© 2021 / Τατιάνα Μπόλαρη / Eurokinissi
BUZZ

Κάτι είναι πολύ σάπιο στο βασίλειο του Δημήτρη Λιγνάδη

Ο πρώην Διευθυντής του Εθνικού Θεάτρου κατηγορείται για ειδεχθή εγκλήματα. Στο πρόσωπό του καθρεφτίζεται όλη η κουλτούρα ατιμωρησίας που εκτρέφεται στα υψηλά κλιμάκια της ελληνικής κοινωνίας.
Κατηγορίες για βιασμό κατά συρροή. Εκμετάλλευση της επαγγελτικής του θέσης. Δημιουργία κλίματος εμπιστοσύνης σε άτομα πολύ ευαίσθητης ηλικίας. Πιθανή εμπλοκή ΜΚΟ. Οι πληροφορίες για το ένταλμα σύλληψης του Δημήτρη Λιγνάδη προκαλούν ανατριχίλα. Μοιάζουν βγαλμένες από κάποιο εφιαλτικό αστυνομικό μυθιστόρημα: Όπου ένας μεγαλόσχημος καλλιτεχνικός παράγοντας στήνει ιστούς για να δελεάσει ανήλικα θύματα. Στην παρούσα φάση, όμως, κανείς δεν μπορεί να προδικάσει το αποτέλεσμα της υπόθεσης. Σε τελικά ανάλυση, μπορεί ο πρώην Διευθυντής του Εθνικού Θεάτρου να αποδειχθεί αθώος -για τις πάμπολλες καταγγελίες που βαραίνουν το πρόσωπό του αυτήν τη στιγμή. Ή και όχι.

Η υπόθεση Λιγνάδη βρίσκεται πια στα χέρια της δικαιοσύνης χωρίς ίσως και αλλά. Οι λεπτομέρειες που προκύπτουν, έως τώρα, κάνουν λόγο για πιθανά κακουργήματα τα οποία αφήνουν άφωνους ακόμα και τους μεγαλύτερους υποστηρικτές της αθωότητάς του. Μέχρι όμως να ξετυλιχτεί το νομικό κουβάρι, υπάρχουν ερωτήματα που πλανώνται σαν μαύρο σύννεφο πάνω από την επιλογή του για μία τόσο κομβική για τον πολιτισμό θέση.

Δεν είναι λίγοι οι επώνυμοι άνθρωποι του θεάτρου που μίλησαν για αποτρόπαιες φήμες οι οποίες κυκλοφορούσαν εδώ και χρόνια. Ο Δημήτρης Λιγνάδης όμως βρέθηκε να είναι Διευθυντής του Εθνικού με απευθείας διορισμό. Δε χρειάστηκε κανένας διαγωνισμός για να φτάσει έως εκεί. Το κατά πόσο ή όχι ήταν άξιος για να σηκώσει ένα τέτοιο βάρος στις πλάτες του είναι μία άλλη συζήτηση.

Ο συγκεκριμένος ρόλος, βέβαια, δεν έχει να κάνει μόνο με τις υποκριτικές ικανότητες, γνώσεις και όραμα ενός ηθοποιού. Πρεσβεύει κάτι πολύ πιο συνολικό, κάτι πολύ μεγαλύτερο. «Δεν υπάρχει μεγάλος καλλιτέχνης αν δεν έχεις γίνει σπουδαίος άνθρωπος» σημείωσε πολύ σωστά, πριν λίγες μέρες, ο σκηνοθέτης Σωτήρης Τσαφούλιας.

«Η γυναίκα του Καίσαρα δεν αρκεί να είναι τίμια, πρέπει και να φαίνεται τίμια» λέει η γνωστή ιστορική φράση. Ένα απόφθεγμα που ακούγεται κυνικό μεν, κρύβει μεγάλες πολιτικές αλήθειες δε. Η σημερινή Υπουργός Πολιτισμού Λίνα Μενδώνη, γενική γραμματέας του ίδιου υπουργείου για 10 χρόνια, όμως, δεν έδωσε καμία σημασία σε όλα όσα λέγονταν και ακούγονταν -έστω ως φήμες- στους διαδρόμους των θεάτρων. Ήταν απόλυτα σίγουρη για την επιλογή της. Αλλιώς γιατί να διορίσει απευθείας κάποιον;

Κανείς, φυσικά, δε λέει πως οι άνθρωποι που βρίσκονται σε διευθυντικές θέσεις κομβικών πολιτιστικών θεσμών οφείλουν να είναι straight, λευκοί και παντρεμένοι. Στη συγκεκριμένη περίπτωση οι φήμες δεν είχαν να κάνουν με το κοινωνικό προφίλ ενός διάσημου ηθοποιού αλλά με πιθανά κακουργήματα. Άρα θα έπρεπε να είχαν ελεγχθεί. Αν όχι πριν τον απευθείας διορισμό του, σίγουρα τότε από την πρώτη στιγμή που βγήκαν στην επιφάνεια οι καταγγελίες.

