Μια ερωτική απογοήτευση που είχε μουστάκι
- 18 ΦΕΒ 2018
‘ΕΡΩΤΑΣ είναι θαρρώ’, που έλεγαν κι οι Βαρθακούρηδες (Γιάννης Πάριος, Χάρης Βαρθακούρης) από το μακρινό 1995. Έτσι δεν λένε όλοι για το ραδιόφωνο; Ότι είναι έρωτας. Ότι σε βουτάει από το χέρι και σε ταξιδεύει με την απλότητα και την αμεσότητά του.
Είμαστε ακόμα στην ‘εβδομάδα ραδιοφώνου’, αυτού του όντως μαγικού μέσου που οφείλει πολλά -τα πάντα δηλαδή- στον Γουλιέλμο Μαρκόνι, ο οποίος το 1895 κατόρθωσε να μεταδώσει ηχητικά σήματα Μορς διαμέσου ερτζιανών κυμάτων, για να γίνει στην πορεία μια παγκόσμια επανάσταση. Και, με την πάροδο των δεκαετιών, το ραδιοφωνάκι έγινε ο συνοδοιπόρος εκατοντάδων εκατομμυρίων ανθρώπων, όλων των κατηγοριών. Άλλοι ‘άρρωστοι’ με την ενημέρωση και τα πολιτικά, άλλοι με τα αθλητικά, άλλοι μόνο με τη μουσική. Κι η αλήθεια είναι ότι με τη μαγεία του μεγάλωσε γενιές και γενιές, από την εποχή που όλα ήταν αλλιώς.
“Δεν μπορεί, όλο και κάποια προσωπική ιστορία θα έχεις τόσα χρόνια στο κουρμπέτι“, που είπε ο αρχισυντάκτης του Oneman, ο αγλαός, δημοφιλής και βραβευμένος (!) Ηλίας Αναστασιάδης. Κι όταν του είπα μια παλιά απίθανη ιστορία, σπαρταριστή, μου απάντησε μ’ εκείνη τη γλυκιά και πειστική φωνή (REC λέμε, κάθε Σάββατο στο 24/7 στους 88.6):
“Πότε θα έχουμε αυτό το έπος;” .”Μα τι έπος ρε Ηλία; Να εκτεθούμε; Και να εκθέσουμε κορίτσια; Δεν κάνει”. “Με τον τρόπο σου, ξέρεις εσύ”, είπε μ’ εκείνο το πειστικό ύφος, που θα σε έπειθε ότι μπορείς να πουλήσεις πάγο και στους Εσκιμώους.
Βουτιά στις αναμνήσεις λοιπόν, τριάντα ένα ολόκληρα χρόνια πίσω, για να καταλάβετε τι σημαίνει μαγεία ραδιοφώνου, που όμως μπορεί να οδηγήσει και σε αποπληξία. Τότε λοιπόν, το 1987, είχε ξεκινήσει η επανάσταση της λεγόμενης Ελεύθερης Ραδιοφωνίας, με πρωτεργάτες τους τρεις δημάρχους της Αθήνας, του Πειραιά και της Θεσσαλονίκης, Μιλτιάδη Έβερτ, Ανδρέα Ανδριανόπουλο και Σωτήρη Κούβελα. Από τις ενέργειές τους προέκυψε ο Αθήνα 9.84, το Κανάλι 1 του Πειραιά και ο FM 100 της Θεσσαλονίκης. Μέγας ενθουσιασμός, νέα κόλπα, νέα προγράμματα, νέα ήθη, όλα νέα, ολόφρεσκα.
Πιτσιρικάδες τότε στο ΦΩΣ με τον Άγγελο Μενδρινό και τον Βαγγέλη Μελέκογλου, μας ζήτησαν να κάνουμε μια αθλητική εκπομπή στο ΚΑΝΑΛΙ 1, με χαρά και πάθος. “Στον Πειραιά εκπέμπουμε, αλλά εσείς θα λέτε για όλες τις ομάδες. Τα αθλητικά έχουν τεράστια δύναμη και μεγάλο κοινό“, μας είπε τότε ο πρώτος διευθυντής, ο μακαρίτης και πάντα αντισυμβατικός Αλέξανδρος Βέλλιος.
