Μήπως είμαστε λίγο επιλεκτικά άνεργοι;
Όσο υπάρχουν δουλειές που σνομπάρουμε, τα ποσοστά της ανεργίας στην Ελλάδα θα συνεχίζουν να αυξάνονται.
- 8 ΜΑΡ 2017
Με την ανεργία στην Ελλάδα, την τελευταία επταετία, να φλερτάρει με το 30% υπάρχουν ακόμα άνθρωποι που δεν καταδέχονται να κάνουν κάποιες δουλειές. Κατανοώ απόλυτα το γεγονός πως ο καθένας από εμάς θέλει να κάνει τη δουλειά που ονειρεύτηκε αξιοποιώντας τα πτυχία, την εμπειρία και τα προσόντα του. Δεν καταλαβαίνω σχεδόν καθόλου πώς υπάρχουν οικογένειες που πεινάνε και κάποιες αξιοπρεπείς θέσεις εργασίες παραμένουν κενές. Δεν καταλαβαίνω με τίποτα, γιατί ο κόσμος απορεί πώς με την ανεργία στο θεό δεν ξεσηκωνόμαστε.
Τα προγράμματα κοινωφελούς εργασίας
Ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Τον Ιούλιο του 2012 έμεινα άνεργος. Γράφτηκα στο ταμείο ανεργίας από το οποίο δικαιούμουν να παίρνω επίδομα για πέντε μήνες. Στο μεσοδιάστημα εκτός από την αναζήτηση που έκανα για θέσεις εργασίας στον ιδιωτικό τομέα, έκανα αιτήσεις σε οποιοδήποτε πρόγραμμα ΚΟΧ. Πρόκειται για τα επιδοτούμενα προγράμματα κοινωφελούς εργασίας τα οποία έχουν διάρκεια πέντε μηνών και τουλάχιστον τότε πλήρωναν 625 ευρώ το μήνα και ασφάλεια στο ΙΚΑ. Στην ουσία μιλάμε για τα προγράμματα που η κυβέρνηση σε συνεργασία με την Ευρωπαϊκή Ένωση χρησιμοποιούν για να ρίχνουν στάχτη στα μάτια των πολιτών μέσω της αραιά και πού μείωσης του δείκτη ανεργίας της χώρας κατά μία-δύο μονάδες.
Οι μήνες περνούσαν, δουλειά δεν έβρισκα, το επίδομα τελείωσε, ενώ στις λίστες με τα αποτελέσματα για τα ΚΟΧ ήμουν από 50ός μέχρι 100ός επιλαχών
Είχε φτάσει πλέον Φλεβάρης και είχα αρχίσει να απελπίζομαι πως δεν θα δουλέψω ξανά. Στις 14 Φλεβάρη του 2013 χτύπησε το κινητό μου και μία φωνή από την άλλη γραμμή μου ανακοίνωνε πως με είχαν κάνει δεκτό σ’ ένα ΚΟΧ, του οποίου τα αποτελέσματα είχαν βγει τον Νοέμβρη και από όσο θυμόμουν ήμουν ο 55ος επιλαχών. Υπέθεσα πως αρκετοί από τους συμμετέχοντες στο πρόγραμμα θα είχαν δηλώσει παραίτηση, οπότε αναζητούσαν ανάμεσα στους επιλαχόντες άτομα για να ολοκληρώσουν το πρόγραμμα, το οποίο σύμφωνα με τους υπολογισμούς μου τελείωνε τον Μάρτη. Ένα μήνα δηλαδή αργότερα. Ήμουν έτοιμος να αρνηθώ. Όχι επειδή σνόμπαρα τα 625 ευρώ που προφανώς είχα ανάγκη εκείνη την περίοδο, αλλά επειδή συμμετέχοντας στο πρόγραμμα έστω και για ένα μήνα θα μηδενίζονταν τα μόρια ανεργίας που είχα μαζέψει και όταν ένα μήνα αργότερα θα έμενα ξανά άνεργος θα ξεκινούσα και πάλι από την αρχή.
Προς έκπληξη μου, η φωνή από την άλλη γραμμή του τηλεφώνου μου διευκρίνισε πως το πρόγραμμα είχε καθυστερήσει και θα ξεκινούσε την επόμενη εβδομάδα. Όταν εξέφρασα την απορία μου για το πώς κάλεσαν εμένα που βρισκόμουν τόσο χαμηλά στη λίστα με τους επιλαχόντες, η ίδια φωνή μου διευκρίνισε πως και οι 54 προηγούμενοι είχαν αρνηθεί τη συγκεκριμένη θέση. Η προκήρυξη δεν ξεκαθάριζε ακριβώς τις αρμοδιότητες της συγκεκριμένης θέσης. Ο μόνος προσδιορισμός που γινόταν ήταν πως επρόκειτο για μια θέση γενικών καθηκόντων στο Δήμο Αθηναίων. Σε απλά ελληνικά, αυτό σήμαινε από καθαριστής σε κάποιο πάρκο του κέντρου, μέχρι γραμματειακή υποστήριξη σε οποιαδήποτε υπηρεσία του Δήμου. Και η φωνή στο τηλέφωνο δεν γνώριζε περισσότερες πληροφορίες ώστε να είχε πληροφορήσει σχετικά κάποιον από τους 54 προηγούμενους από εμένα επιλαχόντες.
