CASA DE PAPEL

Mπορεί κιόλας το Casa de Papel να μη βλέπεται

Πάντως σίγουρα δεν είναι η καλύτερη σειρά όλων των εποχών.

*Σε αυτό το κείμενο, ‘κράζω de Papel’. Οκ. Το είπα. Ήταν απαραίτητο να το πω. Ένιωσα καλύτερα με τον εαυτό μου που το είπα και δεν ήταν καν δικό μου. Aς συνεχίσουμε στο ζουμί τώρα.*

Προφανώς δεν είναι απαραίτητο να βλέπουμε όλοι τις ίδιες σειρές και να μας αρέσουν τα ίδια πράγματα. Αυτό το κείμενο γράφτηκε ακριβώς με τη λογική ότι βλέπω παντού γύρω μου ενθουσιώδη σχόλια για τη σειρά και κάποιος έπρεπε κάπου να βγει να πει την αντίθετη γνώμη. Κατά τα άλλα, δεν θέλω καθόλου να φανώ ο μίζερος που γκρινιάζει για κάτι που ενθουσιάζει τους άλλους. Μαντέψτε όμως ότι θα γίνω. Έτσι για τον ρόλο.

Θα το ομολογήσω από την αρχή ότι έχω προσπαθήσει πολλές φορές να δω ολόκληρο το Casa De Papel μέσα σε αυτά τα χρόνια του ακραίου hype του. Και η αλήθεια είναι ότι σε δύο πράγματα εμπιστεύομαι το hype: στις σειρές και στα σουβλάκια. Γιατί, ειδικά για ξένες τηλεοπτικές σειρές, όταν ακούς πολλούς να σου λένε ότι κάτι είναι καλό, τότε, ακόμα και αν δεν είναι ‘καλό’, θα είναι σίγουρα διασκεδαστικό. Πιάνω, λοιπόν, να δω τη σειρά, τη στιγμή ακριβώς που βγήκε η 2η σεζόν. Τι φάση θα ήταν; Καλή φάση θα ήταν!

Και κάπου εδώ είναι η ώρα να τονίσω ότι έχω μια θεωρία που δεν μπορώ να υποστηρίξω αλλά μου αρέσει να τη λέω δεξιά και αριστερά: πιστεύω, λοιπόν, ότι, ειδικά για μια σειρά, μπορείς να καταλάβεις αν είναι καλογραμμένη ή όχι, κυριολεκτικά από τα 5 πρώτα λεπτά παρακολούθησης του πρώτου επεισοδίου της. Το αν θα είναι συνολικά καλή ή όχι, χρειάζεται προφανώς επίπονη προσπάθεια και πολλά επεισόδια για να το πεις. Αλλά αυτό το πυρηνικό κομμάτι, το πρώτο πεντάλεπτο, είναι συχνά που δείχνει όχι τι είναι η σειρά αλλά κυρίως πώς τη βλέπουν οι συντελεστές και οι δημιουργοί της. Ακριβώς γιατί είναι η αρχή.

Συγκεκριμένα με το Casa de Papel χρειάστηκε όμως να δω το δεύτερο πεντάλεπτο. Τον τρόπο που συγκροτήθηκε η task force υπό τον Καθηγητή. Ονόματα πόλεων για τους πρωταγωνιστές (παρεμπιπτόντως, σοβαρά ρε παιδιά, βάλατε ονόματα πόλεων, γιατί δεν πρέπει να ξέρει ο ένας το όνομα του άλλου αλλά στο crew είναι πατέρας με γιο;) και ένα μικρό βιογραφικό του καθενός με ένα είδος μοντάζ που ξεκίνησε από τα ’80ς καρτούν, συνεχίστηκε σε περιπέτειες των μέσων των ’90ς που κοίταγαν τον εαυτό τους και λίγο σαρκαστικά και κατέληξε σε ταινίες ηθοποιών που κάνουν αρπαχτές.  Γενικά, όταν βλέπεις έναν ηθοποιό να σταυρώνει χέρια και από κάτω να γράφεται το όνομά του και από πάνω voice over με την ιστορία του, να είσαι βέβαιος ότι με το ένα χέρι του παίρνει λεφτά κάτω από την κάμερα.  Προφανώς βέβαια αυτό ήταν μια ένδειξη. Δεν είναι ο λόγος που γράφεται το κείμενο αυτό.