Ξεκινήσαμε λοιπόν, και, όπως εκμυστηρεύτηκε ο ένας στον άλλο μετά από λίγο καιρό, όλοι ήμασταν ερωτευμένοι με φωνές. Για μένα, ήταν η εποχή που υπηρετούσα τη στρατιωτική μου θητεία μου, οπότε, κάθε πρωί -όταν δεν ήμουν ένδον- έφευγα στις πεντέμισι το πρωί για να πάω στη μονάδα μου. Άκουγα φανατικά το Κανάλι 1 στους 90.6, καινούργιο κοσκινάκι μου και πού να σε κρεμάσω. Εκείνη τη βάρβαρη ώρα λοιπόν είχε εκπομπή μια κοπέλα, η φωνή της οποίας σε έκανε να πέσεις στα πατώματα, ή, στην καλύτερη περίπτωση, να αγκαλιάσεις και να φιλήσεις το τιμόνι του αυτοκινήτου.
Ο αισθησιασμός χτύπαγε κόκκινο, όπως και οι ατάκες της, ο ερωτισμός που έβγαζε, ακόμα κι όταν μιλούσε για πολιτικά. Είχα κολλήσει άσχημα μ’ αυτή τη φωνή, οπότε αγόρασα ένα νέο ραδιόφωνο τότε που έπαιρνε και ακουστικά (κάτσε καλά δηλαδή.) για να την ακούω ως τις δέκα που τελείωνε την εκπομπή.
“Την ξέρεις ρε συ Άγγελε την τάδε; Την έχεις δει;“, ρώτησα τον Μενδρινό, που προς μεγάλη μου απογοήτευση δήλωσε άγνοια. “Πώς να την ξέρω ρε αδελφέ; Αυτή βγαίνει στις έξι το πρωί και στις δέκα και πέντε έχει φύγει. Δεν έχουμε ανταμώσει ποτέ“. Και περνούσε ο καιρός και μάγευε η φωνάρα, η οποία, όπως διαπίστωσα και στη μονάδα μου, είχε μαγέψει πολλούς.
Ώσπου, λίγες εβδομάδες αργότερα, ένα απόγευμα στο γραφείο στο ΕΘΝΟΣ, η τηλεφωνήτρια μου πέρασε μια γραμμή. “Σε ζητάει μια κοπέλα. Μάλλον λιώνει για σένα, όπως την άκουσα“, μου είπε. Κι άκουσα λοιπόν μια ερωτική, λάγνα, αισθησιακή φωνή -τη γνωστή φωνή που λέγαμε- να μου ζητάει ένα ρουσφέτι. Στον πληθυντικό.
Επειδή χτες άκουσα μια συνέντευξή σας με τον Παναγιώτη Φασούλα, έχετε την καλοσύνη σας παρακαλώ να μου αφήσετε ένα απόσπασμα για να το παίξω το πρωί στην εκπομπή μου;
Άκου εκεί αν έχω την καλοσύνη. Και την τρέλα έχω κι απ’ όλα. Έφυγα μέσα στη νύχτα μετά την εφημερίδα που ήταν τότε στη Μεταμόρφωση Χαλανδρίου για να κατέβω στον Πειραιά, στο Δημοτικό Θέατρο, να μοντάρω τις δηλώσεις του Φασούλα και να τις αφήσω έτοιμες ΣΤΗ ΦΩΝΗ, που ναι, με είχε δελεάσει στο τηλέφωνο: “Κάποια στιγμή να βρεθούμε να γνωριστούμε“.
