Mια κοινωνία που για κάποιο λόγο διψάει για καταστολή
- 22 ΝΟΕ 2019
Τις τελευταίες μέρες, στη σκιά του “πολύ πετυχημένου σχεδιασμού” της ελληνικής αστυνομίας για την πορεία του Πολυτεχνείου, εμφανίστηκαν καταγγελίες που, όσο πέρναγε ο χρόνος, άρχισαν να πληθαίνουν. Οι περισσότερες από αυτές είχαν και αποδεικτικό υλικό. Η εικόνα των Εξαρχείων το βράδυ της 17ης Νοεμβρίου αλλά και το πρωί της επόμενης ήταν μια εικόνα γεμάτη τρόμο και καταστολή, ακόμα και για πολίτες οι οποίοι δεν είχαν καμία σχέση με τα επεισόδια ή ακόμα και με το ίδιο το κίνημα.
Είχε προηγηθεί η εισβολής της αστυνομίας στον κινηματογράφο για την ταινία Joker, η εισβολή της αστυνομίας σε ένα νυχτερινό club όπου 300 άτομα 20-25 ετών κάθονταν οκλαδόν περιμένοντας έλεγχο (μαρτυρίες λένε ότι οι φωνές στην αρχή τους έκαναν να ανησυχήσουν ότι πρόκειται για τρομοκρατία) και μετά τα Εξάρχεια, η Ευελπίδων.
Το ζήτημα σε αυτό το κείμενο δεν θα είναι η καταστολή. Γι’αυτή γράφονται και ξαναγράφονται κείμενα -στη σκιά πάντα του κυρίαρχου λόγου που λέει ότι όλα καλά- και γίνονται συνεχώς καταγγελίες. Δεν θα γράψω καν για εκείνους που εκστασιάζονται στη θέα πάνοπλων αστυνομικών που επιβάλλονται σε μια 20χρονη κοπέλα για παράδειγμα. Οι σπουδές μου δεν μου δίνουν, βλέπετε, τα αναλυτικά εργαλεία να αναλύσω κάτι παραπάνω. Ας αναλάβει κάποιος ειδικός. Το ζήτημα εδώ στην πραγματικότητα είναι η ευρύτερη κοινή γνώμη. Τι είναι αυτό που τελικά νομιμοποιεί την καταστολή και κάνει μια κοινωνία να διψάει για ακόμα περισσότερη;
Σε αυτό λογικά θα συμφωνήσουμε όλοι. Όσα χρόνια θυμάμαι τον εαυτό μου, θυμάμαι να επαναλαμβάνεται σχεδόν ψυχαναγκαστικά, κάθε φορά που γίνεται λόγος για πολιτική η φράση ότι “νόμοι υπάρχουν απλά δεν εφαρμόζονται”. Είμαι σίγουρος ότι και εσείς θα έχετε ακούσει αυτή την σχεδόν απολιθωμένη ανάλυση της ελληνικής κοινωνίας. Σύμφωνα με την αντίληψη αυτή το πρόβλημα δεν είναι εκείνα που ψηφίζονται από τη νομοθετική εξουσία αλλά περισσότερο όσα δεν πραγματώνονται από την εκτελεστική. Γιατί; Γιατί το τάδε “είναι στο DNA μας”.
Μαζί με αυτή τη δήλωση ερχόταν κάτι σαν μικρό σκιτσογραφικό συννεφάκι που είχε ένα ερωτηματικό. Αφού βρήκαμε το πρόβλημά μας και είμαστε σίγουροι γι’αυτό, ας ψάξουμε τους λόγους που γίνεται. Και η απάντηση ήταν πάλι η πιο εύκολη. Θέλουμε ένα κράτος που να δείχνει περισσότερη πυγμή. Ένα κράτος που να το φοβάται ο πολίτης, γιατί ο Έλληνας έτσι είναι. Αν δεν πιεστεί, δεν αλλάζει. Ίσως να θέλει και ένα χέρι ξύλο για να συνέλθει. Ακόμα και σήμερα, αυτή τη στιγμή που διαβάζετε αυτές τις φράσεις, σίγουρα κάποιος επαναλαμβάνει το κλισέ με ακριβώς αυτές τις φράσεις. Είναι τόσο απολιθωμένο, ώστε να μην αλλάζει ούτε λίγο.
Και αρχίσαμε να κοιτάμε προς τα έξω. Κάθε φορά που έπεφτε ξύλο σε ένα γήπεδο, το κεφάλι γύρναγε στην Αγγλία και στο πώς αντιμετώπισε η Θάτσερ τον χουλιγκανισμό. Έπεφτε ξύλο την Κυριακή στην Τούμπα ή στη Λεωφόρο; Ήσουν σίγουρος ότι τη Δευτέρα θα κοσμεί το περίπτερο απέναντι η φωτογραφία της Σιδηράς Κυρίας μαζί με 4-5 γραμμές που λειτουργούσαν ως παράκληση προς μια ανώτερη δύναμη να μας δώσει μια Θάτσερ που να τους σπάσει όλους στο ξύλο και να λύσει το πρόβλημα από τη ρίζα του. Όπου Θάτσερ, βάλτε καταστολή.