Ο Δημήτρης Λιγνάδης παραιτήθηκε οικειοθελώς με το που έσκασε η πρώτη βόμβα. Το Υπουργείο Πολιτισμού, όμως, έχασε πολύτιμο χρόνο. Δεν φρόντισε να τονίσει εξαρχής πως μέχρι να ξεκαθαριστεί το τοπίο, ένας άνθρωπος που κατηγορείται για τόσο βαριά κακουργήματα δεν μπορεί να βρίσκεται σε τόσο υψηλή θέση. Όπως η ίδια η κα Μενδώνη ανέφερε, ο πρώην Διευθυντής του Εθνικού ρωτήθηκε αν έχει σχέση με όλα αυτά και εκείνος το αρνήθηκε. Αλήθεια, είναι δυνατόν κάτι τόσο κρίσιμο να μένει στο επίπεδο μίας ερώτησης που παίρνει απάντηση με ένα απλό ναι ή ένα όχι;

Μάλιστα, προτού καν εκδικαστεί η υπόθεση ή υπάρξει σύλληψη εξαιτίας των καταγγελιών, η Υπουργός Πολιτισμού φρόντισε να κατονομάσει ως «επικίνδυνο άνθρωπο» εκείνον που η ίδια τοποθέτησε στο τιμόνι του Εθνικού Θεάτρου χωρίς διαγωνισμό. Ξαφνικά, ο Δημήτρης Λιγνάδης έγινε persona non grata. Στο ενδιάμεσο, βέβαια, και στις 15 Φεβρουαρίου η αφήγηση έλεγε ότι εκείνος παραιτήθηκε για προσωπικούς λόγους. Στις 19 του ίδιου μήνα όμως, αποδείχθηκε ότι είχε εξαπατήσει μία ολόκληρη κυβέρνηση.

Δυστυχώς, για όλους μας, υπάρχουν τρομερά κενά στη διαχείριση της συγκεκριμένης κρίσης. Κενά που δημιουργούν ανασφάλεια στο κοινό περί δικαίου αίσθημα. Με λίγα λόγια, κανείς δε φαίνεται να αναλαμβάνει τις ευθύνες των πράξεων και των επιλογών του. Το κράτος δε φρόντισε να «θέσει σε διαθεσιμότητα» έναν διορισμένο λειτουργό του μέχρι να έρθει η ώρα της κρίσης· δεν υπήρξε καμία παραίτηση κυβερνητικού προσώπου· η απαιτούμενη πολιτική πυγμή έλαμψε δια της απουσίας της για δύο περίπου εβδομάδες.

Στο πρόσωπο του Δημήτρη Λιγνάδη καθρεφτίζεται η κουλτούρα ατιμωρησίας που εκτρέφεται εδώ και χρόνια στα υψηλά κλιμάκια της ελληνικής κοινωνίας. Θα πρέπει, βέβαια, να μην ξεχνάμε ότι όλοι οι πολίτες είμαστε αθώοι μέχρι αποδείξεως του εναντίου. Ανεξάρτητα, όμως, με το αν ο πρώην Διευθυντής του Εθνικού Θεάτρου είναι ένοχος ή όχι, υπάρχει και άλλο ένα σοβαρό διακύβευμα που έχει προκύψει: Μήπως κάποιοι πολίτες είναι πιο ίσοι από κάποιους άλλους;

Γιατί πώς αλλιώς μπορεί να εξηγήσει κανείς το γεγονός ότι ένας άνθρωπος για τον οποίο το ίδιο του το επαγγελματικό σινάφι έλεγε τα «χειρότερα», αφήνοντας να εννοηθούν φήμες για κακουργηματικές πράξεις, βρέθηκε με τέτοια άνεση σε μία τόσο υψηλή θέση; Πώς είναι δυνατόν να υπάρχει παραδοχή από την πλευρά της Υπουργού Πολιτισμού ότι -σύμφωνα με τα δικά της λεγόμενά- ο εκλεκτός της αποδείχθηκε «επικίνδυνος άνθρωπος» και εκείνη να μην παραιτείται;

Στο βασίλειο του Δημήτρη Λιγνάδη και του κάθε Δημήτρη Λιγνάδη κάτι είναι πραγματικά σάπιο. Εκεί υπάρχουν φρικαλέες φήμες που κανείς δε διερευνά, απευθείας διορισμοί με βάση κάποιο άγραφο κληρονομικό δίκαιο, έπαρση τεραστίων διαστάσεων και πεισματική άρνηση εξωκοινοβουλευτικών Υπουργών να αναλάβουν τις ευθύνες των πράξεών τους. Όλα, δηλαδή, μοιάζουν με θεατρική παράσταση χωρίς λύτρωση στο τέλος. Τουλάχιστον, όχι ακόμη.

Exit mobile version