Δίκη Τοπαλούδη: Ήταν τελικά λάθος η αγόρευση της εισαγγελέα;
H Αριστελία Δόγκα με τον συναισθηματικό της λόγο συγκλόνισε αλλά μαζί και ανακίνησε μια εξουσία που είχε μάθει καμιά φορά να κρύβεται πίσω από τον ψύχραιμο τόνο της.
- 15 ΜΑΙ 2020
Yπάρχουν κάποιες περιπτώσεις που πρέπει να γράψεις κάτι. Σε αυτό το κάτι όμως δεν μπορείς να έχεις ένα απόλυτο πόιντ. Όχι απλά δεν μπορείς να είσαι σίγουρος ως προς το δίκαιο των επιχειρημάτων σου. Αυτό συμβαίνει ούτως ή άλλως. Αναφέρομαι όμως σε καταστάσεις που μπερδεύουν, που τα αναλυτικά σου εργαλεία δεν μπορούν εύκολα να τα βάλουν σε αυτή τη βολική τάξη πραγμάτων του “υπέρ ή του κατά”. Μια τέτοια κατάσταση ήταν και η χθεσινή για την αγόρευση της εισαγγελέα Αριστοτελίας Δόγκα ως προς τη δίκη της Ελένης Τοπαλούδη. Tουλάχιστον σε κάποιο σημείο της.
Όταν άρχισα να βλέπω ποστ που εγκωμίαζαν την αγόρευση αυτή, ομολογώ ότι δεν έκανα αυτή την ελάχιστη κίνηση: Να πατήσω το κλικ και να διαβάσω και εγώ έστω ένα κομμάτι της. Και δεν ήταν θέμα τεμπελιάς. Είχα στο μυαλό μου μια συγκεκριμένη εικόνα για το τι σημαίνει μια αγόρευση ενός εισαγγελέα. Ψυχροί, καταγγελτικοί λόγοι με συναισθήματα που είναι όμως πάντα καναλαρισμένα μέσα σε ένα πλαίσιο φαινομενικής ‘αποστασιοποίησης’ από τα γεγονότα. Συνήθως λόγοι που διαπνέουν μια κάποια συντηρητική σκέψη και κοσμοθεωρία. Σκέψη και κοσμοθεωρία που συχνά προβάλλεται και στο μικρο-επίπεδο της υπόθεσης την οποία ερευνούν.
Όταν τελικά πλήθυναν οι δημοσιεύσεις στα social media και όταν διάβασα και ένα μικρό κομμάτι, εντυπωσιάστηκα. Όχι μόνο πάτησα το κλικ αλλά άρχισα να ψάχνω συστηματικά στο ίντερνετ προκειμένου να διαβάσω όσα περισσότερα κομμάτια μπορούσα. Δεν μπορώ να περιγράψω ακριβώς το συναίσθημά μου. Ένα ‘πες τα ρε γαμώτο’ που θα αντικατόπτριζε φαντάζομαι το περίφημο κοινό περί δικαίου αίσθημα. Αμέσως μετά ένα μεγάλο αίσθημα ανακούφισης. Όπως είπε και η ίδια στον λόγο της “υπάρχουν κάποιοι που κρατάνε όρθιο αυτόν τον τόπο”. Εκείνη τη στιγμή το πίστεψα. Η ανακούφιση είναι ο καλύτερος τρόπος να σχηματίσεις μερικές από τις πιο στρεβλές αναπαραστάσεις της πραγματικότητας. Μια τέτοια στρεβλή αναπαράσταση είναι οτι πράγματι θα σε σώσουν μερικοί τίμιοι άνθρωποι. Όποια θέση και αν έχουν.
