Ο αντίπαλος που αγάπησα
- 14 ΜΑΙ 2012
Ήξερα τι θα ακολουθούσε εκείνου του τελευταίου, εύστοχου σουτ του Πρίντεζη που χάριζε στον Ολυμπιακό μάλλον την πιο δύσκολη νίκη της μπασκετικής ιστορίας του κι όμως, κάτι μέσα μου με έκανε να θέλω να χαρώ. Ήξερα όμως. Πασαλιμάνια, εριστικά εξώφυλλα, κόκκινες θριαμβολογίες περί του ποιος είναι ο μεγαλύτερος σύλλογος, πειράγματα, καθώς και ένα σωρό “χαχα θυμάσαι τότε που έλεγες…;”
(Τη βραδυά της πρόκρισης του Ολυμπιακού εις βάρος της Σιένα είχα τουητάρει “έτοιμο και το filler του final four.” Εντάξει. Αλλά στα σοβαρά, ποιος περίμενε μια τέτοια εξέλιξη;)
Ξέρεις όμως τι; Θυμάμαι και οι άλλοι τι έλεγαν, και δεν ήταν πολύ διαφορετικά. Αυτό είναι το θέμα, εκεί είναι η καρδιά της ιστορίας: Όλοι θυμόμαστε τι έλεγαν ΟΛΟΙ. Αυτό είναι το θέμα. Ο θρίαμβος του Ολυμπιακού είναι κάθε αθλητική ταινία με τίμιο αουτσάιντερ εναντίον πανίσχυρων κακών που απολαύσαμε ποτέ. Είναι η απόλυτη “θρίαμβος του outsider” Χολιγουντιανή ταινία. Πώς να μην το διασκεδάσεις αυτό;
Γιατί η απίθανη ιστορία του φετινού Ολυμπιακού δεν είναι μόνο το Δαβίδ εναντίον Γολιάθ του τελικού, αλλά ξεκινάει μήνες νωρίτερα, όταν απέναντι στον πρωταθλητή (Ελλάδας και Ευρώπης) Παναθηναϊκό είχε ξεμείνει πια δίχως κανέναν από τους σταρς του από τα τελευταία χρόνια (Μπουρούσης, Παπαλουκάς, Τσίλντρες, Τεόντοσιτς), με τους προέδρους του να έχουν σηκώσει λευκή σημαία αποχωρώντας (έστω και προς στιγμήν), και με αρχηγό τον Βασίλη τον Σπανούλη. Τον πράσινο “προδότη” που ένα χρόνο πριν είχε κάνει μια επιλογή για να τη δει να σκάει εντυπωσιακά στα μούτρα του, ξεμένοντας σε μια ομάδα ηττημένη, πάλι, και στα όρια της αποσύνθεσης. Πρέπει τότε να σκεφτόταν πως δεν είχε υπογράψει για αυτό. Άλλα θα περίμενε. Τώρα ήταν αυτός, κάτι τίμιοι εργάτες (ποιος Άντιτς τώρα δηλαδή, πλάκα κάνουμε), κάτι πιτσιρίκια.
Θυμάμαι ένα φίλο γαύρο που μίλαγε με κατήφεια για τις προοπτικές της ομάδας, εστιάζοντας σε αυτό το τελευταίο. Στο “αρχηγός Ολυμπιακού Βασίλης Σπανούλης”. “Σε πειράζει πρακτικά ή συμβολικά;”, τον είχα ρωτήσει. “Και τα δύο,” απάντησε.
Την πορεία της ομάδας τη θυμόμαστε, κι αν όχι τότε αρκεί ένα κύριο στατιστικό: Ο Ολυμπιακός κέρδισε την Ευρωλίγκα έχοντας προηγουμένως κερδίσει μόλις το 60% των αγώνων του, μακράν ο χειρότερος πρωταθλητής Ευρώπης στην ιστορία. Έβλεπες την ομάδα να είναι διαρκώς πάνω σε τεντωμένο σκοινί για το αν θα καταφέρει το οποιοδήποτε επόμενο βήμα. Στο τσακ πέρασε από τους πρώτους ομίλους, στο τσακ από τους δεύτερους, στο τσακ τα έκανε όλα. Και το παραμικρό που κατόρθωνε, ένιωθες πως αποτελούσε υπέρβαση.
