Επιτρέπεται (;) να μη σου αρέσει το Don’t Look Up
- 11 ΙΑΝ 2022
Στην προκειμένη περίπτωση έναν αστεροειδή-σύμβολο για την κλιματική κρίση που κατευθύνεται προς τη Γη, αλλά οι άνθρωποι έχουμε αποφασίσει πως έχουμε καλύτερα πράγματα να ασχοληθούμε
Ή είδες το άλλο Don’t Look Up. Δυόμισι ώρες της ζωής σου που δε θα μπορέσεις ποτέ ξανά να ανακτήσεις. Ένα δημαγωγικό σαράβαλο που ο Adam McKay έφτιαξε νιώθοντας πως, ως επόμενος Paddy Chayefsky, όφειλε να παραδώσει το επόμενο Network πυροβολώντας ανείπωτη σοφία σε όλους εμάς τους ανίδεους από ψηλά. Μία ιστορία που θεωρητικά προσπαθεί να σε αφυπνίσει αλλά είναι πολύ τσαντισμένη με το γεγονός ότι προσπαθεί ταυτόχρονα να σε διασκεδάσει, ξεχνώντας πως κατά πάσα πιθανότητα εκείνοι που επέλεξαν να τη δουν θα ήταν ούτως ή άλλως με το μέρος του μηνύματός της.
Εάν είναι ήδη κανείς γνώριμος με τους «πολιτισμικούς πολέμους» της τελευταίας εικοσαετίας, τίποτα στο Don’t Look Up δεν προκαλεί έκπληξη ή σκέψη, πέρα από το ερώτημα που τίθεται για τους πρωταγωνιστές και, εν τέλει, την ανθρωπότητα. Αξίζει να σωθεί κανείς τους από την αποκάλυψη; Είναι εν μέρει κι αυτό ένα βασικό συστατικό της ταινίας. Οι χαρακτήρες της είναι στημένοι για να χλευάζονται και να περιφρονούνται, με αρκετούς από αυτούς να σχεδιάζουν την επιβίωσή τους εις βάρος των πολλών.
Το Don’t Look Up έσκασε σα χειροβομβίδα μέσα στις γιορτές και, όπως εύστοχα σχολίασε ο Θοδωρής Δημητρόπουλος στο NEWS247, έγινε το νέο Joker. Μία αφήγηση δηλαδή που έχει πάρει διαστάσεις δυνατοτήτων αυτοπροσδιορισμού. Τη λάτρεψες; Τη σιχάθηκες; Τη βρήκες αδιάφορη; Όποια κι αν είναι η γνώμη σου πρέπει να αναλυθεί γιατί όλο και κάτι βαθύτερο θα σημαίνει για σένα, σχεδόν υποχρεωτικά.
Στο τέλος όμως, θα πεις, μία ακόμα ταινία είναι. Άρα σε τελική ανάλυση, χοντρά-χοντρά, το κύριο κριτήριο θα είναι οι καλλιτεχνικές της αρετές – σωστά; Nope!
Ο Adam McKay πριν το Don’t Look Up
Ενώ η ελληνική κριτική επεφύλασσε ζεστή υποδοχή για την ταινία του McKay, οι Αμερικανοί συνάδελφοι κυμάνθηκαν ως επί το πλείστον μεταξύ χλιαρής αντίδρασης και θαψίματος (το σκορ της ταινίας είναι 55% στο Rotten Tomatoes και 49% στο Metacritic). Για την ιστορία, προσωπικά δε βρίσκομαι ούτε στην πλευρά της ενθουσιώδους ανταπόκρισης, ούτε σε αυτή της απόλυτης καταβαράθρωσης. Γέλασα σε αρκετά σημεία της ταινίας – ο Jonah Hill ενσωματώνει τη φιλοσοφία της καλύτερα απ’ όλους, το “listen to the goddamn qualified scientists we really fucked it up, fucked it up this time” στο Just Look Up θέλει γλυκό Όσκαρ και το running gag για τον στρατηγό με τα τζάμπα σνακ με νίκησε – και αυτό θα πρέπει να είναι σίγουρα μία μονάδα μέτρησης στην κωμωδία, όμως το πρόβλημα με τον McKay είναι πως η σάτιρα στις ταινίες του δεν είναι ιδιαιτέρως αιχμηρή και, όσο περνούσε ο καιρός, μετατράπηκε σε εξοργισμένο κήρυγμα.