Γενικά έχω τεράστιο θέμα με μυθοπλασίες που θέλουν να δείχνουν συνέχεια πόσο έξυπνες είναι. Αν το κάνουν καλά (βλ. Community ή Rick and Morty), τις λατρεύω. Αν το κάνουν κακά, τις μισώ. Η αλήθεια, λοιπόν, είναι ότι το Casa de Papel θέλει συνέχεια να μας δείχνει πόσο έξυπνο είναι, κυρίως μέσω της ιδιοφυίας του Προφεσόρ που -ω Θεέ των κλισέ!- φοράει μεγάλα γυαλιά γιατί ΕΙΝΑΙ ΕΞΥΠΝΟΣ (αν μπορούσα θα το φώτιζα με neon). Α! Είναι και φιλότεχνος γιατί ακούει κλασική μουσική (βλ. πατάει στο google classical music και ακούει το πρώτο πράγμα που του βγαίνει στο search). Α ακούει και ελληνική μουσική (βλ. συρτάκι). Για την ακρίβεια, λοιπόν, το Casa de Papel δεν θέλει απλά να μας δείξει πόσο έξυπνο είναι. Θέλει να μας σοκάρει με την εξυπνάδα του.


 

Ανάμεσα, λοιπόν, στο τζατζίκi-μουζακάς-συρτάκι-Ζορμπάς και στον Μπετόβεν ο Προφεσόρ αποφασίζει να στήσει το τέλειο έγκλημα. Αποφασίζει να κάνει μια ληστεία που όμοιά της δεν θα έχει δει ποτέ ξανά ο πλανήτης. Όπως καταλαβαίνετε, από τη στιγμή που θέτεις έναν τέτοιο στόχο και παίζεις σε σειρά με hype, δεν μπορείς παρά να παίξεις σκάκι με τους εξειδικευμένους υποστηρικτές του οργανωμένου κράτους τους οποίους καλείσαι να αντιμετωπίσεις. Τα πάντα πρέπει να γίνουν με ακρίβεια χιλιοστού. Ένα παραμικρό λάθος θα είναι το τέλος του φιλόδοξου σχεδίου σου. Ή και όχι.

Και έτσι ξεκινάει μια σειρά που βάση της είναι η σύγκρουση μιας αδιανόητης ευφυίας και της ικανής σε πολύ συγκεκριμένους τομείς oμάδας της με έναν ολόκληρο και πανίσχυρο κρατικό μηχανισμό. Στην πορεία όμως φανερώνεται ότι όλο το σκεπτικό του Προφεσόρ βασίζεται (στην καλύτερη) σε προβλέψεις για το επόμενο βήμα της αστυνομίας ή (στη χειρότερη) στην τυχαιότητα. Έτσι, στα έξυπνα σημεία τους, οι σεναριογράφοι της σειράς κάνουν clap με τον εαυτό τους προβλέποντας μέσω του πρωταγωνιστή τους τα πράγματα που οι ίδιοι σκέφτονται μετά. Προβλέπω ότι αυτό το ποτήρι σε 5 δευτερόλεπτα θα πέσει. Ρίχνω σε 5 δευτερόλεπτα το ποτήρι.

Ακόμα και έτσι όμως τα αντιμαχόμενα στρατόπεδα δεν πάνε και πολύ καλά. Γίνονται και από τις δύο πλευρές παραλείψεις και λάθη, πολλές φορές μικρών παιδιών. Τι να το κάνω που σκέφτηκες και στην εντέλεια το πώς θα τινάξεις στον αέρα το χρηματοκιβώτιο, αν ξέχασες τα εκρηκτικά στο σπίτι της γιαγιάς σου στο χωριό. Κατά κάποιο τρόπο, λοιπόν, η σειρά γίνεται σχεδόν slapstick: όλοι κάνουν γκάφες πάνω στις γκάφες και στο τέλος κερδίζει ο λιγότερο γκαφατζής ή έστω αυτός που δεν θα κάνει την τελευταία γκάφα. Μόνο μπανανόφλουδες δεν πάτησαν οι ισπανικές ειδικές δυνάμεις στις αποτυχημένες προσπάθειές τους να πιάσουν τη συμμορία. Για τον θεό ρε παιδιά. Τουλάχιστον προσπαθήστε.

Κορυφαία στιγμή και ένδειξη αυτής της ιστορίας είναι εκεί που ο Προφεσόρ έχει πάει σε μάντρα αυτοκινήτων όπου τυχαίνει εκείνη την ώρα να του αρπάξει το αμάξι με τη δαγκάνα, ενώ είναι εκείνος μέσα και μιλάει με την υπεύθυνη του ισπανικού κράτους για την καταστολή της μεγαλύτερης ληστείας του αιώνα, η οποία όμως δεν παίρνει χαμπάρι ότι πάει κάτι στραβά, ότι, για παράδειγμα, ο συνομιλητής της στο τηλέφωνο είναι 6 μέτρα πάνω από το έδαφος με μια τεράστια δαγκάνα να τον ταρακουνάει πάνω-κάτω την ώρα που κανονίζει το ραντεβού τους. Και να το καταλάβαινε, δηλαδή, ιστορία στο Thank You, Next θα το έκανε. Τα δε mindgames που είχαν στις τηλεφωνικές συνομιλίες μου θύμισαν τα αντίστοιχα mindgames του Γιώργου Χατζάρα και του Γιώργου του Βαζάκα.


