OPINIONS

Ο Jon Stewart μού έμαθε να παρακολουθώ πολιτική

Ο θρυλικός κωμικός ολοκλήρωσε την παραμονή του στο “Daily Show” κι εμείς επιχειρούμε μια ελάχιστη αποτίμηση.

Ο Τζον Στιούαρτ δεν χωράει σε ένα κείμενο, και σίγουρα ο αμερικάνικος τύπος έχει εξαντλήσει το ζήτημα από την δική τους οπτική, σε θέματα που άπτονται της δικής τους κουλτούρας. Προφανώς κι αυτό είναι το πρωτεύον σε μια τέτοια περίπτωση, στην περίπτωση ενός κωμικού που δεν υπήρξε ποτέ ιδιαίτερα διάσημος για τα stand-up του, αλλά για τον τρόπο που μεταμόρφωσε την βραδυνή τηλεοπτική ζώνη της αμερικάνικης τηλεόρασης, εισάγοντας νηφάλιο και ξεκαρδιστικό πολιτικό λόγο.

Είναι σίγουρα ένα αμερικάνικο πρόσωπο για μια πρωτίστως αμερικάνικη κατάσταση. Το “Daily Show” δεν έχει καν τις διεθνείς παρεκκλίσεις που συνηθίζει ας πούμε ο Τζον Όλιβερ στο ΗΒΟ. Ο Τζον Στιούαρτ αποδομούσε σε καθημερινή βάση την Αμερική. Τους πολιτικούς της, τους πολίτες της, τα media της.

Ο Τζον Στιούαρτ πήρε μια σάτιρα των νυχτερινών talk shows και τη μεταμόρφωσε στο #1 προορισμό για όποιον έψαχνε μεστό πολιτικό λόγο, κάτι που ακούγεται αληθινά σχιζοφρενικό, μα αν ήταν τόσο σχιζοφρενικό δε θα είχαμε ποτέ ανάγκη το Stewart / Colbert ‘08.

Χάρη σε αυτόν τον 52χρονο νεοϋορκέζο κωμικό, μια μικρή κωμική επανάσταση συνέβη την τελευταία δεκαετία αντίστοιχη με την παλαιότερη από το “Saturday Night Live”. Άνθρωποι που γνωρίσαμε ως σατιρικούς ανταποκριτές του Τζον Στιούαρτ, τώρα βρίσκονται υποψήφιοι για Όσκαρ (Στιβ Καρέλ), ετοιμάζονται να καθίσουν στην σημαντικότερη καρέκλα της νυχτερινής ζώνης (Στίβεν Κολμπέρ), τρέχουν το πιο χιπ πολιτικό κωμικό σόου (Τζον Όλιβερ), και γενικά βρίσκονται παντού όποια πέτρα σηκώσεις (Εντ Χελμς, Ρομπ Ρίγκλ, Ρομπ Κόρντρι, Ασίφ Μάντβι, Ολίβια Μαν κλπ κλπ κλπ).

 

Τελοσπάντων, όλα αυτά οι Αμερικάνοι τα γνωρίζουν καλύτερα γιατί είναι μια εκπομπή που νύχτα μετά από νύχτα, ασχολείται με τη δική τους συχνά σουρεάλ, άλλοτε εξοργιστική πραγματικότητα, προσπαθώντας να βγάλει μια άκρη μέσα από όλα αυτά. Ο Τζον Στιούαρτ ποτέ δεν απευθυνόταν σε εμάς. Όμως το έκανε και αυτό έστω και συμπτωματικά, κι είναι αυτό για το οποίο θέλω πιο πολύ να μιλήσω.

***

Εμείς, η τελευταία γενιά που ξέβρασε στην κοινωνία η μεταπολίτευση, είχαμε πάντα περίεργη σχέση με την πολιτική. Ζήσαμε ως έφηβοι από τα μέσα των ‘90ς, ξέγνοιαστα μέχρι να ριχτούμε στην αγορά εργασίας στα μέσα των ‘00ς.

