OPINIONS

Ντελιβεράς, ένας κασκαντέρ με παπάκι

Τα παιδιά που ρισκάρουν τη σωματική τους ακεραιότητα για να πάρουν φιλοδώρημα δέκα λεπτών ή και καθόλου. Μια πονεμένη ιστορία που βγάζει θλίψη.

Το παλιό αθλητικό του παπούτσι, βρεγμένο και βρώμικο, κόντεψε να διαλυθεί από την κλωτσιά που έριξε στο μηχανάκι, που αν είχε στόμα, θα βλαστημούσε για τα όσα υπέφερε. Από το στόμα του έβγαιναν βρισιές, που σφύριζαν σαν φίδια που επιτίθενται. Φόρεσε το κράνος του που έσταζε από τη βροχή, έβαλε τα γάντια του, καβάλησε θυμωμένος το μηχανάκι κι έφυγε σαν σίφουνας, στρίβοντας σαν καρτούν στη γωνία.

Τον αναγνώρισα –έμενε διαγώνια από το σπίτι μου και με είχε εξυπηρετήσει αρκετές φορές- αλλά δεν τόλμησα να του πω ούτε λέξη, νιώθοντας ότι αν το έκανα θα ήταν σαν να του έδινα σφυριές στο κεφάλι. Σε έναν θυμωμένο ντελίβερι –όπως σε κάθε πολύ θυμωμένο εργαζόμενο- δεν μιλάς τη στιγμή της έντασης.

Τον πέτυχα χαλαρό την επόμενη μέρα το πρωί στο περίπτερο. Πάλι δεν χαμογελούσε αλλά δεν έβγαζε και καπνούς. Ο Γιάννης, 23 χρονών παλικαράκι, με χαιρέτησε ευγενικά, οπότε θεώρησα ότι ήταν ευκαιρία να μάθω γιατί έβγαζε φίδια το προηγούμενο βράδυ.

-“Ωχ, με είδατε; Ωχ. Τι να σας λέω τώρα. Τίποτα σοβαρό. Στραβές της δουλειάς, αλλά θα έπρεπε να έχω συνηθίσει“.

-“Πες ρε Γιάννη!“, του είπα ενθαρρυντικά, κι η αλήθεια είναι ότι δεν χρειάστηκε να τον πιέσω για ν’ αρχίσει να πυροβολεί.

-“Εντάξει, ξέρετε τώρα… Είναι πολύ δύσκολα για μας, ειδικά τέτοια βράδια με βροχή, κάποια άλλα με πολύ κρύο, πολλά βράδια του χειμώνα τέλος πάντων“.

-“Και;

-“Πήγα την παραγγελία και μάλιστα πέντε λεπτά νωρίτερα από το προβλεπόμενο. Ήταν 14.90. Μου έδωσε δεκαπέντε ευρώ. Και ξέρετε τι έγινε; Μου ζήτησε τα ρέστα! Δηλαδή δέκα λεπτά! Δεν είπα τίποτα. Ούτε λέξη. Έδωσα το δεκάλεπτο, και μόλις το πήρε άρχισε να μου κάνει κήρυγμα. Ότι τον κοιτάζω περίεργα, ότι είμαι θρασύς κι ότι ο κόσμος δεν έχει λεφτά για να δίνει φιλοδωρήματα. Και δεν έφτανε αυτό. Άρχισε να λέει ότι αν θέλω να βγάλω λεφτά να πάω σε καμιά σοβαρή δουλειά που δεν θα ζητιανεύω! Ακούτε; Γι’ αυτό ήμουν έτσι“.

Ο Γιάννης είναι ένας από τους χιλιάδες ντελίβερι στο λεκανοπέδιο. Κι η αλήθεια είναι ότι οι περισσότεροι απ’ αυτούς αντιμετωπίζουν πάρα πολλά προβλήματα, κι όχι μόνο συμπεριφοράς.Πολλοί είναι ανασφάλιστοι, πολλοί επίσης ημιαπασχολούμενοι, πολλοί χρησιμοποιούν το δικό τους μηχανάκι, βάζουν τη βενζίνη από την τσέπη τους, πληρώνουν οι ίδιοι τις φθορές. Πολλές επιχειρήσεις –γιατί δεν υπάρχουν μόνο οι μεγάλες αλυσίδες που διαθέτουν δικά τους μηχανάκια- έχουν ως κριτήριο ‘πρόσληψης’ το να διαθέτει ο εργαζόμενος δικό του δίκυκλο. Αλλιώς δεν….

