ιστορία του.
(Photo by Chris Pizzello/Invision/AP)
Το να αρνείσαι σε κάποιον την ελληνική ιθαγένεια δεν είναι μόνο ζήτημα φυλετικό. Το πρότυπο του Έλληνα λευκού χριστιανού ορθόδοξου είναι σίγουρα πολύ ισχυρό, ακόμα και σήμερα, στη χώρα που τώρα μαθαίνει τι σημαίνει πολυπολιτισμικότητα. Ωστόσο, μαζί με αυτό, η αναγνώριση της ελληνικής ιθαγένειας σε έναν μετανάστη είναι ταυτόχρονα απόδοση βασικών δικαιωμάτων. Ο μετανάστης υπάρχει, αποκτά νομικό πρόσωπο. Ταυτόχρονα, βγαίνει από το το σπιράλ της περιθωριοποίησης στο οποίο είναι εγκλωβισμένος. Άλλωστε ο ρατσισμός, ειδικά σε αυτή τη νέα μορφή του, είχε μέσα του και το ταξικό πρόσημο: ο Αντετοκούνμπο που πουλάει cd στην Ομόνοια θα βιώσει τον ρατσισμό, θεσμικό ή καθημερινό, την ώρα που ο MVP Aντετοκούνμπο θα δέχεται την απεριόριστη αγάπη των πάντων (σχεδόν) εκεί έξω. Ο δεύτερος ανήκει σε όλους τους Έλληνες, ο πρώτος έπρεπε να περάσουν χρόνια ολόκληρα, για να μπορέσει νομικά να αντιμετωπίζεται ως Έλληνας.
Oι μετανάστες είναι η κατεξοχήν κοινωνική κατηγορία που εντάσσεται στον ‘Άλλο’. Νοούνται ως διαφορετικοί. Ένας μετανάστης, λοιπόν, “δεν είναι σαν εμάς” και οι διαφορές του με ‘εμάς’ τονίζονται με κάθε τρόπο: θρησκεία, χρώμα δέρματος, γλώσσα. Για να μπορέσει να ξεφύγει από αυτό το καθεστώς πρέπει να περάσει από το ‘διαφορετικός’ στο ‘μοναδικός’. Ο μετανάστης δεν έχει δικαίωμα να είναι ένας απλός καθημερινός άνθρωπός. Έχει μια ζαριά να ρίξει. Ή θα γίνει ο κορυφαίος ή θα μείνει στην περιθώριο. Ή θα σκορπίσει ρίγη εθνικής περηφάνιας ή θα του αρνούνται επιδόματα, επειδή δεν είχε Έλληνες γονείς. Δεν υπάρχει κάτι ενδιάμεσο.
Ποιο είναι, λοιπόν, το μοτίβο που στήνεται εδώ; Η ελληνική κοινωνία, μέσα από τη γραφειοκρατία, τη μαύρη συντήρηση και τον καθημερινό ρατσισμό, μέσω του οργανωμένου κράτους ή μέσω του τύπου που βρίζει στο μετρό, θα κάνει τα πάντα, για να αποτύχουν οι διάφοροι Αντετοκούνμπο που μένουν στη χώρα αυτή. Σε κάθε τομέα. Αν όμως ένας από αυτούς πετύχει. Αν κάτσει και βγει -από μόνος του φυσικά- κάποιος από αυτούς MVP στο NBA, τότε το ελληνικό κράτος και η ελληνική κοινωνία θα είναι εκεί. Θα τον βάζει σε διαφημίσεις. Θα συγκινείται με την προσωπική του ιστορία. Θα τον αναγνωρίζει ως Έλληνα. Θα πηγαίνει τα παιδιά του να τον δουν και δεν θα τα κρατάει από το χέρι από ενστικτώδη φόβο ότι θα τους τα αρπάξει. Θα τον κάνει σύμβολο επιτυχίας και αυταπάρνησης. Θα δουν τον εαυτό τους μέσα από αυτόν.
Γιατί ο Αντετοκούνμπο είναι πια ένα σύμβολο και, όπως κάθε σύμβολο, λειτουργεί ως καθρέφτης για να κοιτάξουμε μέσα από αυτόν τη μούρη μας. Και πράγματι το success story του από τον Φιλαθλητικό στην κορυφή του NBA είναι χολιγουντιανό. Μαντέψτε όμως. Σε αυτό το χουλιγουντιανό σενάριο εμείς -και εννοώ το εμείς ως την ελληνική κοινωνία- δεν ήμασταν οι θεατές. Περισσότερο ήμασταν οι κακοί του πρώτου μισού της ταινίας που βάζαμε τα εμπόδια ή έστω οι κομπάρσοι που απλά πέρναγαν δίπλα από αυτούς που έβαζαν τα εμπόδια.
Τον ευχαριστούμε, λοιπόν, γι’ αυτά που πέτυχε. Όχι που κέρδισε το χθεσινό βραβείο, όχι που ο πιο γνωστός Έλληνας αυτή τη στιγμή στον πλανήτη, έχει αφρικανική καταγωγή. Τον ευχαριστούμε, γιατί αποτελεί ένα σύμβολο που, όσο και να προσπαθούν, δεν ανήκει σε όλους. Τον ευχαριστούμε επίσης γιατί για τις επόμενες γενιές, ένας Έλληνας με αφρικανική καταγωγή δεν θα χρειάζεται τις επεξηγήσεις, δεν θα χρειάζεται το πρόταγμα του βιώματος και την ‘ανθρωπιά’ μας για να αναγνωριστεί ως Έλληνας, όπως μέχρι τώρα απαιτούνταν. Είναι Έλληνας, όπως ήταν και οι Αντετοκούνμπο. Και αυτό είναι επιτέλους κάτι δεδομένο.
(Κεντρική Φωτογραφία: AP Photo/Morry Gash)