© George Vitsaras / Sooc
OPINIONS

H δικαίωση των εργαζόμενων του efood είναι μια πρώτη νίκη. Ή μήπως όχι;

Μετά από έντονες αντιδράσεις, η γνωστή εταιρεία delivery έκανε στροφή 180 μοιρών. Το ζήτημα όμως παραμένει: πρόκειται για φωτοβολίδα ή δημιουργείται σημαντικό προηγούμενο;

Κουκάκι, 9 και μισή το βράδυ, πρώτη καραντίνα. Στους δρόμους επικρατεί απόλυτη ησυχία, σχεδόν κανείς δεν κυκλοφορεί εκεί έξω, χρειάζεται SMS για να πας μέχρι το περίπτερο. Σε όλο αυτό το δυστοπικό τοπίο ο μοναδικός αγγελιοφόρος διασκέδασης είναι τα παιδιά που δουλεύουν delivery. Τρέχουν παντού φορώντας μάσκες μέσα σε ένα άγνωστο μετα-αποκαλυπτικό τοπίο. Κανείς δεν γνωρίζει ακόμα αν ο κορονοϊός κολλάει με τον αέρα, με τα μάτια, με την παραμικρή επαφή στο πόμολο μιας πόρτας. Εκείνοι, όμως, μεταφέρουν -ασταμάτητα- δέματα στους αποκλεισμένους της πανδημίας.

Τοποθέτηση Μάσκας. Άνοιγμα Πόρτας. «Ευχαριστώ».  «Όχι, εγώ ευχαριστώ». Μια κλασική στιχομυθία που επαναλαμβανόταν σαν ινδικό μάντρα στην προσπάθεια να ξορκίσουμε την Covid-19 και τις συνέπειές της. Τα παιδιά των delivery, και πιο συγκεκριμένα του πιο διάσημου από αυτά (efood) ήταν πάντα εκεί, όλους αυτούς τους ατελείωτους μήνες της καραντίνας.

Πολλές φορές μάλιστα αποτελούσαν τη μοναδική μας επαφή με τον έξω κόσμο. Πολύ συχνά, εμείς οι τηλεργαζόμενοι ελπίζαμε ότι «το παιδί έφυγε» και πως μαζί με το φαγητό θα κουβαλά και κάποια καλή είδηση, κάποια μικρή ιστορία, κάτι, κάτι το οτιδήποτε για να σπάσει την ανία μας.

Εκτός από τους υγειονομικούς, που τράβηξαν άγριο κουπί και -δικαίως- απέκτησαν διαστάσεις ήρωα στη συνείδηση της κοινωνίας, έβαλαν και τα «παιδιά πάνω στα μηχανάκια» το λιθαράκι τους για να τη βγάλουμε καθαρή (ψυχολογικά) μέσα στην καραντίνα. Τώρα, λοιπόν, που μάλλον η σκληρή καραντίνα αποτελεί παρελθόν, το efood αποφάσισε πριν λίγες μέρες να κάνει μια κυνική επιχειρηματική κίνηση απέναντι σε μια μερίδα εργαζομένων.

Η εξαρτημένη σχέση εργασίας, με τα προνόμια και τις υποχρεώσεις της, θα μετατρεπόταν σε partnership. Η λέξη μπορεί σε κάποιους να φέρνει στο μυαλό τις ευέλικτες συνθήκες εργασίας για στελέχη πολυεθνικών τα οποία μπορούν να ορίσουν τον χρόνο τους κατά το δοκούν. Για τον κόσμο του εργασιακού μόχθου όμως, αυτό δεν είναι τίποτα άλλο παρά ένα συμβόλαιο με την ανασφάλεια. Συνθήκες εργασίας παρόμοιες με αυτές που (δυστυχώς) βιώνουν οι γυναίκες που καθαρίζουν σπίτια: τρέχεις όλη μέρα για να βγάλεις το μεροκάματο, χωρίς να γράφεις υπερωρίες, χωρίς να δικαιούσαι αποζημίωση σε περίπτωση απόλυσης.

Ήταν ένα κακό, κάκιστο timing και το efood πλήρωσε το κόστος της επιλογής του.