Παρακολουθούσες όλη τη χρονιά με συμπάθεια – γιατί πως να μη συμπαθήσεις μια ομάδα φτιαγμένη πρακτικά από το μηδέν, από έναν προπονητή γερασμένο που όμως βρήκε διάθεση στην ηλικία του να δημιουργήσει έναν πρωταθλητή Ευρώπης από το τίποτα, δίχως κακομαθημένες ντίβες, δίχως εριστικά τσογλάνια, δίχως ανυπάκοους καλοθελητές, δίχως παίχτες που έφυγαν για να τα βρουν αλλού πιο εύκολα. Με το Μάντζαρη και τον Παπανικολάου. Και τον οικοδόμο Άντιτς. Και τον τίμιο Ντόρσεϊ που στον ημιτελικό του Final 4 έσυρε σχεδόν μόνος του την ομάδα απέναντι σε μια αμήχανη Μπαρτσελόνα που ξαφνικά δεν ήξερε τι να κάνει με αυτόν μες στη ρακέτα.
Παρακολουθούσες όλη τη χρονιά με συμπάθεια – αλλά με αυτό τον πατροναριστικό τρόπο. Όχι κατ’ανάγκην με κακία, αλλά επειδή, πώς να το κάνουμε, ήξερες πως είσαι καλύτερος. Στο παιχνίδι του πρώτου γύρου στο ΟΑΚΑ νιώθαμε όλοι πως κάναμε αγγαρεία. Δεν υπήρχε Ολυμπιακός που δεν θα έπαιρνε “χαμηλή ήττα” ως αποδεκτό αποτέλεσμα σε αυτό το παιχνίδι.
Κάπου μες στο χειμώνα θυμάμαι έναν άλλο Ολυμπιακό να λέει σε μια συζήτηση πως κανονικά, η ομάδα θα πρέπει να είναι ευχαριστημένη που μπήκε στο τοπ-16 και να μην κυνηγήσει καν την πρόκριση στα προημιτελικά. “Θα κουραστούν χωρίς λόγο, θα απογοητευτούν, και θα τους καταπιεί εύκολα ο Παναθηναϊκός τον Μάιο.” Η πρόταση ήταν κυνική, αλλά ποιος θα διαφωνούσε αληθινά; “Ας πάει η ομάδα φρέσκια, ξεκούραστη και συγκεντρωμένη στους τελικούς μπας κι έτσι τουλάχιστον χτυπήσουν το πρωτάθλημα.” Όλοι τα ίδια λέγαμε.
Αλλά σε κάθε φάση της Ευρωλίγκας, αυτή η ομάδα με το τόσο μα τόσο εμφανές ταβάνι στις δυνατότητές της, κατάφερνε κάτι αδιανόητο, όσο και δύσκολο να το διακρίνεις αν δεν κοιτάς πολύ-πολύ προσεκτικά: Ο Ολυμπιακός του Ίβκοβιτς δεν έκανε απλώς μικρές υπερβάσεις, δεν ξεπερνούσε την οροφή του. Την ανέβαζε λιγάκι σε κάθε ματς.
E, τελικά ο χώρος στο πατάρι θα τελείωνε κάπου απέναντι στην ΤΣΣΚΑ. Ναι, οι Ρώσοι είχαν παίξει μέτρια απέναντι στον Παναθηναϊκό στον ημιτελικό (τον ημιτελικό που σύμφωνα με την επικρατέστερη των απόψεων, θα έβγαζε ουσιαστικά και τον πρωταθλητή), αλλά εκεί ήταν Παναθηναϊκός, η ομάδα που ένα σωρό φορές έχει κερδίσει ισχυρότερους αντιπάλους με τη δύναμη της φανέλας – σε Ελλάδα και Ευρώπη.
