OPINIONS

Γεννημένη την 4η Ιουλίου 2004, σήμερα αγνοείται

Έντεκα χρόνια μετά την κατάκτηση της υψηλότερης κορυφής του 'βουνού', ένας δημοσιογράφος σχολιάζει τον εγκλωβισμό της εθνικής στα μικρά καταφύγια στους πρόποδες.

Η 4η Ιουλίου 2004, εκτός από άλλη μια ζεστή μέρα άλλου ενός Ιουλίου στην Ελλάδα, ήταν η σπουδαιότερη στην ιστορία του ελληνικού ποδοσφαίρου. Μετά από ένα παραμυθένιο τουρνουά, η εθνική του Ρεχάγκελ και του Δέλλα, του Καραγκούνη και του Ζαγοράκη, του Νικοπολίδη και του Χαριστέα, ολοκλήρωσε τη μεγαλύτερη έκπληξη στη μακρά πορεία των ομαδικών σπορ, ανέβηκε στο πιο ψηλό σκαλοπάτι της Ευρώπης και ατένισε από εκεί ολόκληρο το ποδοσφαιρικό σύμπαν.

 

Το πιο παρανοϊκό απ’ όλα δεν είναι η τελευταία θέση μετά από έξι ματς σε έναν όμιλο με Βόρειες Ιρλανδίες, Ουγγαρίες, Φινλανδίες και Νησιά Φερόε. Το πιο παρανοϊκό είναι ότι ένα χρόνο μετά το πέναλτι του Γιώργου Σαμαρά που μας έστελνε ‘κοχονάτα’ (με το συμπάθιο) στους 16 του κόσμου, η δεύτερη ήττα μέσα σε λίγους μήνες από τα Νησιά Φερόε (που δεν κερδίζουν ούτε στα φιλικά με τους συγγενείς των παικτών), δεν ήταν δα και καμιά έκπληξη μεγατόνων. Αν παρατηρήσεις λίγο πιο συγκεντρωμένος τον οργανισμό της εθνικής από το πέναλτι του Σαμαρά μέχρι σήμερα, βλέπεις ανάγλυφες όλες οι αιτίες και τα αιτιατά.

Δεν χρειαζόταν να δεις την εθνική να υποδέχεται τη Ρουμανία με σαγιονάρες αντί με ποδοσφαιρικά τον τελευταίο Σεπτέμβρη για να καταλάβεις το λάθος της επιλογής Ρανιέρι και την αναχρονιστική αλλαγή στα πρόσωπα γύρω απ’ το μεγάλο τραπέζι της ομοσπονδίας.

Σε ένα οικοδόμημα που έφτιαξε τούβλο-τούβλο ο no-shit Ότο Ρεχάγκελ και διαχειρίστηκε με σεβασμό και επιτυχίες ο ελληνοκαπνισμένος Φερνάντο Σάντος, ο εγώ-δεν-είμαι-από-δω Κλαούντιο Ρανιέρι (και ο κάθε Ρανιέρι εδώ που τα λέμε) θα μπορούσε να είναι μόνο ο ταχυδρόμος που λέει τα νέα του με τον θυρωρό και του εύχεται καλό σαββατοκύριακο. Τίποτα παραπάνω.

 

Στη διαφωτιστική ανάλυση του Contra.gr με τίτλο ‘Φάκελος Εθνική Ομάδα: Η αλήθεια’, έγιναν εκτενείς αναφορές πάνω στην ακολουθία των προσώπων Φύσσα-Σαρρή-Καραγκούνη, στη σημασία που έπαιξαν στα καλά χρόνια ο πρώτος και στους πέτρινους μήνες ο δεύτερος, αλλά και την αυξημένη ευθύνη του διευθυντή ποδοσφαίρου, Κάρα, από δω και πέρα.

Για να κρατήσω δυο λόγια από την ανάλυση, η παράγραφος που αποτελεί αυτό που κρατάω για το μέλλον είναι η εξής: (σ.σ. Ο Καραγκούνης) είναι άνθρωπος που μαθαίνει από τα λάθη και δεν θέλει να τα επαναλάβει. Και θα το κάνει μόνο με ένα τρόπο. Να μην διοικεί όπως έπαιζε. Η λογική, η ψυχραιμία και οι ορθολογιστικές κινήσεις, πρέπει να πάρουν τη θέση από το πάθος”.

