Να μεγαλώνεις θα πει να μαθαίνεις να χάνεις αυτούς που αγαπάς
- 23 ΜΑΙ 2016
Πολλοί από εμάς κάποτε ευχηθήκαμε να περάσουν γρήγορα τα χρόνια, να μεγαλώσουμε, να περάσουν τα άχαρα φοιτητικά χρόνια που μετρούσαμε τα λεφτά μας τις τελευταίες μέρες, μην πω δεκαπενθήμερο του μήνα και να μπούμε στην πιο ωραία, υποτίθεται, περίοδο στη ζωή ενός ανθρώπου, τα τριάντα, όπου λεφτά, καριέρα, σχέσεις θα ρέουν άφθονα.
Γενικά, πιστέψαμε ότι στα τριάντα θα είμαστε γαμάτοι, άπιαστοι, ανεξάρτητοι, θα έχουμε κατακτήσει τον κόσμο όλο, θα έχουμε βρει το σχέδιο για να βγάλουμε τόσα λεφτά μέχρι τα σαράντα, ούτως ώστε μετά να ζούμε χωρίς να δουλεύουμε, κάνοντας ταξίδια και καλή ζωή.
Η ζωή τα φέρνει όμως έτσι, που τώρα τα τριάντα μοιάζουν άχαρα, η υποτιθέμενη πιο παραγωγική και δημιουργική περίοδος της ζωής μας κατάντησε η πιο νωθρή, η φοιτητική ζωή μοιάζει πια ονειρική, συνεχίζουμε να μετράμε τα λεφτά μας, αν και εφόσον υπάρχουν, τις τελευταίες μέρες του μήνα και όχι μόνο δεν κατακτήσαμε τον κόσμο, αλλά τα σχέδια που κάποτε κάναμε και μας φαίνονταν ρεαλιστικά, τώρα ντρεπόμαστε και μόνο που τολμήσαμε να τα κάνουμε. Τελοσπάντων, ναι μεγαλώσαμε, είτε πετύχαμε τα όνειρά μας, είτε όχι, αλλά μαζί μας μεγάλωσαν και οι άνθρωποι που αγαπάμε, άνθρωποι που πριν δέκα χρόνια, δεν μπορούσαμε να φανταστούμε ότι θα έρθει η ημέρα που θα τους αποχωριστούμε.
Από παιδί γνωρίζεις ότι θα έρθει κάποια μέρα, πολύ μακρινή, πάρα πολύ μακρινή, που θα χάσεις φυσιολογικά πρώτα τους παππούδες σου και αργότερα, στο ακόμα πιο μακρινό μέλλον τους γονείς σου. Η αίσθηση ασφάλειας και σιγουριάς, για το πόσο μακρινές είναι αυτές οι ημέρες είναι που σε ξεγελούν ίσως καμιά φορά, ότι αυτό το μακρινό αύριο, μπορεί να μην έρθει και ποτέ, ότι τίποτα δεν θα αλλάξει και γενικά θα ζήσουν αυτοί καλά και εμείς καλύτερα στον αιώνα των άπαντα.
Ξαφνικά ξυπνάς στα τριάντα, και ο παππούς σου που στο παιδικό μυαλό σου και στα παιδικά σου μάτια, η ηλικία του είχε σταματήσει στα εξήντα, και η εικόνα του στο μυαλό σου είναι η ίδια, είναι πια ογδόντα. Κουράζεται στο περπάτημα, δεν μπορεί να κουβαλάει πολλά ψώνια, έχει κάνει ήδη δύο εγχειρήσεις για προβλήματα υγείας της ηλικίας και δεν του επιτρέπουν οι γιατροί τρίτο και ενώ κάποτε του πρότεινες να τον κατεβάσεις εσύ στο κέντρο με το αμάξι και αρνιόταν πεισματικά, ότι θέλει να κάνει την βόλτα του και να περπατήσει, τώρα κοιτά με αγωνία το δρόμο, μήπως το αμάξι που τον ζυγώνει, είναι το δικό σου.
Και όταν τελικά είσαι εσύ με το αμάξι που περνάς, οι κινήσεις του για να μπει μέσα, είναι αργές και ασταθείς, σαν τις γιαγιάδες που κατεβαίνουν αργά στο μπροστινό ταξί και εσύ βιάζεσαι σαν τρελός και εκνευρίζεσαι. Αυτή η εικόνα τώρα λοιπόν, αυτό που ποτέ δεν θεώρησες ότι θα συμβεί στον δικό σου παππού, είναι αυτό που τώρα βλέπεις μπροστά σου. Καμία σχέση με τον άνθρωπο που βιαζόταν να κάνει το οτιδήποτε και ήταν αεικίνητος.
Για πρώτη φορά, μετά από τότε που θυμάσαι τον εαυτό σου, εκείνο το μακρινό μέλλον, δεν είναι πια τόσο μακρινό. Το νιώθεις, ότι η ασφάλεια και η σιγουριά τελείωσαν. Οι ανέμελες μέρες της αθωότητας έφτασαν πια στο τέλος τους, από εδώ και πέρα έρχονται οι μέρες της ανασφάλειας και ο συμβιβασμός με την πιθανότητα της απώλειας ή την ίδια την απώλεια.
Και όλα αυτά στο ιδανικό σενάριο, το φυσιολογικό. Όπου οι μεγαλύτεροι άνθρωποι, θα «φύγουν» πρώτοι και οι νεότεροι αργότερα. Σε ένα σενάριο όπου παιδιά δεν θα βιώνουν την απώλεια ενός γονέα όσο είναι μικρά, ούτε ο γονιός την απώλεια του παιδιού του, πριν «φύγει» εκείνος. Σε ένα ιδανικό σενάριο, όπου οι άνθρωποι θα «φεύγουν» στα βαθιά γεράματα, ήρεμοι και ευτυχισμένοι μες τον ύπνο τους, έχοντας αποκτήσει εγγόνια, δισέγγονα και όχι νεότατοι από ατυχήματα ή από καρκίνο που θερίζει πλέον σε όλες τις ηλικίες.
Να μεγαλώνεις σημαίνει να αρχίσεις να μαθαίνεις ότι, όπως τα όνειρα και τα σχέδια που έκανες μικρότερος δεν μπορούν να υλοποιηθούν συχνά όλα και έρχεται η προσγείωση στην πραγματικότητα, έτσι και η απώλεια που είναι αναπόφευκτη για όλους, μπορεί να έρθει νωρίτερα από ότι φαντάζεσαι ή ακόμα χειρότερα, για ανθρώπους που δεν φαντάζεσαι. Να μεγαλώνεις, σημαίνει να πρέπει να αρχίσεις να μαθαίνεις να χάνεις αυτούς που αγαπάς, αν και δεν ξέρω αν αυτό το «μάθημα» μπορέσουμε να το μάθουμε ποτέ καλά.