Στη συνέχεια, ήρθαν οι συγκρίσεις. Φτιάχναμε ένα φαντασιακό κράτος το οποίο ονομάζαμε με το όνομα ενός άλλου δυτικοευρωπαϊκού -υπαρκτού αυτή τη φορά- κράτους (με πρώτο φαβορί τη Γερμανία) και, αφού το κάναμε τόσο εξιδανικευμένο με το μυαλό μας, αποδίδαμε σε αυτό και τους λόγους της επιτυχίας του. Σε αυτή τη μορφή του ύστατου επαρχιωτισμού, εκείνου που θεωρεί εξαρχής τον εαυτό του κατώτερο σε κάθε επίπεδο. Το πρότυπο κράτος ήταν πρότυπο μόνο και μόνο επειδή ήταν αυστηρό.
Βλέπαμε ένα ταξιτζή να κατουράει στον δρόμο; Ξέρεις στη Γερμανία αν το έκανε αυτό θα τον άρπαζε ο αστυνομικός της γειτονιάς και θα έτρωγε 3 χρόνια φυλακή. Βλέπαμε μια απεργία των σκουπιδιάρικων; Ξέρεις στη Σουηδία ένα σκουπίδι να πετάξεις στον δρόμο, σε βλέπει η κάμερα και σε δύο ώρες είναι ο αστυνομικός να σου κόψει πρόστιμο 2.000 ευρώ. Ακούγαμε μουσική μετά τις δώδεκα; Στην Αμερική θα είχαν έρθει οι ειδικές δυνάμεις και θα είχαν ακινητοποιήσει μέσα σε 12 λεπτά εκείνον που τόλμησε να ενοχλήσει τους γείτονές του ακούγοντας τη Lady Gaga.”Έχετε πάει στη Γερμανία; Έχετε πάει στη Γαλλία; Αυτά εδώ είναι πταίσματα μπροστά στο πώς γίνονται εκεί οι έλεγχοι!”. Σκεφτείτε πώς θα φαίνονται σε σχέση με την Τουρκία ή το Ιράν θα συμπλήρωνε κάποιος κακεντρεχής.
Και ξέρετε, αυτό το πράγμα που θα έπρεπε να μοιάζει κόλαση στα μάτια ενός κανονικού πολίτη, δηλαδή μια κοινωνία όπου η λύση είναι τα πρόστιμα και οι φυλακίσεις, τα ελικόπτερα πάνω από τις γειτονιές, τα κλειστά φώτα και οι αστυνόμοι με τους φακούς. αντιμετωπιζόταν ως μια ευλογία που ποτέ δεν θα μας έρθει. Με τον τρόπο αυτό, η αναπαραγωγή όλων αυτών των εύκολων κλισέ που απλά τα πετάμε, για να γεμίσουμε τις άβολες σιωπές, έγιναν αίτημα. Και το αίτημα έγινε δίψα. Δεν θέλουμε μόνο οργανωμένο κράτος, θέλουμε βίαιο κράτος. Να επιβάλλεται εκεί όπου εμείς δεν μπορούμε. Να μας λύνει τα χέρια το αρμόδιο όργανο της τάξης για όποιο πρόβλημα και αν μας έρθει στο μυαλό.
Αυτό πέρασε υπόγεια και μέσα από δαιδαλώδεις διαδρομές φτάνοντας στα πανεπιστήμια και μετά στα Εξάρχεια. Γιατί το άλλο κλισέ είναι αυτό το κενό περιεχομένου αίτημα για παιδεία. Και το πρόβλημα όλης της παιδείας στη χώρα μας έγιναν οι καταλήψεις. Δεν είναι οι άθλιες συνθήκες κάτω από τις οποίες πρέπει να επιβιώσει ένας μαθητής, ένας φοιτητής, ένας καθηγητής και ένας γονιός. Δεν είναι το γελοιωδώς μικρό ποσοστό του ΑΕΠ που ξοδεύεται για την παιδεία και την έρευνα. Δεν είναι μια ολόκληρη ηγεμονική κουλτούρα που βλέπει τη γνώση ως περιττή πολυτέλεια, αν δεν σου δώσει κάπως υλική ανταπόδοση. Όχι, τα γκράφιτι και οι καταλήψεις φταίνε.
– Πώς θα μορφωθούν τα παιδιά μου, κύριε κράτος μου;
– Χμ, ίσως χρειαστεί να φέρω περισσότερα ΜΑΤ.
– Ευχαριστούμε, κύριε κράτος μας.
Η πραγματικότητα βέβαια είναι ότι η αυστηροποίηση των ποινών είναι μερική, δεν αφορά τους πάντες. Συνήθως αφορά τους εύκολους. Η επίσης πραγματικότητα είναι ότι πολλές φορές η καταστολή ως τρόπος διάρρηξης της κοινωνικής συνοχής φέρνει τα ακριβώς αντίθετα αποτελέσματα από αυτά που προοικονομούν οι προφήτες της και στα οποία προσδοκούν οι έμποροί της. Ακόμα και αν η πορνογραφία της καταστολής έχει πολλές φορές για τις μάζες μια λειτουργία ηρεμιστικού.
Τελικά, από μια κοινωνία που συνήθιζε να αυτομαστιγώνεται για τα μπουζούκια, για τα λεφτά που έφαγε, για το ότι “έζησε πάνω από τις δυνατότητές της” πήρε το χέρι από το μαστίγιο. Tελευταία φορά το έπιασε για να το παραδώσει στο κράτος. Και του είπε να αρχίσει αυτό να κοπανάει. Γιατί έτσι λειτουργεί ένα σύγχρονο σοβαρό κράτος. Με το γκλομπ και με το πρόστιμο.
(Φωτογραφίες: Eurokinissi)