ΝDP Photo Agency
ΒΙΒΛΙΟ

Λίγες ώρες μετά τον θάνατό της, το Facebook μου έμαθε ξανά την Κική Δημουλά

Μετά τον θάνατο της ποιήτριας, τα social media κατακλύστηκαν από τις αστυνομίες πένθους που κατέκριναν την υποκρισία όσων πόσταραν. Είναι τελικά τόσο κακό;

Θα ξεκινήσω με μια λίγο διαφορετική ιστορία. Όταν ήμουν στο Λύκειο, σε μια ειδική εκδήλωση του σχολείου, είχε έρθει ο Θόδωρος Αγγελόπουλος. Στην ηλικία των 16 μου προφανώς και δεν είχα καμία ωριμότητα να καταλάβω το σινεμά του και όσα εκείνο πρέσβευε. Το ίδιο και οι συμμαθητές μου. Οι περισσότεροι από αυτούς. Στα πλάνα από ταινίες που παίζονταν πίσω του, λίγο πριν ξεκινήσει η ομιλία του, η αντίδραση της αίθουσας ήταν μουρμουρητό και γέλια.

Αμέσως μετά ο Αγγελόπουλος είχε τονίσει πως δεν ξέρει, αν θα ήταν η κατάλληλη συνθήκη, να παιχτούν σκηνές των ταινιών του σε μια σχολική αίθουσα. Ιδίως σε συνθήκες τελευταίας ώρας. Αυτά τα λόγια του μου είχαν μείνει. Διέρρηξαν για λίγο την edgy εφηβική βεβαιότητα. Μήπως κάτι δεν καταλάβαινα; Πράγματι, 2-3 χρόνια μετά, όταν έπιασα στα πιο σοβαρά το έργο του ξεκινώντας με το ‘Βλέμμα του Οδυσσέα’, κατάλαβα περί τίνος πρόκειται.

Παρόμοια ιστορία δεν έχω να επιδείξω με την Κική Δημουλά. Ήρθα σε επαφή με το έργο της με τον χειρότερο δυνατό τρόπο που μπορεί να έρθει κάποιος σε επαφή με το έργο μιας ποιήτριας. Η Κική Δημουλά και το ποίημα της ‘Πληθυντικός Αριθμός’ βρισκόταν στην ύλη των Πανελληνίων Εξετάσεων για το μάθημα της Λογοτεχνίας. Από τότε είχα αντιπαθήσει την ίδια και το έργο της. Οι σημειώσεις για το ποίημα ήταν πολύ δύσκολες και το ίδιο το ποίημα μου δημιουργούσε μια αμηχανία. Η ποιήτρια ήταν ακόμα ζωντανή -κάτι που δυστυχώς για την ποίηση στις μέρες μαςθεωρείται μειονέκτημα- και μίλαγε για τον έρωτα. Ήδη από την πρώτη στροφή του. Παραδόξως η εφηβεία είναι η πιο δύσκολη ηλικία για να μιλήσεις για τον έρωτα.

Ο Πληθυντικός Αριθμός

Όταν πια είχα δώσει τις εξετάσεις και πέρασα στη Σχολή, για κάποιον λόγο δεν έτυχε να ξαναπετύχω κανένα ποίημά της. Το εύρος των πληροφοριών με τις οποίες ερχόμαστε καθημερινά είναι τόσο τρομακτικά γιγαντιαίο, ώστε πολύ συχνά είναι θέμα πραγματικής και κυριολεκτικής τύχης να έρθεις σε επαφή με το έργο κάποιου καλλιτέχνη. Ιδίως αν αυτός ανήκει στον εξοβελισμένο από την καθημερινότητα χώρο της ποίησης. Μια παρέα, ένα κύλισμα της κουβέντας έξω από τα καθιερωμένο, ένα ποστ στα social media, ένα πεταμένο βιβλίο στο αεροδρόμιο. Τίποτα από αυτά δεν έτυχε για την Κική Δημουλά.

Με τον τρόπο αυτό, λοιπόν, μου είχε μείνει μια αρνητική εικόνα που απλά συνέχιζε να υπάρχει αμετάβλητη μέσα στα χρόνια που πέρναγαν. Δεν χρειάστηκε, πάλι από τύχη, να μιλήσω για την ποίητρια Κική Δημουλά. Όταν το έκανα, ίσως πέταγα καμιά αφιλτράριστη από τα 18 μου απόλυτη άποψη του πόσο δεν μου αρέσει η ποίησή της. Φαντάζομαι, όποτε με ρώτησαν ή έτυχε να χρειαστεί να σχολιάσω, ότι θα μίλαγα για μια επιφανειακή ποιήτρια ή δεν ξέρω εγώ τι άλλο.

