Γιατί όλες οι παραλίες της Αττικής είναι τραγικές;
Ένα κείμενο αφιερωμένο σε εκείνες τις (κοντινές) βουτιές που θα μπορούσαμε να κάνουμε. Αλλά δεν κάνουμε.
- 5 ΙΟΥΛ 2017
Είσαι ένα μαγιό. Και είσαι υπέρτατο. Δεν υπάρχει ρούχο ή άλλο αντικείμενο που στο πέρασμά σου να μην καρδιοχτυπά δυνατά. Κάποια σε ζηλεύουν κιόλας αλλά και η ζήλια μέσα στο παιχνίδι είναι. Είσαι λοιπόν αυτό το υπέροχο μαγιό και θέλεις διακαώς να βγεις. Να κυκλοφορήσεις. Να κάνεις το κομμάτι σου που λένε και οι πιο μαγκιόροι (δεν θυμάμαι να έχω ξαναχρησιμοποιήσει αυτή τη λέξη).
Παίρνεις λοιπόν το χάρτη της Αττικής στα χέρια και ξεκινάς το ψάξιμο. Το μάτι σου πέφτει πρώτα στον Άλιμο, ως τον πιο κοντινό προορισμό. Στιγμιαία τηλεμεταφέρεσαι (μαγιό είσαι, ό,τι θες κάνεις) στην παραλία. Σου έρχεται μία αηδία σαν να έχεις καταπιεί δύο after shave. Δεν το βάζεις κάτω, συνεχίζεις.
Βλέπεις το όνομα της Βούλας. ‘Α ωραία η Βούλα‘, σκέφτεσαι. Φτάνεις εκεί. Πληρώνεις. Μπαίνεις. Βλέπεις έναν ορίζοντα πασαλειμένο με κάτι που γυαλίζει θολά. Λαδίλα παντού. Φεύγεις. Χ και η Βούλα.
‘Το Καβούρι τι λέει;‘ σε ρωτάει το μαγιό ενός σέρφερ που είχατε κανονίσει να πάτε μαζί για μπάνιο. Καβούρι; Καβούρι. Πας στο Καβούρι και κουνιαμπελίζεις. Μία στο μικρό και μία στο μεγάλο. ‘Τα τάπερ είναι οι νέοι βράχοι‘, σκέφτεσαι και στα καλά του καθουμένου, κολλάς το κουσούρι του ψυχαναγκαστικού με την υγιεινή. Απομακρύνεσαι με ένα σφίξιμο που κάνει τα κορδόνια σου να τεντώνονται.
Η Βουλιαγμένη στέκει πανέμορφη σε απόσταση αναπνοής. Δέκα φανάρια δρόμος. Φτάνεις. Κοιτάς. Βαριανασαίνεις. ‘Δεν θα βραχώ ποτέ‘, σκέφτεσαι και κλωτσάς με νεύρα μία ξαπλώστρα με μισογεμάτα πλαστικά ποτήρια με αλκοόλ και άμμο. Η Βάρκιζα, ακολουθεί. Μερικά περιττώματα κολυμπούν κοντά στην άκρη της παραλίας με μπρατσάκια κάτι πλαστικές νάιλον σακούλες (αυτή είναι μία πραγματική ιστορία). Φεύγεις και από εκεί.
Σαρωνίδα, Μαύρο Λιθάρι, Άγιος Νικόλαος. Για να αυξήσεις τις πιθανότητες επιχειρείς να τσεκάρεις και τις τρεις παραλίες μαζί. Η αλήθεια είναι ότι τα πράγματα εδώ είναι κάπως καλύτερα. Οι πιθανότητες βγαίνοντας από τη θάλασσα να φοράς το αντηλιακού του λουόμενου που κάθεται στην άλλη άκρη της παραλίας είναι αισθητά λιγότερες. Κοντοστέκεσαι με μία κάποια αισιοδοξία. Αυτή η θολούρα που πηγαινοέρχεται αναλόγως τον άνεμο θυμίζει λίγο το νερό από το καζανάκι που ξέχασες να τραβήξεις βγαίνοντας από την τουαλέτα. Τζίφος και εκεί.