Στο Anchorman: The Legend of Ron Burgundy του 2004, το σκηνοθετικό ντεμπούτο του δημιουργού που από το 1995 έως το 2001 έγραφε για το Saturday Night Live, την κωμική εκπομπή-θεσμό στην αμερικανική τηλεόραση όπου τα βρήκε με τον Will Ferrell, ο χαρακτήρας του Steve Carell που είχε διαγνωστεί με νοητική υστέρηση από κάποιον γιατρό είχε καταλήξει να γίνει σύμβουλος του George W. Bush.
Εκείνη η ταινία είχε σχολιάσει τον σεξισμό και την τοξική αρρενωπότητα μέσα από καρικατούρες των ‘70s, και ήταν η πρώτη στην τριλογία Μέτριων Λευκών Ανδρών όπως ο ίδιος ο McKay ονομάζει χαϊδευτικά αυτήν, το Talladega Nights: The Ballad of Ricky Bobby και το Step Brothers που ακολούθησαν. Και εκεί οι λευκοί Αμερικανοί πρωταγωνιστές του συνέχισαν να αποτυγχάνουν χωρίς καμία συνέπεια στην ανοδική τους πορεία.
Στη συνέχεια ήρθε το υποτιμημένο The Other Guys με τον The Rock, τον Samuel L. Jackson, τον Ferrell ξανά και τον Mark Wahlberg. Κάπου εκεί μπορείς να αρχίσεις να τραβάς μία περίπου ευθεία γραμμή στην καριέρα του McKay, από τις slapstick καταβολές του μέχρι το Don’t Look Up. Ήταν μία απολαυστική κωμωδία εκείνη, εύχαρη και χαζοβιόλικη, με μία από τις πιο αστείες σκηνές σε spoof των 2010s (Rock, Jackson και Foo Fighters, θριαμβευτικός συνδυασμός). Στους τίτλους τέλους εκείνης της ταινίας όμως ο McKay είχε συμπεριλάβει μία σειρά γραφικών που εξηγούσε πώς λειτουργεί μία κομπίνα Πόνζι.
Η σκηνή δεν είχε έρθει από το πουθενά. Ο κακός του Other Guys ήταν ο Steve Coogan σε ρόλο εμπνευσμένο από τον Bernie Madoff, ένας τύπος που προσπάθησε να υπεξαιρέσει χρήματα από το συνταξιοδοτικό ταμείο της αστυνομίας της Νέας Υόρκης για να καλύψει τις παλιοδουλειές του. «Προσπαθούσα να κάνω ολόκληρη την ταινία μία αλληγορία για την οικονομική κρίση, αλλά όταν βγήκε το [The Other Guys] κανείς δεν ασχολήθηκε», είχε πει στο Little White Lies το 2020. Αυτή πρέπει να ήταν η αφορμή για να απογυμνώσει τις ταινίες του από τα περισσότερα στοιχεία που τις έκαναν καθαρόαιμες κωμωδίες και να αφοσιωθεί με πιο ξεκάθαρες γραμμές στον κοινωνικό σχολιασμό.
Η πιο επιτυχημένη αφηγηματικά σε αυτή την απόπειρα ήταν το The Big Short, αν και αυτές τις μέρες μοιάζει όλο και περισσότερο με ευτυχές ατύχημα. Δεν έχει μόνο φαν φυσικά το Big Short, όμως παραμένει καλό παράδειγμα ενός απολύτως mainstream Αμερικανού δημιουργού που χρησιμοποίησε τον κινηματογράφο, μία κατεξοχήν λαϊκή τέχνη, για να σχολιάσει τα δεινά των πολιτικοοικονομικών μας συστημάτων. Η ταινία είχε λειτουργήσει τόσο ως αποτελεσματικό explainer για την οικονομική κρίση του 2007/’08 μέσα από τεχνικές όπως το σπάσιμο του τέταρτου τοίχου με τη βοήθεια διάσημων αστέρων, όσο και ως δραματουργικά ικανοποιητική αφήγηση με χαρακτήρες που έμοιαζαν πάνω-κάτω με αληθινούς ανθρώπους.
Σε εκείνη την ταινία ο θυμός του McKay ήταν σαφής αλλά ελεγχόμενος, κυρίως ενσαρκωμένος από τον Mark Baum του Carell που γινόταν προοδευτικά «όλο και πιο έξω φρενών» (και αστειότερος, βασικό). Μπορεί να ένιωθε ήδη σωτήρας, όμως η κατανόησή του για την άγνοια του κοινού μπροστά στους δαιδαλώδεις, αφερέγγυους θεσμούς ήταν έκδηλη. Εκείνος και ο συν-σεναριογράφος της ταινίας Charles Randolph κέρδισαν Όσκαρ Διασκευασμένου Σεναρίου για το Big Short, και έτσι ο πρώτος μπήκε κι επισήμως στη λίστα των δημιουργών to watch για την Ακαδημία.
