Η αγένεια του να μιλάς ακατάπαυστα στις συναυλίες
- 25 ΙΟΥΛ 2024
Το κείμενο αυτό γράφεται με το ένα πόδι να βρίσκεται στην πλευρά όσων εκνευρίζονται από τις ακατάπαυστες ομιλίες σε μία συναυλία και το άλλο στην πλευρά όσων θεωρούν ότι, εφόσον πλήρωσαν, μπορούν να κάνουν ό,τι θέλουν, πόσω μάλλον να κουβεντιάζουν με την παρέα τους. Σιγά το έγκλημα στην τελική.
Η λεπτή κόκκινη γραμμή που χωρίζει τις δύο αυτές πλευρές, έχει να κάνει με τη στοιχειώδη ευγένεια και τη διάθεση κάποιου να εφαρμόσει μερικούς από τους κανόνες της. Όχι μόνο απέναντι στους γύρω του, αλλά και τον καλλιτέχνη στη σκηνή. Αποδεδειγμένα, δεν έχουν όλοι αυτή τη διάθεση και πρέπει να ζήσουμε με αυτό.
Με κίνδυνο να γίνω ο κύριος με το λευκό φανελάκι, τα γυαλιά πρεσβυωπίας χαμηλά στο ρινικό οστό και την ελαφριά καμπούρα από την απέναντι πολυκατοικία, που κοιτάζει υποχθόνια μέσα από τα λεπτά κενά των παραθυρόφυλλων το διαμέρισμα με τη δυνατή μουσική σε ώρα κοινής ησυχίας, θα το γράψω και ας μην είμαι ο Χρήστος Βακαλόπουλος: Όσοι δεν βάζουν γλώσσα μέσα τους στις συναυλίες, είναι ενοχλητικοί.
Επειδή όμως δεν φοράω λευκά φανελάκια, τα γυαλιά μυωπίας μου είναι στη θέση τους και δεν έχω -για την ώρα τουλάχιστον- καμπούρα, ο δείκτης μου δεν έχει ακουμπήσει την πλάτη των λαλίστατων μπροστινών ώστε να προχωρήσω σε παρατηρήσεις. Αυτό δε σημαίνει βέβαια ότι δεν ενοχλούμαι από τις συζητήσεις περί αβοκάντο, το αν προσφέρει τελικά ή όχι κάτι ουσιαστικό στον οργανισμό μας την ώρα που η Elizabeth Fraser τραγουδάει το “Song to the Siren”.
Με τη βοήθεια μιας λαμπρής τεχνολογικής εφεύρεσης η οποία δεν έχει ακόμη κυκλοφορήσει στην αγορά, μεταφερόμαστε πίσω στο live των Massive Attack και την Πλατεία Νερού. Όχι, οι γύρω μου δεν συζητούσαν για αβοκάντο, λίγο πιο δίπλα, όμως, μια παρέα που ευτυχώς η ενοποιημένη τους φωνή δεν έφτασε προς το μέρος μου, πέρασε ένα μεγάλο μέρος του σόου ανταλλάσσοντας απόψεις. Το κατάλαβα από τις χειρονομίες τους, από τον τρόπο που μιλούσαν για το γεγονός πως περνούσαν υπέροχα. Με τη συζήτησή τους, όχι με το live. Αλλά αυτό δεν έχει σημασία; Να περνάμε καλά. Εντάξει, όχι ακριβώς.
Ο συνδετικός κρίκος μεταξύ της δικής μου παρέας και της παρέας που μιλούσε ασταμάτητα ήταν δύο κυρίες οι οποίες, χωρίς καμία αμφιβολία, είχαν έρθει για να ακούσουν μουσική. Αυτό γίνεται συνήθως στις συναυλίες. Μόνο που, δυστυχώς για εκείνες, δεν υπολόγισαν τον παράγοντα «δεν έχω καμία ενσυναίσθηση».
Παρά τους φωναχτούς προβληματισμούς τους όπως «δεν γίνεται αυτό, αλήθεια» και «άκου, άκου, δεν σταματάνε», οι ομιλητικοί τύποι συνέχισαν ακάθεκτοι, όπως η ίδια η ζωή που συνεχίζει το ταξίδι της αφήνοντάς μας πίσω, ανήμπορους να αντιδράσουμε μπροστά σε τέτοια ενοχλητικά περιστατικά από καθαρή ευγένεια.
Όση ευγένεια δείχνουμε οι περισσότεροι, όμως, ακόμα και όταν έχουμε το δίκιο με το μέρος μας, άλλη τόση έλλειψη ενσυναίσθησης έχει και ένα μεγάλο ποσοστό που πηγαίνει στις συναυλίες για να μιλήσει αντί να ακούσει – αποτελεί πρόβλημα και στην καθημερινότητα αυτό.
Άραγε, να είναι η ασφάλεια και η ψευδαίσθηση της υπεροχής που δίνει το πληρωμένο εισιτήριο αυτό που κάνει κάποιον να μη σέβεται ούτε τους γύρω του, αλλά ούτε και τον καλλιτέχνη; Να είναι το απαίδευτο μουσικό αφτί που πολλές φορές συγχρονίζεται με την κακή προς όλους συμπεριφορά όταν αυτό που ακούς, δεν σου κάνει; Να είναι η ζέστη αυτή που χτυπάει κατευθείαν στο μεσολόβιο με αποτέλεσμα να προκαλεί παράλληλη σύγχυση σε αριστερό και δεξί ημισφαίριο;
Πολλά τα ερωτήματα, μεγάλη και η ανάγκη μας να μεταφέρουμε πολλά, υπερβολικά πολλά μηνύματα την ώρα μιας συναυλίας. Μιας συναυλίας που πλήρωσες για να ακούσεις από κοντά, όπως και εκείνοι. Τα ίδια δικαιώματα έχουμε λοιπόν, με τη διαφορά ότι εσύ, μόλις γυρίσεις στο σπίτι, θα βάλεις να ακούσεις ξανά το “Song to the Siren” στο YouTube, ενώ οι ομιλητικοί τύποι θα τρέξουν στο ψυγείο να πιουν νερό. Φτάνει η στιγμή που το στόμα στεγνώνει.