 

Όχι ότι κι αν ήθελες ήταν εύκολο να βρεις. Ο πολιτικός διάλογος στην ελληνική τηλεόραση ήταν, όπως και εξακολουθεί να είναι, θλιβερός. Η σάτιρα είναι πάντα ένας τύπος που φωνάζει λαϊκιστικές κορώνες για τις ενθουσιασμένες κυρίες της πρώτης σειράς και τους “έλα μωρέ να ‘ούμε με τους [βάλε εχθρό της επιλογής σου] τώραααα” κυρίους που ντουμάνιαζαν τα σαλόνια του σπιτιού. Οι πολιτικές εκπομπές ήταν κάτι βολεμένοι σε τρία διαφορετικά μέσα τύποι που καλούσαν το ίδιο περιφερόμενο καστ τσαρλατάνων να φωνάζουν ο ένας πάνω από τον άλλον. Και ο lifestyle τύπος, ακόμα και μετά την έναρξη της κρίσης, μιλούσε στο πολιτικό επίπεδο του “οι φυλές της κρίσης”, με ντεμί σελέμπριτιζ να εξηγούν πώς καταφέρνουν να κάνουν τα ψώνια τους την εποχή του (πρώτου) μνημονίου.

Δε θέλω να φανεί πως βγάζω την Αμερική λάδι σε όλα αυτά. Τα ίδια χάλια είναι, εξ ου και είχαν την ανάγκη για κάποιον σαν τον Τζον Στιούαρτ. Αλλά το θέμα μου είμαστε εμείς. Η πολιτική δεν υπήρχε και η πολιτική συζήτηση ευχόμουν να μην υπήρχε.

Τζον Στιούαρτ πρωτοείδα φαντάζομαι κάπου γύρω σε εκείνη την περίοδο της έκρηξης των σειρών, όταν πρωτοβάλαμε DSL και είχαμε πολύ ελεύθερο χρόνο. Μου είχε φανεί πολύ σαχλό που φίλοι σε καφέδες και σε φόρουμς έκαναν καυτό θέμα συζήτησης μια εκπομπή πολιτικής σάτιρας, δηλαδή τι, θα μπαίνουμε και θα ψάχνουμε να βρούμε τη χτεσινή εκπομπή; Βιντεάκια από την υπόλοιπη τηλεόραση και καλεσμένοι;

(Τώρα που είπα αυτό θυμήθηκα μέσα σε όλα και το “Όλα”. Πραγματικά ας βομβαρδίσει κάποιος τη μεσοδεκαετία ‘90s/‘00s.)

Τελοσπάντων, η ουσία ήταν ότι κάθισα να δω για πρώτη φορά και ο Στιούαρτ είχε καλεσμένο έναν θρησκευτικό ηγέτη, έναν θρησκευτικό συγγραφέα; Δε θυμάμαι ακριβώς τι ήταν, θυμάμαι ότι τον είχε βάλει στη γωνία και του αντέκρουε κάθε επιχείρημα με ψυχραιμία, χωρίς να γκαρίζει, χωρίς να διακόπτει, χωρίς να λαϊκίζει, με λογική, με ευγένεια. Όσο συνέχισα να βλέπω εκπομπές του, και αυτό λογικά είναι κάπου στο 2004, καταλάβαινα πως είχε κάτι εξίσου άσχημο και κακόφωνο να αντιμετωπίσει. Και πως δεν ήταν μια σατιρική εκπομπή, όπως νόμιζα, αλλά ένας αληθινός προορισμός για σοβαρή πολιτική ομιλία.

Θα το αναγνώριζαν αυτό στη διάρκεια των ετών και πολλοί άλλοι άνθρωποι πιο σημαντικοί από εμένα, από στρατηγούς κι ηγέτες κρατών μέχρι καλλιτέχνες και τον ίδιο τον Πρόεδρο των ΗΠΑ, ανθρώπων που έκατσαν στην καρέκλα του καλεσμένου του Τζον Στιούαρτ(*), πάντα ως κατακλείδα ενός 20λεπτου, στο πρώτο μέρος του οποίου βλέπαμε τον κωμικό να απομονώνει αμέτρητες εκφράσεις του παραλόγου και να υπογραμμίζει σε αυτές το λάθος, το ανόητο, το κακό, το ανήθικο.

