Η επανάσταση του «μέτριου» Σπύρου Μπιμπίλα
- 26 ΦΕΒ 2021
Το «γιατί τώρα» έχει γίνει το μότο κάθε ανθρώπου που προσπαθεί ως γνωστόν να ρίξει την ευθύνη στο θύμα. Έχει όμως και μία πρακτική χρησιμότητα. Τι είναι αυτό που έκανε τόσο πολλούς ανθρώπους του θεάτρου να βγάλουν προς τα έξω πράγματα που κυκλοφορούσαν ούτως ή άλλως ως φήμες εδώ και πολύ καιρό; Σίγουρα η δύναμη της Σοφίας Μπεκατώρου, το προηγούμενο παράδειγμα των ΗΠΑ αλλά και η έμφαση στις πολιτικές ταυτότητας είναι σημαντικοί παράγοντες. Ένας άλλος όμως είναι και η κατάσταση στην οποία έχει περιέλθει ο χώρος λόγω του κορονοϊού.
Η περίπτωση του Μπιμπίλα
Τα θέατρα είναι εδώ και μήνες κλειστά και αυτό μέσα στα διάφορα πολύ αρνητικά που προφανώς επιφέρει, δίνει και χώρο για μεγαλύτερη ενδοσκόπηση. Οι εξαρτήσεις είναι λιγότερες και μαζί τους οι εξουσιαστικές σχέσεις. Με άλλα λόγια, αυτοί που είχαν κάποτε την ισχύ να πατήσουν στην ανάγκη κάποιου να εργαστεί, για να ζήσει ο ίδιος και η οικογένειά του, πλέον δεν την έχουν. Τα στόματα άρχισαν να ανοίγουν.
Από την αρχή όλης αυτή της κρίσης ο Σπύρος Μπιμπίλας έχει διαχειριστεί ως πρόεδρος του Σωματείου Ελλήνων Ηθοποιών (μαζί με τον επίσης φανταστικό Πασχάλη Τσαρούχα) με έναν εξαιρετικό τρόπο όλα όσα καταγγέλλονται. Οι ισορροπίες μεταξύ ενός αδηφάγου κοινού που καταναλώνει ειδήσεις και του σεβασμού στο καταστατικό είναι λεπτές αλλά διατηρούνται τέλεια. Βλέποντας τον Σπύρο Μπιμπίλα βλέπεις έναν άνθρωπο, σχεδόν μία μυθιστορηματική φιγούρα, που ανέλαβε χωρίς ποτέ να το περιμένει ένα τεράστιο βάρος στους ώμους του. Δεν μπορώ καν να φανταστώ πόσο δύσκολο είναι να χρειάζεται να διαχειριστείς τα τραυματικά βιώματα χιλιάδων ανθρώπων που ήρθαν σε εσένα για να βιώσουν την κάθαρση.
Σε κάθε δημόσια παρέμβαση του, σε κάθε συνέντευξη, ακόμα και στον τρόπο που περπατούσε για να καταθέσει στον Εισαγγελέα τον φάκελο με τις καταγγελίες έβλεπες το πρόεδρο του ΣΕΗ σαστισμένο μπροστά στις εξελίξεις. Μαζί όμως και αποφασισμένο να φανεί αντάξιος της ιστορικής συγκυρίας που του έλαχε στον λαχνό. Δε φόρεσε όμως ποτέ την μπέρτα του super ήρωα παίρνοντας τα φώτα από άλλους. Είχα πολύ καιρό να δω έναν άνθρωπο που εμφανώς νιώθει ότι οι περιστάσεις τον ξεπερνούν (όπως θα ξεπερνούσαν οποιονδήποτε θα ήταν στη θέση του) και ότι αυτά που πρέπει να κάνει δεν αφορούν τον ίδιο αλλά τη θέση του στην ιστορία του θεάτρου αυτής της χώρας.
Οι κορυφαίοι και οι μέτριοι
Οφείλουμε πρώτα και πάνω από όλα να τονίσουμε ένα πράγμα. Οι κακοποιητικές πρακτικές, οι σεξουαλικές παρενοχλήσεις, το bullying και οι βιασμοί δεν είναι ίδιον άρρωστων ανθρώπων που έχασαν τον έλεγχο. Είναι το ακριβώς αντίθετο. Όσοι είχαν αυτές τις συμπεριφορές δεν έχαναν από τη ζωώδη ορμή τους. Θεωρούσαν αντιθέτως ότι μπορούσαν να ελέγξουν τα πάντα. Πίστευαν ότι η ψυχοσύνθεση, η αξιοπρέπεια ακόμα και το σώμα των γύρω τους ανήκε, ήταν μέρος της εξουσίας τους. Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι προς το παρόν όλοι ήταν άντρες. Δεν ήταν επίσης τυχαίο ότι τα θύματά τους ήταν πάντα λιγότερο γνωστοί (κατά την περίοδο των συμβάντων) ηθοποιοί. Σημάδευαν όσους θεωρούσαν ανυπεράσπιστους και εκεί χτυπούσαν. Η ζωώδης ορμή τους ελεγχόταν σίγουρα πολύ ευκολότερα απέναντι σε άλλους ισχυρότερους από εκείνους.