Η τράμπα του να το πάρεις λίγο πιο βόρεια το πράγμα σου φαίνεται ιδανική. Ξαφνικά, βρίσκεσαι στον Σχοινιά. Ακόμα πιο ξαφνικά φεύγεις παρέα με μερικά σκουπίδια που ο άνεμος κόλλησε πάνω σου. Σε αυτό το σημείο, είναι που αρχίζεις να θυμώνεις.
Ωστόσο τα μαγιό είναι άδικο να είναι θυμωμένα. Ακόμα πιο άδικο, είναι το να μην μπορούν να βραχούν και να στεγνώσουν και να ξαναβραχούν.
Οι προτάσεις που θα μπορούσαν τώρα να γραφτούν με ένα ‘κατηγορώ’ στην κεφαλή τους είναι πάρα πολλές. Και καθίζουν στο εδώλιο όλους εμάς τους λουόμενους από σπόντα που καταφέραμε να τα κάνουμε όλα τόσα χάλια ώστε να χρειαζόμαστε 10 σημειωτόν, 150 φανάρια και αποστάσεις 50λεπτου και πάνω για να καταφέρουμε να βουτήξουμε σε μία παραλία που α) δεν απεικονίζεται με βόθρο, β)δεν έχει περισσότερο κόσμο από συναυλία των U2, γ)δεν κινδυνεύουμε να γυρίσουμε το σήκουελ της Έριν Μπρόκοβιτς κάθε φορά που βρισκόμαστε μέσα στη θάλασσα.
Για ελάχιστα μόνο λεπτά θέλω να βουτήξουμε μαζί στο πνεύμα του ‘μαζί τα φάγαμε’ και να χάσουμε κάθε διάθεση να φτάσουμε στην επιφάνεια σκεπτόμενοι ότι το μόνο που μας απέμενε από το ‘όχι πλαστικά’, ‘όχι σκουπίδια σε θάλασσες και ακτές’ είναι ότι μεγαλώσαμε από την πρώτη εκείνη φορά που είδαμε τον πελεκάνο να σουλατσάρει με στυλ στην οθόνη.
Ναι είναι και το μαγαζί που θα ρίξει τα απόβλητά του, ναι είναι και ο Δήμος που δεν θα φροντίσει να καθαρίσει την θάλασσα και την παραλία, ναι δεν έχουμε να κάνουμε εμείς με αυτό. Ναι σε όλα. Ναι, δεν μπορούμε μονίμως να λειτουργούμε έτσι. Δεν μπορούμε συνέχεια να αποτινάζουμε τις ευθύνες από πάνω μας και να τις πετάμε στη θάλασσα. Γιατί αυτή βρομίζει. Και αυτό είναι το μοναδικό που θα έπρεπε να μας ενδιαφέρει. Και όχι αν στη βρόμα αυτή εμείς έχουμε συνδράμει στο 1 ή στο 101%. Γιατί δεν γίνεται δουλειά έτσι.
Το πρωτεύον συναίσθημά μου για όλον αυτόν τον βούρκο που γραφικά βρέχει την Αττική είναι η απογοήτευση. Ως ένας άνθρωπος που λατρεύει την θάλασσα (συγγνώμη Ηλία, πάλι διαφωνούμε) και επιδιώκει να βρίσκεται εντός αυτής όσο συχνότερα γίνεται το γεγονός ότι έχουμε την πηγή και δεν μπορούμε να πιούμε νερό με θλίβει σε βαθμό που δεν με ενδιαφέρει να σκεφτώ ποιος φταίει περισσότερο και ποιος λιγότερο για αυτήν την κατάσταση. Εκείνο που πραγματικά με νοιάζει είναι αν όλο αυτό πράγμα μπορεί κάπως να σουλουπωθεί. Να διορθωθεί.
Και όχι δεν σκοπεύω να παίξω εδώ το παιχνιδάκι του ‘από την στιγμή που στις περισσότερες πληρώνουμε για να μπούμε, πρέπει να είναι τουλάχιστον καθαρές‘. Γιατί το ότι πληρώνουμε για ένα δημόσιο αγαθό είναι ένα λάθος από μόνο του. Και ένα ένα κείμενο, επίσης.
Είναι τόσο φαντασμαγορικά υπέροχη αυτή η ιδέα του να φεύγεις από το γραφείο και το πολύ σε είκοσι λεπτά να βρίσκεσαι σε μία θάλασσα που θα σε ξεκουράζει και θα σε αποφορτίζει που είναι εκνευριστικό όλο αυτό που γίνεται. Και ανούσιο. Έχουμε παραλίες αλλά δεν έχουμε παραλίες. Μπράβο, πολύ καλό deal.
Και ναι, ναι, ναι πες με απαιτητική πες με και πριγκίπισσα αλλά το να κολυμπάω και να σιχαίνομαι ή να αγχώνομαι για το τι μπορεί να κολλήσω δεν το θεωρώ ούτε δώρο ούτε ευχής έργον. Μία τεράστια μπαρούφα το θεωρώ. Ένα φιάσκο που αλήθεια δεν ξέρω ποιους εξυπηρετεί.
Τους γονείς που δεν έχουν χρήματα να κολυμπήσουν τα παιδιά τους κάπου πιο μακριά, δεν τους εξυπηρετεί απλώς δεν μπορούν να κάνουν αλλιώς. Το ίδιο ισχύει και για τους φοιτητές που κινούνται με συγκοινωνίες και δεν αντέχουν παραπάνω από μία ώρα την απουσία αποσμητικού στα μέσα μαζικής μεταφοράς. Το ίδιο ισχύει και για όλους εμάς που το σαββατοκύριακο που πέρασε και ήταν το πιο ζεστό που θυμάμαι να έχω ζήσει, δεν είχαμε τη δυνατότητα ή τον χρόνο να φύγουμε εκτός Αττικής.
Όσο πιο στυγνά μπορεί να ειπωθεί, το χάλι των παραλιών της Αττικής τους μόνους που εξυπηρετεί είναι τους μαγαζάτορες και τους εισπράκτορες που απλώς εκμεταλλεύονται την ανάγκη των από πάνω για λίγη θάλασσα. Άντε και την ψωροϋπερηφάνια κάποιων από εμάς του ‘εδώ στην Αθήνα τουλάχιστον, έχουμε τη θάλασσα‘. Πού την έχουμε ακριβώς; Σε καρτ ποστάλ και Instagram Stories; Γιατί για βουτιά αν δεν απομακρυνθούμε αισθητά από την Αττική, ούτε λόγος.
Και ναι, το πόσο μου τη σπάει αυτό το τελευταίο δεδομένο δεν περιγράφεται.
Γι αυτό ας επιστρέψουμε καλύτερα στη συνθήκη που εσύ ήσουν μαγιό και εγώ το σύννεφο με τα λόγια σου. Είναι λιγότερο βαριά και θέλω να ελπίζω δεν σε ρίχνει τόσο όσο εμένα τώρα που γράφω αυτό το κείμενο.
Η ευτυχής κατάληξή σου ως μαγιό είναι το να κολυμπήσεις κάπου προς Ανάβυσσο ή Σούνιο ή Λαγονήσι. Τουλάχιστον σε αυτές τις παραλίες, το όνειρο του να φύγεις βρεγμένο από το αλάτι και το νερό λίγο πριν ή αφότου ο ήλιος βουτήξει για τελευταία φορά στη θάλασσα δεν θεωρείται αποστολή αυτοκτονίας.
*Για την ώρα.