Η ανίατη νεύρωσή μας με την εθνική

Νομίζω πως, όσον αφορά τα της ομοσπονδίας ή τα φημολογούμενα παιχνίδια των μάνατζερ με την παθητική ανοχή του Ρανιέρι, το μόνο που έχω διάθεση να κάνω είναι να τείνω χείρα συμφιλίωσης προς το μέρος του Βασίλη Γκαγκάτση που, έντεκα χρόνια μετά το θρίαμβο στην Πορτογαλία, καταφέρνει -απών πια απ’ την ομοσπονδία και χωρίς να μοχθήσει γι’ αυτό- να ταυτίζεται με την εθνική στα καλύτερά της. Ή έστω με την ΕΠΟ που έτρωγε ζωντανό κάθε τυχαίο μάνατζερ που αυνανιζόταν με το ‘Jerry Maguire’, κάνοντας σκριν στη γαλήνη του Ότο Ρεχάγκελ. Χείρα συμφιλίωσης σε ποιον, στον Γκαγκάτση; Το φίλο του Σωκράτη και του Θωμά. Εκεί με φτάσανε.

Δεν με ενδιαφέρει να μπω περισσότερο στα παρασκήνια. Όπου υπάρχει σκηνή, υπάρχει και παρασκήνιο, αυτό είναι νόμος. Ειδικά δε, εκεί που η σκηνή είναι επιτυχημένη, το έδαφος για παρασκήνιο είναι οργιαστικό γόνιμο. Αλλά αρκετά με αυτό.

 

Μήπως δεν μιλάμε για μια απλή νεύρωση;

Από το 2004 και μετά έχει παίξει σε κάθε Euro και Μουντιάλ πλην του Μουντιάλ της Γερμανίας το 2006. Από το 2004, έχει κερδίσει ένα ευρωπαϊκό πρωτάθλημα, έχει προκριθεί άλλη μια φορά στους 8 της Ευρώπης, έχει κάνει αυτοκρατορικές πορείες σε προκριματικά (βλέπε αυτά για το Euro 2012) που θα ζήλευαν Γερμανίες και Ισπανίες, και έχει περάσει για πρώτη φορά στην ιστορία της στους 16 ενός Μουντιάλ. Το πιο σημαντικό είναι ότι βρίσκεται πάντα εκεί. Ότι δεν είμαστε πια ‘τουρίστες’ στα καλοκαίρια με τα μεγάλα ποδοσφαιρικά τουρνουά. Αλλά όχι, αυτό δεν σήμαινε τίποτα για γκρινιάρηδες τύπους σαν εμένα.

Ο πήχης μας ήταν το ‘αν θες να είσαι πρωταθλητής Ευρώπης, παίξε μπάλα, δικαίωσε τον τίτλο σου, γίνε φόβητρο’. Μέσα σε ένα βράδυ, η κατάκτηση ενός Euro έγινε δεδομένη, ρουφήξαμε κάθε σταγόνα περηφάνιας από την κούπα και γρήγορα γρήγορα, αρχίσαμε τις απαιτήσεις.

 

Κακά τα ψέματα, το να είναι πάντα εκεί μια εθνική που πριν το 2000 εμφανιζόταν στις διοργανώσεις μόνο στις κάρτες με τους αντιπάλους που απέκλεισαν οι ομάδες που προκρίθηκαν, είναι σαν το 18 στο σχολείο. Δεν είναι άριστα 20, σαφώς, αλλά δεν είναι και 16. Για την ιστορία μας, το ταλέντο των παικτών που παράγουμε και το επίπεδο των ξένων υπερδυνάμεων, το να είσαι σταθερά εκεί είναι ένα γεμάτο 18.

Φαντάσου λοιπόν τι γίνεται όταν, μοιραία ή όχι και τόσο, αυτή η ομάδα (ως ομάδα και όχι ως μονάδες, αφού το ρόστερ της έχει ανανεωθεί εξ ολοκλήρου απ’ το 2004 μέχρι σήμερα) φτάνει στο τέλος εποχής που ζούμε μετά τη νέα ήττα από τα Φερόε.

