Η αρρώστια του να εύχεσαι καρκίνο σε αυτόν που διαφωνείτε
Ο Μένιος Σακελλαρόπουλος ασχολείται με εκείνους που βρίζουν στα ραδιόφωνα και επιτίθενται σαν καμικάζι στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, επειδή απλά διαφωνούν.
- 1 ΜΑΡ 2018
“Τι παίζει με εκείνους τους ακροατές του ραδιοφώνου που μπορεί να περιμένουν και σαράντα λεπτά στο κινητό τους για να τους βγάλουν στον αέρα είτε να πουν την άποψή τους είτε να βρίσουν; Τι σόι άνθρωποι είναι;“, με ρώτησαν τις προάλλες κάποιοι σπουδαστές μιας δημοσιογραφικής σχολής, στο πλαίσιο μιας εργασίας που έκαναν για τα Μέσα. Ήταν μια πάσα που έκανε να χαμογελάσω και να σκεφτώ καταστάσεις που είτε που τις φανταζόμουν.
Και το σκέφτομαι όλο και συχνότερα και δεν υπάρχει μέρα που να μην πέφτω από τα σύννεφα, παρότι κοντεύω σαράντα χρόνια φούρναρης και θεωρητικά έχω δει τα πάντα. Ο οπαδός λοιπόν -κι όχι κατ’ ανάγκην ο νεαρός σε ηλικία, απ’ αυτούς τους γαλουχημένους με αρρώστια- έχει φτάσει στο σημείο να μη σέβεται ιερό και όσιο, να μη φρενάρει πουθενά, προφανώς να μην υπολογίζει τίποτα, να μοιάζει μ’ εκείνους τους καμικάζι που πατάνε γκάζι και πετάνε το φορτηγό τους πάνω σε ένα πλήθος κόσμου.
Μήπως νομίζει κανείς ότι αυτό είναι μια απλή εξαίρεση, ένα ατυχές γεγονός, σταγόνα στον ωκεανό; Σας λέω μετά λόγου γνώσεως ότι το φαινόμενο αυτό είναι πολύ έντονο και σε μεγάλη έκταση. Τόσο μεγάλη, που τρομάζει κανείς με την εξάπλωσή του. Κάνοντας τα τελευταία χρόνια μια εκπομπή επικοινωνίας στο ραδιόφωνο, άκουσα αδιανόητα πράγματα στον αέρα και διάβασα πολύ χειρότερα στα mail που έρχονταν στη διάρκεια του προγράμματος.
Να σε πει ο άλλος “σκατοβάζελο” είναι απολύτως κατανοητό. Όλοι ξέρουμε πού ζούμε και πώς είναι τα ήθη και τα έθιμα αυτής της χώρας, πώς είναι τα πράγματα, τι συμβαίνει γύρω μας. Κατανοητό λοιπόν. Αλλά να σου γράψει “ΝΑ ΠΕΘΑΝΕΙΣ ΚΑΙ ΝΑ ΠΑΘΟΥΝ ΚΑΡΚΙΝΟ ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΣΟΥ” ξεπερνάει κάθε όριο λογικής.
Όχι μία φορά, όχι ένας, στρατιές ολόκληρες. Να σου ‘εύχεται’ να σκοτωθείς στο δρόμο φεύγοντας από την εκπομπή; Είναι εξωφρενικό. Μάλλον κάτι περισσότερο: είναι άρρωστο. Και το ξαναλέω για να γίνει απολύτως κατανοητό: όχι ένας, όχι μια φορά μόνο, συνέχεια
Και παρότι έχω εξοικειωθεί με την κατάσταση -έτσι νόμιζα- δεν παύω να πέφτω από τα σύννεφα για το μέγεθος της αρρώστιας που αλήθεια σοκάρει και τους πιο ψύχραιμους, τους απολύτως εξοικειωμένους. Να πεθάνεις ρε; Τόσο απλά και ξεκάθαρα; Πριν μερικούς μήνες ένας ηλικιωμένος οπαδός μιας ομάδας (κι υπάρχουν τέτοιοι σε όλες τις ομάδες, ας μη γελιόμαστε), επιχειρηματίας με πολλές δραστηριότητες δήλωσε στον ‘αέρα’ της εκπομπής ότι δεν θα έπαιρνε σε καμία δουλειά του κάποιον αντίπαλο οπαδό. Επί λέξει.
Κι αυτός ο άνθρωπος, όπως και οι υπόλοιποι, όχι μόνο πάνε στο γήπεδο -με ό,τι συνεπάγεται αυτό- αλλά κάνουν και κάτι πολύ χειρότερο: ΨΗΦΙΖΟΥΝ. Οπότε, γιατί ψάχνουμε για τον κακό μας τον καιρό; Γιατί βρίζουμε νυχθημερόν τη Μέρκελ και τον Σόϊμπλε, εσχάτως κι άλλους πολλούς; Επειδή δεν κοιτάζουμε ποτέ τη δική μας καμπούρα, τα (εγκληματικά) λάθη μας και τις (εγκληματικές) παραλείψεις μας.