Το efood και η αναπάντεχη (;) καθολική αντίδραση

Οι πορείες των διανομέων σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη ήταν εντυπωσιακές. Περισσότερο όμως εντυπωσιακή ήταν η καθολική αντίδραση του κοινού σε αυτό που συνέβαινε. Όχι, δεν πήρε τα πανό για να κατέβει στον δρόμο, απλά ξεκίνησε να κάνει uninstall την εφαρμογή του efood ή να γράφει πολύ αρνητικά reviews για αυτό. Ναι, μπορεί αυτό να είναι εύκολο (ή ακόμα και σε αρκετές περιπτώσεις να ακροβατεί με τα όρια του φαρισαϊσμού), λειτουργεί όμως.

Ένα app που βρισκόταν σταθερά πάνω από τα 4 αστεράκια κατρακύλησε στα τάρταρα. Ακόμα και τώρα, μετά τη σωστή απόφαση της εταιρείας, να μετατρέψει τις υπάρχουσες συμβάσεις των εργαζομένων σε αορίστου χρόνου, προχωρώντας στην πρόσληψη 2016 διανομέων, η εφαρμογή δεινοπαθεί. Η βαθμολογία 1,3 κρίνεται τουλάχιστον προβληματική.

Το ζήτημα, τελικά, δεν είναι μόνο τι έγινε ή τι θα μπορούσε να γίνει με το efood. Η εταιρεία πήρε μια απόφαση που της στοίχισε, και αργότερα την πήρε πίσω εξαιτίας των σφοδρών αντιδράσεων.

Τα «παιδιά με τα μηχανάκια» έγιναν τα χρόνια της καραντίνας πιο αγαπητά στο κοινό, και το κοινό βρέθηκε στο πλάι τους. Τι θα γίνει όμως την επόμενη φορά που μια εταιρεία θελήσει να υλοποιήσει το πνεύμα του νόμου ν. 4808/2021, πιο γνωστού και ως νόμου Χατζηδάκη;

Θα βρεθεί πάλι το κοινό δίπλα σε εργαζόμενους που απειλούνται τα εργασιακά δικαιώματά τους ή οι δικές τους διαμαρτυρίες θα σβήσουν αθόρυβα;

Η «υπόθεση efood» δείχνει πως οι αντιδράσεις των εργαζομένων σε συνδυασμό με τη δυσαρέσκεια του (ιντερνετικού) κοινού μπορούν να προκαλέσουν τετελεσμένα.

Άλλωστε, δεν είναι θέμα των εταιρειών να προστατεύσουν τα δικαιώματα των εργαζομένων τους. Αυτό κανονικά αποτελεί ευθύνη της εκάστοτε κυβέρνησης – κάτι, δηλαδή, που ο Νόμος Χατζηδάκη με τις «ευέλικτες εργασιακά» ιδέες του δεν κάνει σε καμία περίπτωση.

Έτσι, όταν δεν το κάνει η πολιτεία, ο κόσμος καλείται να βρει έναν τρόπο να αντιδράσει. Μήπως, λοιπόν, θα πρέπει να καταχωρήσουμε την εξέλιξη της «υπόθεσης efood» ως μια καλή πρακτική για τη διεκδίκηση εργασιακών δικαιωμάτων;

Σε ένα από τα καλύτερα διηγήματα όλων των εποχών, στο Μπάρτλεμπυ, ο γραφιάς του Herman Meliville, ο κεντρικός ήρωας επαναλαμβάνει εμμονικά «θα προτιμούσα όχι» σε οποιαδήποτε απαίτηση των προϊσταμένων του. Μόνος του όμως δεν μπορεί να πετύχει και πολλά πράγματα πέρα από το να σπάσει τα νεύρα των ανωτέρων του.

Ας κρατήσουμε, λοιπόν, αυτό: όταν οι απαιτήσεις εκδηλώνονται μαζικά -με οποιονδήποτε τρόπο- τότε σχεδόν νομοτελειακά δημιουργούν δεδομένα.

Αν η υπόθεση efood ξεχαστεί γρήγορα, τότε όλο αυτό δε θα είναι τίποτα άλλο πέρα από μια ευχάριστη για τον κόσμο της εργασίας φωτοβολίδα. Το ζητούμενο, λοιπόν, είναι να επαναληφθεί και την επόμενη φορά.

Πολύ σύντομα, δηλαδή, όπως όλα δείχνουν.