Τους πανηγυρισμούς μου που επιτέλους είχα βρει δουλειά, διαδέχτηκε ένα μεγάλο γιατί. Γιατί αρνήθηκαν τη συγκεκριμένη θέση όλοι οι προηγούμενοι; Μία θέση της οποίας, επαναλαμβάνω, δεν γνώριζαν το αντικείμενο. Εγώ το χειρότερο που θα πάθαινα ήταν ν’ αφήσω το σπίτι που έμενα με τον συγκάτοικό μου για να γυρίσω στους γονείς μου. Η κατάστασή μου θα ήταν δύσκολη, αλλά οι γονείς μου θα μου έδιναν ένα μικρό χαρτζιλίκι και δεν θα πεινούσα. Ας ελπίσουμε πως και οι 54 προηγούμενοι από εμένα επιλαχόντες στο μεσοδιάστημα που καθυστέρησαν να βγουν τα αποτελέσματα της προκήρυξης, βρήκαν όλοι τους δουλειά. Επειδή, μάλλον τα πράγματα δεν έγιναν έτσι, δεν υπήρχε κάποιος ανάμεσα τους με παιδιά;
Κάποιος χωρίς γονείς να τον στηρίξουν; Κάποιος που ακόμα και αν του έδιναν χαρτζιλίκι οι γονείς του ήθελε για την αξιοπρέπειά του και μόνο να σταματήσει να τον ταΐζουν; Κάποιος που τέλος πάντων να τον είχε αγγίξει η κρίση;
Δεν έμαθα επισήμως ποτέ την αλήθεια, αλλά η ιστορία έδειξε πως η απάντηση σε όλες τις προηγούμενες ερωτήσεις ήταν ένα ξερό ‘όχι’.
Ο ιδιωτικός τομέας
Ξέθαψα τη συγκεκριμένη ιστορία του 2013 γιατί τον τελευταίο μήνα, παρόλο που η κρίση κι η ανεργία έχουν κάνει ακόμα πιο έντονη την παρουσία τους στη χώρα, έγινα μάρτυρας ενός αντίστοιχου περιστατικού. Ένας καλός μου φίλος δουλεύει σε μια ψησταριά η οποία ψάχνει ψήστη. Ο μισθός που δίνει το συγκεκριμένο μαγαζί είναι μεγαλύτερος από τον κατώτατο και δίνεται η νόμιμη ασφάλεια. Αν και η αγγελία βρισκόταν για ένα μήνα στις εφημερίδες και στο ίντερνετ, από το μαγαζί πέρασαν μόνο τέσσερα άτομα για να ζητήσουν τη συγκεκριμένη θέση εργασίας και μόνο το ένα από αυτά εμφανίστηκε στη δουλειά στο ραντεβού που είχε ορίσει με τον ιδιοκτήτη για να ξεκινήσει να δουλεύει.
Προφανώς, τα δύο παραδείγματα δεν μπορεί να είναι αντιπροσωπευτικά για την κατάσταση της ανεργίας σ’ όλη τη χώρα. Προφανώς, δεν υπονοώ ότι δεν υπάρχει ανεργία στην Ελλάδα. Τα συγκεκριμένα, όμως, παραδείγματα είναι ενδεικτικά του πώς αντιλαμβανόμαστε την ανεργία, αλλά και της στάσης μας απέναντί της.
Η ανεργία έχει μετατραπεί σε κάτι υποκειμενικό. Αφού δεν έχει περιοριστεί στο ‘δεν υπάρχουν δουλειές’, αλλά έχει διευρυνθεί στο ‘δεν υπάρχουν δουλειές που θέλω να κάνω εγώ’.
Πότε μπορείς να έχεις περιθώριο να διαλέγεις, ενώ είσαι άνεργος, τι δουλειά θα κάνεις;
Όταν έχεις από πίσω σου ανθρώπους να σε στηρίζουν οικονομικά. Δεν είναι κακό να σε στηρίζουν οι γονείς σου. Το κακό είναι να είσαι πλήρως εξαρτημένους από εκείνους. Γιατί οι γονείς σου είναι λογικά συνταξιούχοι. Αύριο μεθαύριο που θα πεθάνουν και γενικά αύριο μεθαύριο που θα έχουν φύγει από τη ζωή οι περισσότεροι συνταξιούχοι, να δω ποιος θα μας στηρίζει. Βέβαια, με την εξαφάνιση των συντάξεων από τις τσέπες όσων στηρίζονται σ’ αυτές, υπάρχει και κάτι θετικό. Τότε ο κόσμος θα εκραγεί και θα αντιδράσει, αφού θα πεινάσει. Και όσους υπάρχουν συντάξεις ακόμα και των 500 ευρώ δεν θα πεινάσει. Οπότε ας μην απορούμε γιατί δεν αντιδράμε.