Κάπως έτσι μπήκε και το Vice στην τελετή του 2018 με 8 υποψηφιότητες, ανάμεσά τους και αυτή για Καλύτερη Ταινία (κέρδισε το βραβείο για Makeup and Hairstyling). Αλλά το buzz των βραβείων είχε κολακεύσει μία ταινία μονοδιάστατη και απλοϊκή. Ο McKay είχε επενδύσει πάρα πολύ στην εκστρατεία του. Ο θυμός και η αυταρέσκειά του είχαν μολύνει τη διαδικασία. Όσο επιδεικτικό κι αν ήταν το Big Short, τουλάχιστον ήταν τσαντισμένο εκ μέρους μας. Με το Vice και τώρα το Don’t Look Up ο McKay είναι τσαντισμένος με εμάς, ενώ οι άνθρωποι που βλέπουμε τις ταινίες του συμφωνούμε μάλλον ήδη μαζί του.
Τώρα φαίνεται πως πιστεύει ότι το κοινό χρειάζεται χιούμορ και διασημότητες για να δώσει προσοχή σε επείγοντα θέματα όπως η κλιματική κρίση, η ανηθικότητα της Big Tech, η περιφρόνηση των επιστημόνων και ο βομβαρδισμός φτήνιας από τα media, και το απεχθάνεται γι’ αυτό. Τώρα η προέλευση των επεξηγηματικών μονολόγων των σταρ στο Big Short μοιάζουν πιο πικροί και οι τίτλοι τέλους του Other Guys μοιάζουν με τα ψέματα της μάνας μου τα χρόνια του Δημοτικού, όταν μου έλεγε πως το αρνί ήταν κοτόπουλο μπας και το φάω.
Ο Adam McKay με την Jennifer Lawrence στο σετ του Don’t Look Up
Το πρόβλημα δεν είναι ότι ο McKay έχει θυμώσει. Έχει και έχουμε κάθε λόγο, και οι κωμωδίες μπορούν σίγουρα να είναι μισάνθρωπες και ταυτόχρονα πολύ καλές, όπως το Idiocracy ή το Dr. Strangelove που έχει ως αναφορές ο σκηνοθέτης στο Don’t Look Up. Ή δες πώς το Ατυχές Πήδημα ή Παλαβό Πορνό, μία από τις καλύτερες ταινίες του 2021, ήταν ακόμα πιο ζοφερό μέσα στην αγανάκτησή του αλλά χωρίς να στέκεται υπεροπτικά έξω από την κοινωνία που κοίταζε. Το πρόβλημα είναι πως ο McKay αντιμετωπίζει την ψυχαγωγία και τα σοβαρά ζητήματα του αληθινού κόσμου ως θεμελιωδώς διαχωρισμένα. Επιστρατεύει την πρώτη μήπως μας τραβήξει την προσοχή στα δεύτερα.
Στα παραπάνω συμφωνούν πολλοί κριτικοί – και οπωσδήποτε μέρος του κοινού αν κρίνουμε από την κουβέντα που έχει ανοίξει στα αμερικανικά αλλά και τα ελληνικά κοινωνικά δίκτυα – όμως ο αντίλογος σε αυτά υπονοεί ή και λέει ανοιχτά πως εάν δε σου άρεσε το Don’t Look Up, έχεις κάποια κρυφή ατζέντα. Για όσους ανήκουν στα αμερικανικά media που δεν το στήριξαν δε, η ιδέα είναι ότι το αντιπάθησαν γιατί σατιρίζει τους ίδιους.
Είναι ok να μη σου αρέσει το Don’t Look Up
Η Krystal Ball, Αμερικανίδα σχολιάστρια και συγγραφέας, έγραψε στο Twitter πως οι κριτικοί έθαψαν την ταινία γιατί ανήκουν στην ελίτ και το Don’t Look Up είναι ένα «ακριβές κατηγορητήριο για τη δυστοπία που συν-δημιούργησαν». Όταν ο κριτικός του Variety και του Guardian, Guy Lodge, έγραψε πως πριν αποκαλέσει κανείς τους κριτικούς «ελίτ» πρέπει πρώτα να τους ρωτήσει πόσα παίρνουν, μία εξόχως εξωφρενική απάντηση που έλαβε ήταν πως οι θάνατοι του Gene Siskel και του Roger Ebert (δύο θρυλικοί Αμερικανοί κριτικοί που συνεργάζονταν επί δεκαετίες στην τηλεόραση ως Siskel and Ebert) δεν ήταν τυχαίοι.