Πωωωω! Τι είπες ρε φίλε. Κι έκανα σκέψεις και όνειρα, ακόμα και σχέδια. Να την πάω για ποτό στην Πισίνα, στη Φρεαττύδα, που πάντα ήταν ονειρεμένα. Είχα μπλέξει όμως με το στρατό, τις δουλειές, τα ωράρια, τα πρωινά ξυπνήματα και την τρελή αϋπνία -με τρίωρα ύπνου το πολύ, που με έκαναν να πάθω υπερκόπωση και ορθοστατική υπόταση- οπότε πήγε πίσω η περίφημη συνάντηση.
Ώσπου μια μέρα, το Κανάλι έκανε μια γιορτή, ιδού η χρυσή ευκαιρία. Θα ήταν εκεί και Η ΦΩΝΗ. Είχαμε πληρωθεί την προηγούμενη μέρα από το ραδιόφωνο -ΔΕΠΕΠ η απόδειξη στο Δελτίο Παροχής- οπότε αγόρασα ρούχα για τη μεγάλη μέρα, έφτιαξα μαλλί (ακόμα είχα), όλα έτοιμα για τη μεγάλη γνωριμία με την αισθησιακή, ερωτική και λάγνα. Όμως ήμουν εξαντλημένος ήδη από το τρέξιμο από τα χαράματα, οπότε προτίμησα πρώτα να σερβιριστώ από τον μπουφέ για να καταφέρω να στυλωθώ, και μετά όλο το γήπεδο ήταν δικό μου.
Κι όπως έβαζα κάτι κεφτεδάκια στο πιάτο, ακούω κάπου από πίσω τη μαγική φωνή. Τρώω εκεί στα όρθια ένα κεφτεδάκι κι ένα τυροπιτάκι κι αφήνω το πιάτο για να τη συναντήσω επιτέλους.Κοκάλωσα. Η αισθησιακή, ερωτική, λάγνα φωνή, είχε ένα μουστάκι λίγο πιο μεγάλο από το δικό μου -λίγο όμως- και επιπλέον τα… διπλάσια κιλά από μένα.
Έβριζε το ίδιο αισθησιακά, έτρωγε από όλα τα πιάτα, έλεγε σε όλους το ίδιο: “Τι κάνεις ρε μαλάκα; Πώς είσαι;” Αισθησιακά βέβαια, να τα λέμε αυτά. Μόλις είχε καταρρεύσει μπροστά μου όλη η μαγεία. Δεν γνωριστήκαμε ποτέ. Μία να μου έδινε, θα με εκσφενδόνιζε μέχρι την Καστέλα. Προτίμησα να μην το υποστώ. Μετά από μια μικρή ‘απόδραση’ προς τον 9.84, επέστρεψα στην πρωινή μου συνήθεια και στα ακούσματα του Καναλιού 1.
Γιατί ναι, ήταν η καλύτερη. Το μουστάκι και τα υπόλοιπα δεν την επηρέαζαν καθόλου. Να τα λέμε αυτά. Γι’ αυτό -ΚΑΙ γι’ αυτό- έχει μαγεία το ραδιόφωνο. Γιατί ο καθένας μπορεί να φαντάζεται ό,τι θέλει και να ταξιδεύει με μια φωνή, που τον πάει στα πέρατα του κόσμου. Ακόμα θυμάμαι εκείνη τη φωνή, τριάντα ένα χρόνια μετά. Αυτό δείχνει ξεκάθαρα το πόσο καλή ήταν στη δουλειά της. Ό,τι μένει στο χρόνο, είναι καλό. Κι όπως έλεγε ένας συγκλονιστικός ραδιοφωνατζής, ο Γιάννης Λογοθέτης, “σαράντα χιλιάδες ζευγάρια μάτια πάλλονται από συγκίνηση εδώ στην Τούμπα“. Γιατί το ραδιόφωνο, το ραδιοφωνάκι, τα φέρνει όλα τούμπα.