Ξυπνήστε με όταν μάθουμε να χάνουμε
- 4 ΜΑΙ 2015
Για ένα φεγγάρι, εκεί μετά το σχολείο που κάθε μέρα έμοιαζε με σαββατοκύριακο, ζούσα και ανέπνεα μόνο για την ΑΕΚ. Θυμάμαι είχα ένα τεράστιο ημερολόγιο στο δωμάτιο και σημείωνα όλα τα εντός της ομάδας σε μπάσκετ, ποδόσφαιρο, βολεϊ, χάντμπολ. Πήγαινα σε όσα μπορούσα. Πήγαινα και εκτός έδρας μερικές φορές.
Έχω γνωρίσει που λες και οπαδούς και φιλάθλους και ανθρώπους εγκλωβισμένους στο φανατισμό τους που μια δήθεν πρόκληση τύπου Σπανούλη που ‘δεν ακούει’ θα μεταφραζόταν εν ριπή οφθαλμού σε “Ρε μαλάκα, ο Σπανούλης μάς έβρισε τη μάνα, πάμε μέσα να του δείξουμε του αληταρά”. Υπήρξε ένα σημείο, κατά τη διάρκεια της ‘εκδρομής’ για το Ολυμπιακός-ΑΕΚ 4-3 τον Απρίλιο του 2002, που κατάλαβα ότι έχω γίνει ένας τέτοιος. Ένας επικίνδυνος. Ένας όψιμος φονιάς υπό προϋποθέσεις. Ένας διαθέσιμος βλακάκος στην υπηρεσία της Ομάδας.
Από τότε άρχισα να χαλαρώνω. 13 χρόνια μετά, πηγαίνω στο γήπεδο, κυρίως στο μπάσκετ και είμαι πραγματικά ευτυχής και μόνο με τη διαδικασία. Θα φωνάξω, θα χειροκροτήσω, θα γκρινιάξω, αλλά είναι δεδομένο πια ότι το βράδυ θα κοιμηθώ μια χαρά είτε χάσουμε από το Ρέθυμνο είτε από τον Ολυμπιακό ενός Σπανούλη που σε κάποια φάση μπορεί να μας έδειχνε τα αυτιά του.
Γιατί αυτή η εισαγωγή; Γιατί βλέποντας όλο το ίντερνετ να ασχολείται μόνο με τη συμπεριφορά ενός ανθρώπου που διατελεί το θείο χρέος της μύησης ημών στο σουρεαλισμό, χάνουμε και πάλι το δάσος. Το δάσος -τη ζούγκλα για την ακρίβεια- των πάντα έτοιμων να διακόψουν ένα παιχνίδι που έχει χάσει η ομάδα τους.
Το γεγονός ότι το ματς συνεχίστηκε είναι από τυχαίο ως αδιάφορο. Το πρόβλημα είναι το ντου, όχι το τι θα γραφτεί στο τέλος στο φύλλο αγώνος.
Τη μη αποδοχή της ήττας την έχουμε δει σε άπειρες εκφάνσεις και σε όλα τα χρώματα. Ενδεικτικά, για λόγους ίσων αποστάσεων, θα θυμίσω το φρέσκο ντου των οπαδών της ΑΕΚ μετά το γκολ του Χάρα (προφανώς ξέροντας ότι η ομάδα τους δεν μπορεί να ισοφαρίσει στις καθυστερήσεις), το ντου των οπαδών του Ολυμπιακού στην αποστολή της ομάδας μπάσκετ μετά την ήττα από τον ΠΑΟ στο Κύπελλο (σε μια σεζόν που η ομάδα τελικά θα ταξιδέψει για άλλο ένα Final-4), τα λατρευτά ντου των οπαδών του ΠΑΟΚ στις προπονήσεις στη Νέα Μεσημβρία.
Γενικά, όρεξη να ‘χεις να βρίσκεις στιγμές που οι οπαδοί δεν ανέχτηκαν μια ήττα της ομάδας τους -γιατί ως γνωστόν η ομάδα είναι τσιφλίκι τους και οι ψυχολόγοι είναι πολύ ακριβοί στην Ελλάδα της κρίσης- και έδρασαν σαν τους Avengers.
(Tweet του Καίσαρη μετά την επική πρόκριση του Ολυμπιακού επί της Μπαρτσελόνα, που με βρίσκει ολικά σύμφωνο)
Η ρίζα του προβλήματος λοιπόν δεν είναι κανένας πρόεδρος καμίας ομάδας, από τον πιο ζηλευτό μέχρι τον πιο ειδεχθή. Οι πρόεδροι βρίσκουν (τυφλωμένους οπαδούς) και τα κάνουν. Το πρόβλημα είναι ότι τα γήπεδα ‘κυβερνώνται’ ακόμα από οπαδούς που δεν ξέρουν να χάνουν. Ταλιμπάν που δεν έχεις ιδέα τι θα έκαναν τελικά αν έφταναν ανενόχλητοι μέχρι τον Σπανούλη ή τον κάθε Σπανούλη που ένιωσαν ότι τους προκαλεί.