Προφανώς και ο ηλίθιος είναι αήττητος, προφανέστατα και δεν έχει χρώμα η βία, ‘πρακτική’ και λεκτική. Οι τζάμπα μάγκες των ραδιοφώνων και του πληκτρολογίου σχηματίζουν στρατό και ανακαταλαμβάνουν την Παλμύρα. Γιατί αυτή η πλημμύρα χυδαιότητας σκεπάζει τα πάντα και βέβαια τους χιλιάδες υγιείς οπαδούς που δεν εύχονται “ΝΑ ΠΕΘΑΝΕΙΣ ΡΕ“.
Τους βλέπουμε και στα γήπεδα. Είναι αυτοί που σηκώνουν το πιστόλι και ρίχνουν τη φονική φωτοβολίδα επειδή έτσι γουστάρουν. Και δεν θα τους πείραζε καθόλου -πιθανότατα να τους χαροποιούσε κιόλας- αν η βολή τους έβρισκε στο λαιμό κάποιον μισητό αντίπαλο. Κι όμως οι διπλανοί τους συναινούν δια της σιωπής τους, θεωρώντας ότι είναι κάτι που δεν τους αφορά.
Η αντιπαλότητα -για να μη νομίσει κανείς ότι κατεβήκαμε από το φεγγάρι- είναι ένα θέμα που μπορεί να κατανοήσει κανείς κι έχει πολύ βαθιές ρίζες. Αν θέλετε, να βρούμε και δικαιολογίες για διάφορους εξοργισμένους
Αλλά όταν φτάνει κανείς στο σημείο να εύχεται να πάθει καρκίνο ο άλλος επειδή απλά υποστηρίζει άλλη ομάδα (ή άλλη άποψη από τη δική σου), τότε η επιστήμη σηκώνει τα χέρια ψηλά. Προ πολλού βέβαια. Είναι τραγικό να εύχεσαι στον άλλο να βρει νεκρά τα παιδιά του μόλις γυρίσει σπίτι. Υπάρχει γιατρειά; Θεωρώ πως όχι. Γιατί για τη χυδαιότητα δεν έχει βγει φάρμακο και δεν προβλέπεται. Ούτε για τη σκατοψυχία των ανθρώπων, συγγνώμη κιόλας.
Να πεθάνει το παιδί του άλλου ρε φίλε επειδή είπε ότι η συγκεκριμένη φάση δεν είναι πέναλτι ή είναι; Όμως ναι, δεν υπάρχει έλεος. Βοήθειά μας. Αλλά να δεις τι σου χω για μετά, που λέει κι ο Μαχαιρίτσας. Μιλάμε για τους ‘καταδρομείς’ του πληκτρολογίου, με έφεση στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, εκεί που υπάρχει πια πεδίο δόξης λαμπρό. Η κατάσταση είναι πλέον ανεξέλεγκτη. Οι επιθέσεις -σε βαθμό χυδαιότητας- είναι πλέον καθημερινές, κατά εκατοντάδες χιλιάδες, πυρηνικές. Μπορεί κάποιος να σχολιάσει ότι δεν του άρεσε η τάδε ταινία κι ότι περίμενε περισσότερα, κι αμέσως ξεσπάει πόλεμος με διασταυρούμενα πυρά. Για απλά καθημερινά πράγματα έτσι; Γιατί όλοι ξέρουν τι συμβαίνει στα πιο σοβαρά, όπως στην περίπτωση του συλλαλητηρίου δηλαδή, της εμφάνισης και της ομιλίας του Μίκη Θεοδωράκη, ή στις περιπτώσεις άλλων σοβαρών θεμάτων όπως της περίπτωσης NOVARTIS.
Να τσακώνονται για ένα βιβλίο; Και να γίνεται μακελειό στα σχόλια επειδή σε κάποιους άρεσε ή δεν άρεσε; Με προσβλητικούς χαρακτηρισμούς και χυδαίες τοποθετήσεις; Προφανώς δεν γίνεται να συμφωνούν όλοι με όλους, να έχουν την ίδια αισθητική και παρόμοια οπτική γωνία. Αλλά οι κατάρες, οι βρισιές, αυτό το ανελέητο ξεκατίνιασμα, τι μπορεί να σημαίνει; Ότι όλο και περισσότεροι είναι στα κάγκελα. Και δεν θα διστάσουν να τσακωθούν άγρια -και να βριστούν βέβαια- για τις πλαστικές σακούλες, εφόσον κάποιος έχει διαφορετική άποψη από τη δική τους.
Γιατί ναι, είχε ξεσπάσει πόλεμος και για τις πλαστικές σακούλες, με επιθέσεις και ύβρεις βέβαια. Μήπως τελικά είμαστε μόνο στην αρχή αυτού του απίστευτου ξεσαλώματος, με την έλλειψη παιδείας να κλείνει συνεχώς το μάτι;