Ο ελληνικός αθλητισμός δεν είναι ο Τσιτσιπάς
Η λαμπρή εξαίρεση του 20χρονου αθλητή δεν είναι αρκετή για να μας κάνει να ξεχάσουμε τον κανόνα της ντροπής.
- 13 ΜΑΙ 2019
Ήταν ένα πολύ παράξενο Σαββατοκύριακο, αυτό που μόλις πέρασε. Από τη μία, ένας ντροπιαστικός τελικός Κυπέλλου στο ποδόσφαιρο, με άδειες εξέδρες, τριπλάσιους αστυνομικούς από θεατές, και επεισόδια(!) ανάμεσα στους μόλις 120 προσκεκλημένους της κάθε ομάδας, οι οποίοι φυσικά έλαβαν ονομαστικές προσκλήσεις από τις ίδιες τις ΠΑΕ.
Με λίγα λόγια, οι διοικήσεις των ομάδων επέλεξαν να δώσουν τις ελάχιστες προσκλήσεις τους σε κάφρους, έτσι για να μπει το ιδανικό κερασάκι σε μια φαρσοκωμωδία που ήδη προσπαθούμε να ξεχάσουμε.
Λίγη ώρα μετά την ολοκλήρωση του μεγάλου (γελάμε) τελικού στο ΟΑΚΑ από την άλλη, ο Στέφανος Τσιτσιπάς έμπαινε στη μάχη του ημιτελικού στο Open της Μαδρίτης, κερδίζοντας για πρώτη φορά στην καριέρα του τον σπουδαίο Ράφα Ναδάλ και μάλιστα εκεί όπου ο Ισπανός αισθάνεται σαν το σπίτι του: στο χώμα, με όλο το στάδιο να τον υποστηρίζει.
Την Τετάρτη, ο Γιάννης Αντετοκούνμπο, ο οποίος κατά πάσα πιθανότατα θα αναδειχθεί και σε MVP της κανονικής περιόδου στο NBA, πέφτει στη μάχη των τελικών της Ανατολής, με βλέψεις ακόμα και για το δαχτυλίδι, όντας ο απόλυτος πρωταγωνιστής των Μιλγούοκι Μπακς.
Πίσω στη χώρα μας, το πρωτάθλημα της Α1 είναι στον ‘αέρα’, οι ιδιοκτήτες των ομάδων δεν μπορούν να συμφωνήσουν σε πέντε βασικά πράγματα και στο φινάλε της κανονικής σεζόν παρακολουθήσαμε αγώνες-παρωδίες που προκαλούν γέλιο και κλάμα ταυτόχρονα.
Τι είναι λοιπόν ο Γιάννης και ο Στέφανος και με ποιο τρόπο καταφέρνουν και ξεχωρίζουν από τον εγχώριο βούρκο; Μα πολύ απλά, δεν μπορεί κανείς να βαυκαλίζεται ότι πρόκειται για προϊόντα του ελληνικού αθλητισμού. Δεν είναι καν οι εξαιρέσεις σε έναν κανόνα επεισοδίων, παρασκηνίου και βρωμιάς. Πρόκειται για δύο παιδιά που τυχαίνει να είναι Έλληνες, αλλά ευτυχώς για εκείνους, δεν γαλουχήθηκαν μέσα στον τοξικό χώρο του ελληνικού αθλητισμού.
Είχαν την τύχη να φύγουν νωρίς, να δουλέψουν δίπλα στους κορυφαίους και να λάμψουν, αποκομμένοι από όσα μας αναγκάζουν να εγκαταλείπουμε σιγά-σιγά τα γήπεδα. Αν ο Γιάννης δεν είχε φύγει ποτέ, πιθανότατα θα έπαιζε σε έναν από τους δύο αιωνίους και θα είχε την τύχη κάθε κοινού θνητού που επιλέγει να παίζει μπροστά στους χούλιγκαν, είτε αυτοί φοράνε κασκόλ, είτε φοράνε σακάκια, είτε δηλώνουν δημοσιογράφοι. Θα προσπαθούσε αποφύγει ιπτάμενα αντικείμενα, θα άκουγε ρατσιστικά συνθήματα, θα γράφονταν για εκείνον λίβελοι.
Αν ο Στέφανος είχε μείνει στην Ελλάδα, μάλλον θα είχε κόψει το τένις και θα έπαιζε πια για χόμπι, λέγοντας στους αντιπάλους του πως κάποτε τον θεωρούσαν μεγάλο ταλέντο αλλά δεν θα μάθουμε ποτέ μέχρι πού θα έφτανε
Ό,τι μπαίνει στο μίξερ του ομαδικού αθλητισμού στην Ελλάδα, κονιορτοποιείται από τα οπαδικά πάθη και τα συμφέροντα που εξυπηρετούνται και το τελικό αποτέλεσμα προκαλεί αποστροφή. Οι μόνοι που επιβιώνουν, είναι εκπρόσωποι ατομικών αθλημάτων, εκείνοι που δεν αγωνίζονται κάτω από συλλογικές ομπρέλες και συνήθως, ακόμα κι αυτοί, χρειάζονται την στήριξη κάποιου χορηγού είτε αναγκάζονται να φύγουν στο εξωτερικό για να συνεχίσουν και να παραμείνουν στο κορυφαίο επίπεδο.
Επομένως, ας μην μπερδευόμαστε. Ο ελληνικός αθλητισμός, είναι τα άδεια γήπεδα, οι συνεδριάσεις αντί των αγώνων, η ασυλία των παραγόντων, τα ‘ντου’ σε αγώνες γυναικείου πόλο, το ξύλο, τα εμπρηστικά πρωτοσέλιδα και οι δολοφονικές επιθέσεις.
Ο Στέφανος Τσιτσιπάς, ο Γιάννης Αντετοκούνμπο και οι υπόλοιπες φωτεινές εξαιρέσεις όπως ο Πετρούνιας κι η Στεφανίδη, απλά μας θυμίζουν τον θλιβερό κανόνα της εγχώριας μιζέριας μας και μας βοηθάνε να νιώσουμε για λίγο αυτή την παράξενη και εν πολλοίς αδικαιολόγητη περηφάνια που μας πλημμυρίζει κάθε φορά που ένας συμπατριώτης μας διαπρέπει στο εξωτερικό.
Καλό είναι, όσο κρατάει, αλλά η ιστορία έχει -από-δείξει πως κάθε τέτοια λαμπρή εξάιρεση, συνήθως ακολουθείται από ένα σκληρό reality check που μας προσγειώνει.
Κεντρική φωτογραφία: AP Photo/Bernat Armangue