Έχοντας γνωρίσει κάθε λογής ανθρώπους, μπορώ να υπογράψω και με τα δύο χέρια ότι δεν υπάρχει χειρότερη φάρα από τον κάφρο οπαδό (ειδικά αν επαγγέλλεται και δημοσιογράφος). Ένας παραιτημένος άνθρωπος, ένας καθόλα εγωιστής, ένας τύπος με ημι-κατεστραμμένη καθημερινότητα, ένας μισάνθρωπος που θεωρεί όλους τους μη ομοίους του μαλάκες, συμβιβασμένους, φλώρους, ανθρώπους χωρίς ζωή (“αφού δεν είναι εκεί για να πεθάνουν για το Θρύλο ή την ΑΕΚ ή την Πανάθα”), χλιαρούς, καικαλάδες, λίγους, καθότι αυτός, κλειδωμένος μες στον οπαδικό του μικρόκοσμο, είναι ταγμένος στο Μεγάλο Καθήκον: να διακόψει -αν μπορεί- το ματς που χάνει η ομάδα του και δεν δύναται να γυρίσει. Το καθήκον να πεθάνει για την Ομάδα.
Παρένθεση. Επειδή ο οπαδισμός και το ταλιμπανιλίκι δεν είναι ίδιον μόνο του αθλητισμού, αλλά και του ό,τι ανακηρύσσει ετσιθελικά ο καθένας ως ‘δικό του χώρο’, έκανα ακριβώς τις ίδιες ακριβώς σκέψεις και στην είδηση του προπηλακισμού Βαρουφάκη στα Εξάρχεια.
Το ‘τριάντα με έναν’ που εφαρμόστηκε στα Εξάρχεια είναι ένα και το αυτό με το ‘τριακόσιοι και δέκα’ που εφαρμόζεται στα γήπεδα με τους εξοργισμένους (και φύσει αδικημένους ψευτο-Ξανθόπουλους) της ελληνικής κερκίδας. Όπως έγραψε σχετικά ο Μάνος Χωριανόπουλος στο News247.gr:
“Ο Γιάννης Βαρουφάκης δεν έπρεπε να βρίσκεται στο συγκεκριμένο σημείο, το συγκεκριμένο βράδυ, ούτε κάποιο από τα επόμενα, επειδή αυτό αποφάσισαν αυτοί που τον προπηλάκισαν. Ήταν μια άσκηση εξουσίας. “Δεν με ενδιαφέρει τι λες. Δεν θέλω να είσαι εδώ και δεν θα είσαι”.
Όσον αφορά τις προκλήσεις από πλευράς των αθλητών: Προφανώς ο Σπανούλης δεν έψαξε για το χειροκρότημα κάνοντας τη χειρονομία ‘δεν ακούω’ προς τους οπαδούς του ΠΑΟ. Προφανώς ο Περέιρα δεν έψαξε την αγκαλιά πανηγυρίζοντας έξαλλα το γκολ του Χάρα στο σημαιάκι του κόρνερ. Προφανώς ο Χρήστος Κωστής δεν πολεμούσε τα αρθριτικά του όταν έδειχνε τα μεσαία του δάχτυλα στους οπαδούς του Ολυμπιακού το ’95 στη Νέα Φιλαδέλφεια.
Δεν τους δικαιολογώ, θα μπορούσαν να είναι τόνους πιο ψύχραιμοι, αλλά δεν μπορώ να τους κατηγορήσω. Είναι ένα γαμημένο παιχνίδι. Ένα τρίποντο σου έβαλαν και πανηγύρισαν στην ένταση. Δεν σου έδειραν τη γυναίκα ή το παιδί. Δεν έπληξαν την αξιοπρέπεια σου. ΔΕΝ ΣΕ ΞΕΡΟΥΝ, δεν θα ψάξουν πού μένεις, δεν ξέρουν τι αυτοκίνητο οδηγείς. Μόνο εσύ μπορείς να τους βλάψεις και πάσχεις να το κάνεις στην πρώτη αναμπουμπούλα. Πόσο δίκαιο και αντρίκειο κι αυτό, έ;
Η πιο μεγάλη μου απορία είναι η εξής: Γιατί αυτοί οι τόσο εύθικτοι από πανηγυρισμούς τύπου Σπανούλη δεν τραμπουκίζουν έξω, στο δρόμο, οπουδήποτε τους ‘δημοσιογράφους’ που αρθρογραφούν με τρόπο που θα ζήλευε κι ο πιο φανατικός, αγράμματος οπαδός; Γιατί τόση τσάμπα μαγκιά μαζεμένη μόνο ‘εκεί που μας παίρνει’; Γιατί τόση τσάμπα μαγκιά γενικά;
Ξυπνήστε με όταν αρχίσουμε να επιτρέπουμε στους παίκτες της ομαδάρας (που) μας (ανήκει) να είναι κακοί για ένα βράδυ ή μία σεζόν ή είκοσι χρόνια. Ξυπνήστε με όταν αρχίσουμε να σεβόμαστε τον καλύτερο που μας κερδίζει. Ξυπνήστε με όταν γίνουμε κάπως πιο άνθρωποι.
~~~
Σε ένα παράλληλο σύμπαν και σε ένα άθλημα που φέρει κάποιες ομοιότητες με το μπάσκετ που παίζουμε εδώ, ένας αθλητής ονόματι Chris Paul λύγισε από τη στιγμή της έντασης και δάκρυσε λίγο αφού ένα σουτ του απέκλεισε τους Spurs από τους ημιτελικούς της Δύσης. Ύστερα, συνέβη πάνω-κάτω αυτό: