H αγία υποκρισία της Λίνας Μενδώνη
- 19 ΦΕΒ 2021
«Ο Δημήτρης Λιγνάδης με εξαπάτησε» ήταν η κεντρική ιδέα στη συνέντευξη τύπου που παραχώρησε η Υπουργός. Βέβαια, δε σταμάτησε εκεί, αφού φρόντισε να προχωρήσει σε χαρακτηρισμούς λέγοντας πως πρόκειται για «επικίνδυνο άνθρωπο». Τουλάχιστον, αυτό προέκυψε από την πληροφόρηση που έχει, μέχρι στιγμής, το Υπουργείο. «Εξεπλάγην σήμερα με τη διατύπωση που έκανε η υπουργός για το άτομό μου» δήλωσε στο News24/7 o πρώην Διευθυντής του Εθνικού Θεάτρου, για να συνεχίσει: «Είναι λίγο περίεργο που προδικάζεται ο χαρακτηρισμός για ένα άτομο με αυτό τον τρόπο, το αν είμαι επικίνδυνος άνθρωπος ή όχι δεν μπορεί να το κρίνει κανείς μας παρά μόνο τα αρμόδια θεσμικά όργανα και σίγουρα όχι κάποιο λαϊκό δικαστήριο».
Εδώ και μέρες παρακολουθούμε ένα θέατρο του παραλόγου στον λόγο που εκφέρουν οι κυβερνητικοί παράγοντες. Έχουν υπάρξει τρομερά σκαμπανεβάσματα στις δύσκολες μέρες που βιώνει το θέατρο αλλά και, γενικά, η ελληνική κοινωνία μετά το κύμα καταγγελιών για κακοποιητικές συμπεριφορές στον χώρο της show business και του πολιτισμού. Χρειάζεται ψυχραιμία και ξεκάθαρες τοποθετήσεις. Δυστυχώς, όμως, κανείς δεν φαίνεται διατεθειμένος να αναλάβει την «καυτή πατάτα» που έχει πέσει πάνω στο τραπέζι. Τελικά, πρόκειται για τηλεδικές ή για δικαίωμα στην ενημέρωση; Κυριαρχούν οι μικροπολιτικοί τακτικισμοί ή η πολιτική βούληση που ξεπερνά θεσμικά εμπόδια; Η συνέντευξη τύπου της κας Μενδώνη συσκότισε περισσότερο το τοπίο, αντί να ρίξει φως.
Ανικανότητα ή έλλειψη ευθιξίας;
«Ο Δημήτρης Λιγνάδης δικός μου προσωπικός φίλος δεν υπήρξε ποτέ. Είχαμε μια τηλεφωνική συνομιλία το 2014 και τον ξαναείδα όπως οι περισσότεροι στην παράστασή του το 2018 όπου τον συνεχάρη και τίποτε περισσότερο» ανέφερε χαρακτηριστικά η Υπουργός Πολιτισμού, προσθέτοντας: «Ας βρουν μια φωτογραφία, έναν μάρτυρα ότι κάναμε προσωπική παρέα με τον Δημήτρη Λιγνάδη. Δε θα βρουν τίποτα». Μέχρι εδώ, όλα καλά. Πιθανόν, να μην ισχύει τίποτα από όσα τις προσάπτουν αναφορικά με φαβοριτισμό προς το πρόσωπο του Δημήτρη Λιγνάδη. Ίσως, πραγματικά, να μη γνωρίζονταν παρά ελάχιστα. Το θέμα μας, όμως, δεν είναι αυτό.
Το ζήτημα που έχει προκύψει δεν έχει να κάνει με την ευνοιοκρατία – ή τουλάχιστον, δεν υπάρχουν ακόμα αποδείξεις για κάτι τέτοιο. Η «καυτή πολιτική πατάτα» έχει να κάνει με την ανάληψη ή όχι σοβαρών ευθυνών από ένα υψηλά ιστάμενο κυβερνητικό στέλεχος. Ο πρώην Διευθυντής του Εθνικού Θεάτρου δεν μπορεί παρά να αποτελεί επιλογή της Υπουργού. Πρόκειται, άλλωστε, για έναν από τους κορυφαίους πολιτιστικούς θεσμούς της χώρας και μία θέση που παραδοσιακά αλλάζει και με την αλλαγή της κυβέρνησης. Με αλλά λόγια στην περίπτωση αυτή δεν μπορεί παρά να έχουν συμβεί δύο πράγματα: Πολιτική ανικανότητα και τρομερή έλλειψη ευθιξίας.
Αν η Λίνα Μενδώνη επέλεξε έναν άνθρωπο που, όπως η ίδια λέει, την εξαπάτησε με τη «βαθιά υποκριτική του τέχνη», τότε πρόκειται για ξεκάθαρη ανικανότητα. Άλλωστε, δε μιλάμε για κάποιον κατάσκοπο της Στάζι, όπως συνέβη με την περίπτωση του εμβληματικού Δυτικογερμανού Καγκελάριου Willy Brandt, ο οποίος οδηγήθηκε στην παραίτηση όταν αποκαλύφτηκε ότι ένας στενός του συνεργάτης ήταν πράκτορας για την Ανατολική Γερμανία. Το να θεωρεί η Υπουργός Πολιτισμού ότι δε φέρει ευθύνη για τις επιλογές της, θυμίζει καπετάνιο που επέλεξε λάθος πρώτο μηχανικό, η μηχανή έσκασε, αλλά εκείνος -ο καπετάνιος- δε φταίει για τίποτα.
Δεν μπορούμε, φυσικά, να κατηγορήσουμε την Υπουργό Πολιτισμού ότι μπορεί να γνώριζε οτιδήποτε αναφορικά τις καταγγελίες που βρίσκονται ακόμη σε εξέλιξη. Αυτό θα αποτελούσε ένα απαράδεκτο λογικό άλμα. Εκείνο, όμως, που θα μπορούσαμε να περιμένουμε από την κα Μενδώνη είναι ένα αίσθημα ευθιξίας. Γιατί αν εξαπατήθηκε σε τόσο μεγάλο βαθμό, μάλλον δεν κάνει για τη θέση. Σε κάθε περίπτωση, η παραίτησή της θα λειτουργούσε ως βάλσαμο στον τρομερά δοκιμαζόμενο αυτές τις μέρες χώρο του πολιτισμού. Όχι, όμως, εκείνη στυλώνει τα πόδια και παραμένει βιδωμένη στην καρέκλα. Μάλλον, για όλα αυτά φταίνε οι συγκυρίες. Οι ευθύνες μένουν χωρίς κανείς να τις αναλαμβάνει.