Αυτό είναι άλλωστε και ο λόγος που μάλλον προσπερνούσα πράγματα με τα οποία διαφωνούσα ή που έδειχναν στοιχεία μιας πιο συντηρητικής σκέψης. Για παράδειγμα η αντίληψη της οικογένειας ως του μόνου διαμορφωτικού παράγοντα σε μια κοινωνία ή το ‘αφίλητη’ παρθένα. Ίσα-ίσα όμως. Το να γίνονται τέτοιες καταγγελίες από έναν συντηρητικό άνθρωπο που έχει την εξουσία που έχει και η εισαγγελέας ίσως να είναι κάτι ακόμα πιο ελπιδοφόρο.
Με την πάροδο των ωρών, τον ενθουσιασμό διαδέχτηκε και μια κριτική. Μια κριτική που ερχόταν κυρίως από νομικούς κύκλους. Ίσως αυτός ο συναισθηματικός λόγος να αποτελεί κατάχρηση εξουσίας. Ίσως ακόμα και να αποτελέσει πρόβλημα για την ίδια την διαδικασία της καταδίκης των δύο κατηγορούμενων. Στην τελική, μπορεί να δημιουργήσει και ένα κακό προηγούμενο. Δεν χρειάζεται να είσαι νομικός για να ξέρεις ότι τα δικαστήρια και οι διαδικασίες τους στήνονται ως μέρη μια ακολουθίας που βασίζεται και σε προηγούμενες δικαστικές αποφάσεις. Θέλουμε, λοιπόν, μια συναισθηματική αγόρευση να γίνει κοινή πρακτική; Ποια είναι τα όρια του λεγόμενου κοινού περί δικαίου αισθήματος; Πόσο πρέπει τελικά ο δικαστής να κρίνει με βάση αυτό; Πόσο χωράει η ηθική της κοινωνίας μέσα στην αίθουσα μέσα σε αυτήν;
Προφανώς πρόκειται για ερωτήματα που δεν τίθενται για πρώτη φορά. Υπάρχουν επιστήμονες πολύ πιο ειδικοί από εμένα που -επίσης φαντάζομαι- δεν μπορούν να δώσουν απόλυτες απαντήσεις. Όταν το κάνουν, το κάνουν γιατί κάπως πρέπει να προχωρήσουμε. Η απόδοση δικαιοσύνης εξάλλου είναι ένα από τα πλέον σύνθετα πράγματα που συνθέτουν μια οργανωμένη κοινωνία. Η ιδιαιτερότητα του είναι ότι εκτός από σύνθετο είναι και πολύ επιτακτικό. Έχει άμεση επίπτωση σε ζωές και τελικά στη συγκρότηση μιας κοινωνίας. Η περίπτωση της Ελένης Τοπαλούδη είναι μια από αυτές τις περιπτώσεις.
Αυτό που νομίζω όμως δεν πρέπει καθόλου να ξεχνάμε μέσα αυτή τη περιπλοκότητα είναι ότι η δικαιοσύνη είναι και χώρος πολιτικής. Όσο σύνθετα και αν είναι τα ζητούμενα. Όσο και αν είναι αδύνατο για έναν μην νομικό να χώνεται σε νόμους, φιλοσοφίες δικαίου, νομολογίες. Πίσω από αυτούς τους σύνθετους γλωσσικούς κώδικες υπάρχει μια εξουσία. Και αυτή η εξουσία έχει λόγους που επικυρώνουν πολιτικές. Τελικά, βγάζουν αποφάσεις, οργανώνουν διαδικασίες, στοχοποιούν. Ενοχοποιούν ή απελευθερώνουν.