Το Instagram, τα μανίκια και το αναπόφευκτο τέλος

Ένα πολύ πρόχειρο ερώτημα που με βοηθάει να ξεσκαρτάρω την γκρίνια και τις καταστάσεις στο κεφάλι μου, όσον αφορά την εθνική, είναι το εξής. Αν ερχόταν αύριο ο Ότο Ρεχάγκελ, θα μπορούσε να κάνει τα ίδια θαύματα με το τρέχον ρόστερ; Φοβάμαι πως όχι.

Σε μια εποχή που οι μισοί παίκτες είναι τσακωμένοι μεταξύ τους, επειδή ‘ΠΑΟΚ- Ολυμπιακός’ ή επειδή ‘ιθύνοντες που επιτρέπουν καταστροφικά, συζυγικά καυγαδάκια’, και που η Ελλάδα δυστυχώς δεν παράγει ποδοσφαιρικές προσωπικότητες όπως ο Ζαγοράκης, ο Δέλλας, ο Καραγκούνης, ο Κατσουράνης, ο Τσιάρτας ή ο Καψής, η αποτυχία είναι μονόδρομος.

Αυτό για το οποίο δεν ήμασταν καθόλου έτοιμοι ήταν ο τρόπος που πέσαμε. Το ότι θα πέφταμε ήταν δεδομένο.

Φυσικά δεν είναι μόνο θέμα ταλέντου. Φυσικά οι περισσότεροι παίκτες της εθνικής (για παράδειγμα, αυτοί με το περισσότερο μεράκι για τατουάζ και Instagram) την αντιμετωπίζουν ως μια μπουτίκ που θα τους φέρει ένα μεγάλο συμβόλαιο στην τσέπη ή μια bimbo στο κρεβάτι. Το πρόβλημα είναι ότι περιμένουν ανταποδοτικά οφέλη, χωρίς καν να προσφέρουν τον οβολό τους σε όλο αυτό.

 

Η εικόνα του αξιοσέβαστου Σέρχιο Μαρκαριάν δίπλα σ’ αυτήν της ενδεκάδας του τελευταίου επίσημου παιχνιδιού μας στα Φερόε είναι μια εικόνα ξένη. Δύο διαφορετικοί κόσμοι σε έναν. Δεν υπονοώ σε καμία περίπτωση ότι ο φίλος μου ο Sake θα ήταν καλύτερος προπονητής με αυτό το έμψυχο δυναμικό.

Υπονοώ ότι δεδομένου του περιορισμένου ταλέντου των μπουκαδόρων που δεν τελειώνουν φάση ή των μέσων που δεν φτιάχνουν παιχνίδι, πρέπει να περάσει σε δεύτερη μοίρα η κάψα να το παίξουμε γκόμενοι και σε πρώτη η κάψα να μάθουμε καλύτερο ποδόσφαιρο.

Σε αυτή τη βάση, το να χάσεις την πρόκριση σε έναν όμιλο που με το περσινό ρόστερ και τον Φερνάντο Σάντος, θα τερμάτιζες πρώτος και περπατώντας, ίσως μοιάζει με την ευκαιρία να σοβαρευτούμε. Και οι παίζοντες στο χορτάρι και οι γκρινιάρηδες στην εξέδρα. Εν τω μεταξύ, καλό θα ήταν και οι μεν και οι δε να συμβιβαζόμαστε σιγά σιγά και με χαμηλότερους του 18 βαθμούς.

Περιμένοντας τη -λογική- ανασύνταξη για τα προκριματικά του Μουντιάλ της Ρωσίας, μπορούμε να εστιάσουμε στα θετικά. Οι περισσότερες μη υπερδυνάμεις του ποδοσφαίρου δεν θα ζήσουν ποτέ μια δεκαετία σαν αυτή που ζήσαμε εμείς. Και που ξέρεις; Όταν θυμηθούμε πώς είναι να κερδίζεις, μπορεί να την ξαναζήσουμε απ’ την αρχή.