Δεν είναι ζήτημα βέβαια μόνο του θεάτρου. Είναι συστατικό στοιχείο μιας ολόκληρης ηγεμονικής κουλτούρας. Και σε άλλους χώρους αυτή η εξουσία μπορεί να προκύπτει λόγω θέσης, οικονομικών συμφερόντων, κυκλωμάτων. Εδώ τα πράγματα διαφέρουν. Με δεδομένο ότι μιλάμε για έναν χώρο που αφορά τη δημοσιότητα, πεδίο αναπαραγωγής της εξουσίας ήταν και το στάτους του «κορυφαίου ηθοποιού». Ο πριν από λίγο καιρό γονυπετής Λιγνάδης που φίλαγε με πάθος μία μικρογραφία της Ακρόπολης καταφεύγει σε αυτό κύρος του ακόμα και τώρα, χώνοντας το στον πυρήνα της υπερασπιστικής του γραμμής. «Εγώ δεν έκανα τίποτα από όλα αυτά, οι άλλοι τα λένε γιατί με ζηλεύουν που είμαι καλύτερος». Δεν είπε περίπου αυτό. Είπε ακριβώς αυτό.
Ας ξεπεράσουμε το αν πράγματι ήταν κορυφαίος, γιατί πολλές φορές, για να είμαστε ειλικρινής, «κορυφαίος» γίνεται αυτός που έχει τους κατάλληλους φίλους. Οι απόλυτες διακρίσεις μεταξύ υψηλής και λαϊκής τέχνης έχουν πάρα πολλά προβλήματα. Αυτό ομολογώ είναι ένα από εκείνα που δεν είχα σκεφτεί ποτέ. Άνθρωποι που είτε άξια είτε επειδή είχαν τους κατάλληλους φίλους πόνταραν μέρος της εξουσίας τους σε αυτή την ποιότητα. Μεγαλόσχημοι με τις αναφορές τους σε κλασικά έργα, με ισχύ και σοβαροφάνεια έριχναν τα δίχτυα τους σε αυτούς που οι ίδιοι έβλεπαν ως μέτριους, αδύναμους, κακούς ηθοποιούς. Οι θεατρικοί στους τηλεοπτικούς. Οι ώριμοι στις νεαρές. Οι διάσημοι στους άσημους.
Η επανάσταση της μετριότητας
Οι καταγγελίες των τελευταίων ημερών έρχονται να ανατρέψουν τα πράγματα. Άνθρωποι που δεν έκαναν πορεία στο θέατρο (εν πολλοίς και λόγω των τραυμάτων τους) και άλλοι που θεωρούνται υποτιμητικά τηλεοπτικοί, που παίζουν σε «σαχλοσίριαλ» προσφεύγουν σε έναν άλλο μέτριο (κατά τον κ. Λιγνάδη), τον Μπιμπίλα, για να βρουν το δίκιο τους. Οι κορυφαίοι ακόμα δεν έχουν καταλάβει από πού τους έχει έρθει. Κάνουν κινήσεις πανικού, αντιδρούν με τρόπους που δεν έχουν κανένα νόημα στην εποχή μας. Προσπαθούν να κινητοποιήσουν ό,τι έχουν προκειμένου να κρυφτούν. Και αποτυγχάνουν. Κάθε μέρα και πιο πολύ. Ο δρόμος από τις αναφορές στον Tennesse Williams και τον Αισχύλο στον απόλυτο αυτοεξευτελισμό είναι πολύ συντομότερος από ό,τι πίστευα.
Από τότε που βγήκαν προς τα έξω αυτοί οι χαρακτηρισμοί, ένα απίστευτο κύμα αγάπης βγήκε από ηθοποιούς, σκηνοθέτες αλλά και άσχετους με το θέατρο ανθρώπους προς το πρόσωπο του Μπιμπίλα. Σαν κάτι που τους κράταγε όλους διστακτικούς να έσπασε. Ίσως, από την ανάγκη να βρούμε και κάτι ακόμα φωτεινό σε αυτή την τόσο σκοτεινή ιστορία.
Τα πράγματα, βλέπετε, πολλές φορές είναι γκρίζα και όσο περισσότερο τα αναλύεις τόσο πιο πολύ γκριζάρουν. Το να αναλύεις τον κόσμο γύρω σου με όρους άσπρου και μαύρου είναι δείγμα μίας απλοϊκής σκέψης. Εδώ όμως, στο δίλημμα που μας θέτει ο ίδιος ο κ. Λιγνάδης με το υπόμνημά του, τα πράγματα γίνονται πολύ ευκολότερα. Αν, λοιπόν, το δίλημμα που πρέπει να τεθεί είναι αν είμαστε με τον κορυφαίο Λιγνάδη του Εθνικού και της αρχαίας τραγωδίας ή με τον Μπιμπίλα, των καρτούν και του σίριαλ, μπορούμε να είμαστε ελεύθερα και με όλη μας την ψυχή με τον δεύτερο. Πόσο καλύτερος θα ήταν ο κόσμος αν υπήρχαν περισσότεροι τέτοιοι μέτριοι.