Πολιτικά βλέποντας το -και η καταφυγή στην πολιτική δεν είναι μόνο ο πιο εύκολος τρόπος να μιλήσει κάποιος ως μη ειδικός, είναι κάτι ουσιαστικό- ο λόγος της εισαγγελέα ήταν ένα ορόσημο. Γιατί έχουν προηγηθεί χιλιάδες άλλοι λόγοι, ίσως λιγότερο συναισθηματικοί, με τους οποίους αυτός νοητά αντιπαρατίθεται. Γιατί γυναίκες, όπως η Ελένη Τοπαλούδη, που τις βίασαν ή που αποπειράθηκαν να τις βιάσουν, έχουν μπροστά τους μια εξουσία. Μια εξουσία που έχει νομιμοποιηθεί με κυρίαρχους πολιτικούς λόγους. Και βρίσκουν συνεχώς μπροστά τους ένα “και εσύ γιατί ήσουν εκεί;”. Όπως βρήκε και η Ελένη Τοπαλούδη ένα “γιατί πήγε σπίτι τους;”. Αυτό το ερώτημα το βρίσκουν από την αρχή μπροστά τους. Από τον αξιωματικό υπηρεσίας που έκανε την καταγγελία μέχρι τους εισαγγελείς και τους δικαστές. Με αυτό πρέπει να αναμετρηθούν. Συνεχώς. Ένα ερώτημα που υπαινίσσεται πλάι του και ένα ‘και εσύ τι έκανες για να μη βιαστείς;’.
Μπορεί, λοιπόν, η δουλειά του εισαγγελέα είναι να μείνει στα γεγονότα. Αλλά αυτά τα γεγονότα δεν εξετάζονται ουδέτερα. Υπάρχουν φίλτρα και αυτά τα φίλτρα είναι εν πολλοίς ιδεολογικά. Ωστέ καμιά φορά να είναι απαραίτητος ένας λόγος σαν και της Αριστοτελίας Δόγκα, για να μη χρειάζεται να εξετάζουμε το γιατί πήγε κάπου όπου βιάστηκε μια γυναίκα με ένα προκαθορισμένο φίλτρο που να λέει ότι “αφού δεν αρπάχτηκε από τη μέση του δρόμου, ε, ίσως και να τα ήθελε”.
Μια από τις κύριες διαφωνίες μου με τον λόγο της εισαγγελέα είναι η παρουσίαση των κατηγορουμένων ως τέρατα. Το να παρουσιάσεις κάποιον ως τέρας είναι σαν να τον παίρνεις από την ανθρώπινη και τελικά από την κοινωνική του υπόσταση. Να τον παρουσιάζεις ως κάτι παντελώς ξένο σε μια κοινότητα, κάτι που δεν μπορείς με οποιονδήποτε άλλον τρόπο να το παρομοιάσεις. Το ονοματίζεις τέρας και νιώθεις καλύτερα για σένα. Τόσο πολύ ξένο σώμα τον βλέπεις. Το ζήτημα όμως είναι ότι αυτοί οι δύο τύποι δεν ήρθαν από τον ουρανό ούτε ξεφύτρωσαν από τη γη. Αυτοί οι δύο τύποι δεν ήταν μόνο κατασκευάσματα των οικογενειών τους (όπως σαφώς υπονοήθηκε στην αγόρευση). Αυτοί οι δύο τύποι είναι κομμάτια από τις σάρκες μιας κοινωνίας και συγκεκριμένων ηγεμονικών λόγων. Ως τέτοια πρέπει να καταδικαστούν. Θα το κάνουμε όμως με φωνές;
“Ψύχραιμα μιλούν οι κυρίαρχοι, οι υπόλοιποι φωνάζουμε”. Καμιά φορά το να μη μιλάς ψύχραιμα ως κυρίαρχος μπορεί να είναι υπέρβαση της θέσης σου. Μπορεί ίσως και να δημιουργήσει και προβλήματα σε αυτό που θες να πετύχεις. Μπορεί να εγείρει διάφορα νομικά προβλήματα που δεν είμαι σε θέση να αγνοήσω. Η Ελένη Τοπαλούδη όμως δεν ήταν και εκεί για να φώναξει. Το χειρότερο; Αν ήταν εκεί, αν τα πράγματα είχαν εξελιχθεί κάπως διαφορετικά και η ίδια είχε σωθεί, θα φώναζε. Δεν θα ήταν όμως κανείς εκεί για να την ακούσει.