 

Το χειρότερο όμως είναι το Bella Ciao. Ο τρόπος που διαχειρίστηκαν ένα παλιό παρτιζάνικο τραγούδι από την Ιταλία ως hype με καγκουρορεμίξ και ο τρόπος που ξαφνικά η σειρά απέκτησε -χωρίς καν να το καταλάβει η ίδια- ένα αντισυστημικό/αντικαπιταλιστικό προφίλ προς κάποιες αφηρημένες ελίτ που ποτέ δεν κατονομάστηκαν επακριβώς και έχοντας μια τελείως απλοϊκή βάση σε κάνει να υποπτεύεσαι ότι το τελικά το κομμάτι διαλέχτηκε όντως ως χιτάκι.  Μετά έφερε το αντάρτικο και μετά το αντισυστημικό προφίλ σε μια τέλεια ληστεία που στην αρχή είχε προγραμματιστεί απλώς για να λύσει το βιοποριστικό πρόβλημα των πρωταγωνιστών της σειράς.

Όλο αυτό, λοιπόν, στηρίχτηκε στο σχήμα που διάβασε την κρίση -και την ισπανική κρίση μαζί- ως μια κλοπή των ελίτ. Μια κλοπή που δεν συνδέθηκε με πολύπλοκες εξουσιαστικές σχέσεις, με τη διαπλοκή, με ένα ολόκληρο σύστημα που έτριζε συθέμελα. Συνδέθηκε απλά με την αδιαμεσολάβητη κλοπή μιας ομάδας ληστών που μπούκαρε στο Νομισματοκοπείο. Βολικό μεν αλλά δεν χρειάζεται να δίνουμε πολιτικό βάθος παντού. Ας αφήσουμε και κάτι στον Γιώργιο Ρωμανιά. Βέβαια είναι και άλλα.

Είναι όλα αυτά τα αχρείαστα plot twists που χτίζονται πάνω σε άλλα ακόμα πιο αχρείαστα plot twists για να καταλήξουμε σε παντελώς πια αχρειάστα plot twists στο τέλος, σε μια πλοκή που στηρίζεται σε χαρακτήρες τελείως χάρτινους (με εξαίρεση τον Μπερλίν που είναι καλός ηθοποιός και τη Ναϊρόμπι που είναι αρκετά καλογραμμένη). Όλα αυτά παρουσιασμένα με μια καλοδουλεμένη μεν σκηνοθεσία που είναι φτιαγμένη όμως, ώστε να μην πάρει ούτε το παραμικρό ρίσκο, κάτι σαν το χιούμορ αυτού που λέει τον καιρό, και ένα μοντάζ που σε κουράζει με τη διαρκή και επίμονη προσπάθεια να μην σε κουράσει, κάτι σαν τον Σάκη Τανιμανίδη που φωνάζει ότι προηγούμαστε 3-2 της Τουρκίας σε γνωστό τηλεπαιχνίδι με παιδότοπους για υπεραθλητές.

Οκ, το καταλάβατε. Δεν μου άρεσε το Casa de Papel. Δεν κατηγορώ βέβαια κανέναν. Έχω απολαύσει πολύ χειρότερα πράγματα. Ας μη γυρίσουμε όμως στο θέμα των σουβλακιών που πιάσαμε στην αρχή.

Ας κλείσω τώρα. Αυτοί είναι μόνο μερικοί από τους λόγους που η συγκεκριμένη σειρά με κριντζάρει. Αυτό το κείμενο ήταν και ο μόνος λόγος που αναγκάστηκα να διατρέξω κομμάτια της 3ης σεζόν της. Διαφορετικά, για να είμαι ειλικρινής, δεν θα το έκανα ποτέ. Τώρα πια, με αυτές τις τελευταίες γραμμές, δηλώνω πολύ ευτυχισμένος. Δεν υπάρχει λόγος να δω κι άλλο Casa de Papel. Αν και στην εποχή μας, τίποτα με το hype του Casa de Papel δεν μπορείς να το αφήσεις. Μάλλον η χαρά μού πέρασε.

ΚΙ ΑΛΛΑ ΓΙΑ ΤΟ CASA DE PAPEL:

Casa de Papel: H βόμβα Tokyo, ο wannabe Berlin και ο χαμένος Profesor
Ποιος ληστής του ‘La Casa de Papel’ είσαι;
O Pedro Alonso γεννήθηκε για να υποδυθεί τον Berlin
Bella Ciao, το τραγούδι σύμβολο της αντίστασης
Exit mobile version