Όταν ξεκίνησε η επική ανατροπή του τελευταίου δεκαλέπτου (από τους, πόσους; 19 πόντους;) η Ευρωλίγκα τουήταρε κάτι του στυλ “αυτή τη στιγμή οι Μάντζαρης-Παπανικολάου-Πρίντεζης επιχειρούν comeback απέναντι στους Κιριλένκο-Χριάπα-Σισκάσουσκας-Τεόντοσιτς. Αξιοθαύμαστο!” Πατροναριστικά, και πάλι, αλλά ποιος τους αδικεί.
Δεν είναι φοβερό για μια ολόκληρη χρονιά να γίνεσαι διαρκώς καλύτερος αλλά κανείς να μη σε πιστεύει; Ποτέ; Έχει υπάρξει ποτέ μεγαλύτερο αουτσάιντερ που να έχει κερδίσει πιο αδιαφιλονίκητα “ανίκητη” ομάδα ποτέ στην Ευρωλίγκα;
Στην Αμερική, που τον αθλητισμό τον αντιμετωπίζουν ωραιότερα από ό,τι εμείς εδώ, αναφέρουν συχνά τον όρο “rebuilding” για ομάδες που εμφανώς μπαίνουν σε φάση αναδόμησης του ρόστερ τους και που για 2-3 χρόνια, κατανοητά, δε θα είναι σε θέση να διεκδικήσουν το πρωτάθλημα. Αλλά μία στο τόσο γίνεται κάτι το απίθανο.
Το 1999 οι St. Louis Rams, για παράδειγμα, μπήκαν στο πρωτάθλημα του NFL έχοντας ρεκόρ προηγούμενης χρονιάς ένα μίζερο 4-12 και έχοντας ως βασικό quarterback έναν τύπο που ως τότε έπαιζε σε κάτι υποβαθμισμένες λίγκες στο Λας Βέγκας και στην Ευρώπη. Οι Rams θα έκαναν αυτή τη χρονιά 13-3, ο “στρατιώτης” Kurt Warner θα έκανε μια από τις κορυφαίες στατιστικά quarterback seasons στην ιστορία του αθλήματος, το Sports Illustrated θα τον έκανε εξώφυλλο με τίτλο “Ποιος ΕΙΝΑΙ αυτός;” και οι Rams θα έφταναν (και θα κέρδιζαν) το Super Bowl.
Αν αυτές δεν είναι οι ιστορίες για τις οποίες αξίζει να παρακολουθείς ομαδικό αθλητισμό, τότε δεν ξέρω ποιες είναι. Ο Ολυμπιακός είχε 3 φανταστικές σεζόν, παιχταράδες, ομαδάρες, διακεκριμένους προπονητές, λεφτά, ευκαιρίες – και δεν κατάφερε να κάνει τίποτα.
Και στη χρονιά της λευκής πετσέτας, με προέδρους με το ένα πόδι απέξω, με έναν προπονητή-στρατιώτη από τα παλιά, με ένα ρόστερ απαρτιζόμενο από πιτσιρίκια και ρολίστες, με ηγέτη έναν παίχτη που ξέμεινε εκεί και αναγκάστηκε να επανεφεύρει τον εαυτό του κάτω από ιαχές μίσους κι από τις δύο κερκίδες (για κάθε “Χοψωνίδης” υπήρχε κι ένα “σήκω φύγε ρε turnover machine”), σε αυτό τον ορισμό της rebuilding season, ο Ολυμπιακός πήγε και κέρδισε το Super Bowl. Απέναντι στους Patriots.
Πιθανώς αν δεν υποστήριζα μια ομάδα με 6 τέτοια Ευρωπαϊκά, να μην είχα τώρα την άνεση να το παίζω κουλ με την απόλυτη επιτυχία του αιώνιου αντιπάλου. Οπότε ας πούμε απλά πως χαίρομαι που μπορώ να την έχω αυτή την άνεση. Γιατί το φετινό Ευρωπαϊκό του Ολυμπιακού, με την ανατροπή που ολοκληρώθηκε κυριολεκτικά στο τελευταίο δευτερόλεπτο, είναι υπερβολικά γαμώ τις αθλητικές ιστορίες για να μην αφήσεις τον εαυτό σου να την χαρεί.
…επίσης, το έχασε ο Μίλος Τεόντοσιτς.
Ειρήνη, αδέρφια.