Ο Σπύρος είναι στο πτυχίο του Φυσικού της Αθήνας και δουλεύει για να έχει κάποιο εισόδημα, δίχως να περιμένει τα πάντα από τους γονείς του. “Αλλά με όσα έχουν δει τα μάτια μου, τρέμω στην ιδέα ότι αυτό θα είναι και το μελλοντικό μου επάγγελμα. Έχω γνωρίσει στη δουλειά πτυχιούχους από τρομερές σχολές, παιδιά με βαρβάτα μεταπτυχιακά, που αναγκάζονται να κουβαλάνε πίτσες και σουβλάκια επειδή δεν υπάρχει τίποτε άλλο! Ανάμεσά μας είναι πολλοί οικογενειάρχες, που ξεροσταλιάζουν για να βγάλουν μερικά χρήματα. Είναι καλύτερα από το τίποτα“.

Κανείς δεν κρύβει ότι ποντάρει πολύ στα φιλοδωρήματα, αφού ο βασικός μισθός, το μηνιάτικο (που ποικίλει από μαγαζί σε μαγαζί) είναι πολύ χαμηλό ποσόν, με το οποίο αδυνατεί να καλύψει κάποιος τα έξοδά του. Αλλά κι εδώ, όλα του ντελίβερι δύσκολα!. “Αν πάρουμε πενήντα λεπτά πουρμπουάρ είναι καλά! Αν είναι κάτι παραπάνω, κάνουμε πάρτι! Πολλοί όμως δεν δίνουν περισσότερα από είκοσι λεπτά, άλλοι πάλι ζητάνε ρέστα το δεκάλεπτο, όπως έγινε χτες που σας είπα. Να πηγαίνεις παραγγελία που κάνει 18 ευρώ, κάποιες φορές και παραπάνω, και να μη δίνει ο άλλος ούτε δέκα λεπτά αλλά να παίρνει όλα τα ρέστα, είναι. Ας μην πω καλύτερα

Και να ήταν μόνο το χρηματικό; “Προσωπικά με ενοχλεί πολύ που μας βλέπουν σαν ζητιάνους. Ε δεν είμαστε ρε παιδιά! Μια δουλειά κάνουμε και μάλιστα πολύ απαιτητική. Με βροχές και καταιγίδες, ακόμα και με χιόνια, με καύσωνες, με τα πάντα. Τρέχουμε σαν τρελοί πάνω σε δύο ρόδες για να πάμε την παραγγελία στην ώρα μας. Και ξέρετε, όταν έχει ματς -κι έχει πολύ συχνά- πέφτουν όλες οι παραγγελίες μαζί, ταυτόχρονα. Όλοι θέλουν να δουν τρώγοντας. Ε, μοιραία κάποιες θα αργήσουν. Μου έχει τύχει να μην πάρουν την παραγγελία επειδή τους είπαν στο τηλέφωνο ότι θα την πάμε σε 45 λεπτά αλλά τελικά μπορεί να είναι και μια ώρα. Κάποιοι έχουν θυμώσει, μας σκυλόβρισαν και έκλεισαν την πόρτα στη μούρη μας! Γενικά έχουμε ακούσει και μουρμούρα αλλά και βρίσιμο. Δεν απαντάμε καν γιατί μπορεί να βρούμε το μπελά μας. Ξέρω παιδιά που έχασαν τη δουλειά τους επειδή ο πελάτης είπε το μακρύ του και το κοντό του και απείλησε ότι δεν θα ξαναπαραγγείλει από το μαγαζί. Είναι και πού θα πέσεις. Εννοώ είτε στον πελάτη είτε στον εργοδότη. Δεν βρίσκεις άκρη“.