«Και οι δύο πέθαναν φρικτά σα να τους είχε καταραστεί ο Θεός».
Το Forbes δημοσίευσε ένα άρθρο με τίτλο “Γιατί οι χλευαστικοί κριτικοί αντιπαθούν το Don’t Look Up του Netflix, αλλά οι επιστήμονες του κλίματος το λατρεύουν”.
«Οι κριτικοί φαίνεται να ανησυχούν ότι η ταινία κοροϊδεύει τους ανθρώπους – και ότι ίσως να είναι οι ίδιοι μεταξύ των στόχων της», γράφει σ’ αυτό ο David Wetter. «Δεν είναι σαφές με ποιους χαρακτήρες ταυτίζονται αυτοί οι προσβεβλημένοι γραφιάδες ή για ποιανού τον λογαριασμό προσβάλλονται, αλλά η ταινία έχει ξεκάθαρα πληγώσει συναισθήματα. Γιατί οι κριτικοί – μία κοινότητα που δεν επιδόθηκε ποτέ σε σνομπισμό ή αλαζονεία – αισθάνονται ότι τους πατρονάρουν; Ίσως πιστεύουν ότι θα ήταν καλύτεροι φορείς επικοινωνίας για το κλίμα από τους κινηματογραφιστές».
Είναι λίγες αλλά αντιπροσωπευτικές αντιδράσεις της δημόσιας συζήτησης που συμβαίνει τις τελευταίες ημέρες, αλλά ας δούμε αυτές των ίδιων των δημιουργών.
Ο David Sirota, ο δημοσιογράφος που έγραψε μαζί με τον McKay το σενάριο αφού του έδωσε την ιδέα του κομήτη, έκανε retweet ένα άρθρο με τίτλο «Όσοι ασκούν κριτική στο Don’t Look Up χάνουν όλο το νόημα» και αργότερα έγραψε πως «δεν είσαι έξυπνος όταν γελάς με ανθρώπους που προσπαθούν να διορθώσουν πράγματα… Αυτή η κουλτούρα χλεύης είναι μέρος όσων σκοτώνουν τον κόσμο».
Ο McKay συμπλήρωσε στη συζήτηση: «Εάν δεν έχεις ένα μικρό τουλάχιστον άγχος σχετικά με την κατάρρευση του κλίματος (ή την καταστροφή των Η.Π.Α.), δεν είμαι σίγουρος ότι το Don’t Look Up βγάζει νόημα. Θα είναι σαν ένα ρομπότ να παρακολουθεί μία ιστορία αγάπης».
Άρα αν δε σου άρεσε το Don’t Look Up ή προσβλήθηκες από αυτό γιατί έχεις τη φωλιά σου λερωμένη, ή θες να νιώσεις κουλ φέρνοντας αντίρρηση για την αντίρρηση, ή είσαι αναίσθητος μπροστά στην κοσμογονική καταστροφή μας. Το να απορρίπτεις το Don’t Look Up είναι το να απορρίπτεις τις ειλικρινείς προθέσεις του.
Οι ηθικές μας πεποιθήσεις όμως δεν πρέπει να απομονώνουν καμία ταινία από την κριτική, τουλάχιστον όχι όταν μιλάμε για μία εριστική κωμωδία όπως τούτη που προσκαλεί τον θυμό και την εκτόνωσή του. Το Don’t Look Up δεν είναι το An Inconvenient Truth. Δε σημαίνει ότι αρνείσαι το γεγονός της κλιματικής κρίσης εάν δε σου αρέσει, με τον ίδιο τρόπο που εάν έλιωνες με τη σειρά Hannibal δε σημαίνει ότι επιδοκίμαζες την εξαπάτηση κάθιδρων πρακτόρων του FBI από κανιβαλιστές ψυχίατρους.
Το μήνυμα δεν μπορεί να επισκιάσει την ίδια την ταινία μόνο και μόνο επειδή τελικά συζητείται, και η διαφωνία κάποιων κριτικών για την ποιότητα του Don’t Look Up είναι η λιγότερο ενδιαφέρουσα συζήτηση που θα μπορούσε να προκύψει για την κλιματική κρίση. Όταν διαλέγουμε να εστιάζουμε εκεί, αυτό ίσως ένα σημάδι για το πόσο πραγματικά μάταια νιώθουμε για τη μεγαλύτερη εικόνα.
Το Don’t Look Up στριμάρει στο Netflix.