Είναι πραγματικά αγχωτικό το πόσο πολλά πράγματα που τα γνώρισε μια παλαιότερη εκδοχή του εαυτού μας, τα έχουμε κρατήσει μέσα μας με το φίλτρο του παλαιότερου εαυτού μας. Μια ταινία που λατρέψαμε στα 16, ένας μουσικός που μισήσαμε στα 20, μια ποίητρια που μας εκνεύρισε στα 18. Και κάθε φορά που τυχαίνει να έρθουμε ξανά σε επαφή μαζί του, στην ηλικία μας, όταν βλέπουμε ότι τα συναισθήματά μας αλλάζουν σε σχέση με αυτό που θυμόμασταν. Είναι κατά κάποιον τρόπο σαν να θρυμματίζεται η βεβαιότητα που έχουμε για τη συνέχεια του εαυτού μας.

Όταν, λοιπόν, έμαθα για τον θάνατό της το Σάββατο που μας πέρασε φυσικά και στεναχωρήθηκα. Δεν είναι ότι μας περισσεύουν κιόλας οι πνευματικοί άνθρωποι. Η είδηση όμως δεν με άγγιξε όσο με είχε αγγίξει για παράδειγμα ο θάνατος του Θάνου Μικρούτσικου ή της Κατερίνας Αγγέλακη-Ρουκ, θάνατοι που είχαν προηγηθεί τους προηγούμενους μήνες. Λογικό. Δεν είχα συνδεθεί ποτέ μαζί της πνευματικά. Δεν είχα παρακολουθήσει το έργο της. Μου είχε μείνει μόνο αυτή η αρνητική εντύπωση. Στεναχωρήθηκα, λοιπόν, σε ένα επίπεδο του δέοντος.

Περνώντας όμως διαγώνια την αρχική μου στο fb και στο instagram άρχισαν να εμφανίζονται μερικές φωτογραφίες της Κικής Δημουλά. Πολύ συχνά -μαζί με τα ευχαριστήρια μηνύματα (κάθε αποχαιρετισμός έχει μέσα του ένα ευχαριστώ)- τα ποστ ντύνονταν με μερικούς από τους στίχους της. Ίσως και με μερικά από τα ποιήματά της. Όσο πύκνωναν μπροστά μου, τόσο περισσότερο τραβούσαν την προσοχή μου. Κάπως έτσι άρχισα να διαβάζω τους στίχους της. Αργότερα άρχισα να διαβάζω ολόκληρα ποιήματα. Αφιέρωσα μάλιστα ένα σημαντικό μέρος του Σαββατοκύριακού μου στην ανάγνωση των ποιημάτων της Δημουλά.

Σε κάποια φάση, επέστρεψα και στον τόσο απεχθή σε μένα ‘Πληθυντικό Αριθμό’. Ένιωσα στα 29 μου πια, όλα όσα έλεγαν τα Προγράμματα Σπουδών ότι θα έπρεπε να νιώσουν οι μαθητές κατά τη διάρκεια του μαθήματος της λογοτεχνίας. Για ακόμα μια φορά είχε διασαλευτεί η προσπάθεια που κάνω να σχηματίσω μια διαχρονικά καθαρή εικόνα του κόσμου. Οι ποιητές αλλάζουν, όσο αλλάζουμε εμείς οι ίδιοι. Δυστυχώς, είναι θέμα τύχης το να βρούμε εκείνους που μας ταιριάζουν.

Αμέσως μετά το πρώτο κύμα ποσταρισμάτων στο fb, ήρθε το δεύτερο κύμα. Σε αυτό ήταν όσοι σχολίαζαν την υποκρισία ανθρώπων που δεν έχουν καμία σχέση με την ποίηση αλλά παρίσταναν τους στεναχωρημένους. Οι γνωστές περιπολίες που κάνουν τέτοιες μέρες οι αστυνομίες πένθους. Κατά μια έννοια θα μπορούσα να είμαι και εγώ στο επίκεντρο της κριτικής. Ήρθα σε ουσιαστική επαφή με το έργο της Κικής Δημουλά με αφορμή τον θάνατό της. Στεναχωρήθηκα πραγματικά δύο μέρες αφότου εκείνη πέθανε.

Αν μη τι άλλο χρωστάω τον τρόπο που ξανασυστήθηκα με το έργο της Κικής Δημουλά σε αυτό το διαδικτυακό πένθος. Aπό τη βαθύτερη, την εσωτερική και σίγουρα ανθρώπινη ανάγκη των χρηστών των social media να πάρουν μέρος σε ένα -ψηφιακό αυτή τη φορά- πένθος. Και μαζί με το διάβασμα των στίχων της μου ήρθε και μένα μια εσωτερική ανάγκη να ποστάρω. Παρότι ουσιαστικά γνώριζα το έργο της για λίγες ώρες. Κάπως έτσι λειτουργούν αυτά.