Βασίλης Ρεμπάπης/ ΕUROKINISSI
OPINIONS

Φολέγανδρος: «Μα καλά γίνονταν πάντα τόσο συχνά γυναικοκτονίες;»

Μία συχνή και καλοπροαίρετη απορία που έχει μία ολόκληρη κοινωνία και η απάντηση που δεν θα είναι καθόλου βολική.

Η πιο συχνή και κατά βάση καλοπροαίρετη αντίδραση που είχαμε οι περισσότεροι όταν μαθεύτηκε πια ότι η χώρα ζούσε ακόμα μία περίπτωση γυναικοκτονίας, στη Φολέγανδρο αυτή τη φορά, ήταν πρώτα το σοκ και μετά η απορία. Μα καλά ήταν πάντα τόσο συχνές οι γυναικοκτονίες; Ήταν πάντα τόσο συχνά τα εγκλήματα εναντίον γυναικών από άντρες (γνωστούς ή άγνωστους) που θεωρούσαν ότι είχαν εξουσία πάνω στα σώματά τους ή τώρα συνέβη κάτι; Πού ζούσαμε τόσο καιρό;

Γιατί εδώ που τα λέμε είναι πάρα πολλά για να κλείσει τα μάτια ακόμα και ο πιο κακεντρεχής. Η Ελένη Τοπαλούδη, η Κάρολαϊν, η Σούζαν Ίτον και τώρα η Γαρυφαλλιά. Μετά ήταν η περίπτωση της Ηλιούπολης (και όσα ανοίγει ο φάκελός της), ήταν ο βιασμός στα Πετράλωνα, ήταν το κυνήγι στη Νέα Σμύρνη. Μία σειρά υποθέσεων μέσα σε ελάχιστους μήνες. Ξεκινούσαμε με keyword έναν τόπο (υπόθεση στη Ρόδο, στα Γλυκά Νερά, στην Κρήτη, στη Φολέγανδρο) μέχρι που σχεδόν ξεμείναμε από τόπους. Καταλήξαμε να αποκτήσουν οι υποθέσεις το όνομα της γυναίκας-θύματός τους. Πότε γίναμε έτσι;

Η πραγματικότητα δυστυχώς είναι ότι λίγο ή πολύ ήμασταν πάντα έτσι. Η άγνοια την οποία οι περισσότεροι επικαλούμαστε (μαζί και εγώ), δεν προέκυψε από κάποιου τύπου αθωότητα. Προέκυψε από ένα προνόμιο. Γιατί τελικά γνωρίζαμε. Μας το έλεγαν οι φίλες μας, οι καταγγελίες στο Facebook, οι φήμες. Μας τα έλεγαν λαϊκά τραγούδια, μας τα έλεγε το καλό παιδί που αστειευόταν στην παρέα ότι θα τη σκοτώσει την καριόλα αν κοιτάξει άλλον. Πόσα «θα τη σκοτώσω» ακούσαμε με το φρέντο εσπρέσο στο χέρι;

Απλώς βολεμένοι καθώς ήμασταν, το ταυτοποιούσαμε με διαφορετικό τρόπο. Δεν μας πίεζε και κανείς. Άλλα ήταν οικογενειακά δράματα, άλλα εγκλήματα πάθους, άλλα τιμής, μερικά δεν εξιχνιάζονταν ποτέ, άλλα έριχναν κατευθείαν και χωρίς καμία ντροπή το φταίξιμο στο θύμα. Πολλά απλώς δεν τα μαθαίναμε. Και ο φίλος μας που τα έλεγε δεν τα εννοούσε. Πλάκα έκανε προφανώς. Να σκοτώσει αυτός; Αυτός δεν πειράζει μύγα.

Και κάπως έτσι η κοινωνία πορευόταν σε αυτόν τον δρόμο ήρεμη και έχοντάς τα καλά με τον εαυτό της ότι όλα πάνε καλά. Την ίδια στιγμή βέβαια ένα πολύ μεγάλο μέρος της φοβόταν να γυρίσει μόνο του το βράδυ στο σπίτι. Και τελικά είναι πιθανόν, ακόμα και αν έφτανε, να φοβόταν και μέσα σε αυτό. Τα στατιστικά εξάλλου δείχνουν ότι ένα πολύ μεγάλο μέρος των γυναικοκτονιών γίνονται πίσω από τις κλειστές πόρτες, από αυτούς που έχουν το κλειδί, όπως λέει και το σύνθημα.

«Γιατί υπάρχουν τόσες αστείες ιστορίες με τρελές πρώην αλλά καμία με τρελούς πρώην;», αναρωτιόταν πριν λίγα χρόνια ο Glover σε ένα stand-up του. Έδινε μόνος του την απάντηση «γιατί αν ο πρώην σου είναι τέτοιος, πεθαίνεις». Δεν υπάρχει τίποτα το αστείο σε αυτό.

Μεγαλώσαμε, λοιπόν, ως αυτοί που ποτέ δεν βιώσαμε τη μόνιμη απειλή του να περπατάμε για να γυρίσουμε σπίτι μας το βράδυ. Σίγουρα δεν νιώσαμε ποτέ την απειλή εντός του σπιτιού μας. Κάνοντας σχέσεις που το χειρότερο δυνατό που θα μπορούσε να μας συμβεί στην πραγματικότητα ήταν να μας ψάξουν το κινητό ή στη χειρότερη να μας πετάξουν τα ρούχα από το μπαλκόνι. Έτσι άνετοι και ωραίοι, από ένα σημείο και μετά -και χάρη στον επί δεκαετίες μόχθο οργανώσεων και γυναικών- αρχίσαμε να τα ακούμε. Και πλέον μας έμεινε η απορία.

«Μα καλά», λέμε, «είναι δυνατόν να συμβαίνουν τέτοια πράγματα τόσο συχνά»; Τουλάχιστον τώρα ξέρουμε την απάντηση.