Εδώ λοιπόν κρύβεται το ‘μυστήριο’ γιατί οι ντελίβερι τρέχουν σαν δαιμονισμένοι, ρισκάροντας ακόμα και τη σωματική τους ακεραιότητα. Ο Σπύρος είναι ξεκάθαρος. “Από τη μία είναι ο φόρτος εργασίας -να τα πας όλα στην ώρα τους, να μην έχεις θέματα- κι από την άλλη βιάζεσαι να πας όσες περισσότερες παραγγελίες γίνεται μπας και μαζέψεις στο τέλος της ημέρας ένα αξιοπρεπές ποσόν από τα φιλοδωρήματα. Ακόμα και εφτά-οκτώ ευρώ για μας είναι σοβαρή υπόθεση“.

-Αλλά πάτε σαν τρελοί στους δρόμους, τρομάζει το μάτι μας. “Αλήθεια είναι και ξέρετε τους λόγους. Δυστυχώς είναι αναγκαίο κακό όσο υπάρχουν αυτές οι συνθήκες. Κι όπως έχω ακούσει, τουλάχιστον ένας στους τέσσερις είχε κάποια στιγμή ένα σοβαρό ατύχημα. Μπλέξαμε και χορεύουμε το χορό της παράνοιας. Τουλάχιστον ας μας φέρεται καλύτερα ο κόσμος. Δεν λέω ότι είναι όλοι, προς Θεού. Αλλά ναι, υπάρχουν πολλοί μυστήριοι, για να μην πω τίποτ’ άλλο“.

Και δεν χρειάστηκε να πει. Όλα είναι τόσο ξεκάθαρα, που κάθε επιπλέον λέξη περιττεύει. Πήρε μια εφημερίδα αγγελιών – “ξέρετε πόσο καιρό ψάχνω να βρω κάτι άλλο;“- και έφυγε για το σπίτι. Να χαλαρώσει λίγο ενόψει της σκληρής νύχτας που τον περιμένει. Ίσως και να ονειρευτεί –ξύπνιος- ότι αυτό τοβράδυ δεν θα τον προσβάλουν και δεν θα τον βρίσουν, ότι όλα θα πάνε καλά.

Αλλά ως τώρα, πολλά όνειρά του ήταν εφιάλτης. Μέσα στο σκοτάδι του κοινόχρηστου διαδρόμου υπολόγιζε τα δικά του χρήματα. “Τρία ευρώ και δεκαπέντε λεπτά τις τελευταίες δώδεκα παραγγελίες“, σκέφτηκε πικρά, κι έφυγε βολίδα για τον επόμενο πεινασμένο. Καθώς φορούσε το κράνος του σήκωσε το βλέμμα στον ουρανό. Οι παγωμένες σταγόνες έπεφταν σαν λεπίδες, καθώς φωτίζονταν από τους προβολείς του δρόμου διασπώντας το φως σε πολλά χρώματα. Η διάθλαση… Κάποτε τον είχε παιδέψει πολύ, αλλά του φαινόταν αστείο όταν μπήκε στο Φυσικό.

Ο ήχος του κινητού τον κατέβασε από το σύννεφο: “Πού είσαι γαμώ την τρέλα μου; Πού διάολο χαζεύεις; Μας έχουν ξεσκίσει στα τηλέφωνα. Πάρε τον κώλο σου και προχώρα!“, του είπε άγρια το αφεντικό, που δεν του κόστιζε τίποτα να τον διώξει. Έξω περίμεναν στρατιές. Το ίδιο λεπτό, σε μια άλλη γωνιά της πόλης, στον ίδιο ουρανό, ένα άλλο ζευγάρι θλιμμένα μάτια κοίταζαν με απελπισία τη βροχή λίγο πριν κρυφτούν πίσω από το κράνος. Το σκούρο δέρμα ένιωθε το ίδιο ρίγος από το κρύο. Το μυαλό όμως πετούσε μακρύτερα απ’ ότι του φυσικού.

Έφτασε με ταχύτητα φωτός ως το Μπαγκλαντές, εκεί που ο μικρός του γιος προσπαθούσε κάτι να του πει στην ολιγόλεπτη κλήση του. Δεν πρόλαβε να ακούσει, έπρεπε να κλείσει γιατί περίμεναν οι πίτσες.

Κεντρική φωτογραφία: Φωτογραφίες: Φραντζέσκα Γιαϊτζόγλου-Watkinson