(*Μια εκπομπή που σατίριζε τη φόρμα των late night talk shows έφτασε να καλεί από λογοτέχνες μέχρι ακτιβιστές και αστροφυσικούς, την ώρα που τα κανονικά shows συνέχιζαν, συνεχίζουν, και θα συνεχίζουν, να καλούν όποιον ηθοποιό έχει να προμοτάρει ταινία εκείνη τη βδομάδα. Αν αυτό δεν είναι έμπρακτη στήριξη ηθικών αρχών από δημόσιο media πρόσωπο, δε ξέρω τι είναι.)

 

Ανέσυρε βιντεάκια και δηλώσεις όχι για να πουλήσει εξυπνάδα ή οπαδισμό, αλλά για να εκθέσει, για να φέρει τους πάντες αντιμέτωπους με τις ευθύνες τους. Κατέκρινε πολιτικούς, όχι μένοντας στον προφανή στόχο ενός Τζορτζ Μπους Τζούνιορ, αλλά προχωρώντας πολύ βαθιά, φτάνοντας μέχρι και την τοπική αυτοδιοίκηση, όπως συνέβαινε σε κάποια θρυλικά βίντεο όπου κωμικοί της εκπομπής παγιδεύουν ανίδεους τοπικούς παράγοντες σε αδιανόητες παραδοχές κακοδιαχείρισης.

Σταδιακά έστησε την όλη εκπομπή γύρω από την ιδέα των ρεπόρτερ και ανταποκριτών, που φυσικά ήταν όλοι καρικατούρες και έπαιζαν ρόλους, απέναντι από τον straight man παρουσιαστή Τζον Στιούαρτ. (Ο διασημότερος εξ αυτών, Στίβεν Κολμπέρ, παρουσίασε για πολλά χρόνια μια companion εκπομπή-αριστούργημα, “The Colbert Report”, που έμοιαζε σε στιγμές ακόμα πιο τολμηρή.) Σατιρίζοντας έτσι τους κάθε λογής αχυρανθρώπους που απλώς διαβιβάζουν το στάνταρ ποίημα, μικρούς πολιτικούς οπαδούς-ρεπόρτερ.

Ουσιαστικά άρχισα να παρακολουθώ και να ενδιαφέρομαι για την αμερικάνικη πολιτική σκηνή ώστε να κατανοώ όλες τις αναφορές του “Daily Show”. Γυρνώντας από τη σχολή κάθε μέρα πριν αρχίσουν οι δουλειές, φρόντιζα πάντα να βρω ένα 20λεπτο για τον Στιούαρτ, για όσα χρόνια τελοσπάντων είχα την άνεση να το κάνω. (Όταν ο φόρτος εργασίας έγινε αληθινός από ένα σημείο κι έπειτα, παρακολουθούσα απλώς τυχαίες εκπομπές ή, πλέον, βιντεάκια κι αποσπάσματα.)

 

Ο Στιούαρτ ήταν πάντα αστείος και πάντα διασκεδαστικός, μα πάντοτε δίχως να χωρά αμφιβολία για το πόση οργή μπορούσε να κρύβει μέσα του για ό,τι τον ενοχλούσε. Μίλησε οργισμένα για τον φόνο του Έρικ Γκάρνερ όταν ένιωθε πως τίποτα στη χώρα του δε θα αλλάξει ποτέ. Μίλησε οργισμένα ύστερα από ένα ακόμα φονικό ως συνέπεια της κουλτούρας οπλοκατοχής. Για την ακρίβεια, κι αυτό είναι ειλικρινά το μεγαλύτερο παράσημο που του αξίζει, έμοιαζε πιο οργισμένος την τελευταία 8ετία από ό,τι την προηγούμενη. Το “Daily Show” το ανέλαβε το 1999 και το γιγάντωσε επί προεδρείας Μπους, κι ως κοινωνικά φιλελεύθερος δημοκράτης ήταν προφανές πως οι πηγές σχολιασμού και σάτιρας θα ήταν ανεξάντλητες.

Μα ήταν πολλοί εκείνοι που πίστεψαν πως το σόου θα έχανε κάτι από την αιχμή του ή από τον ίδιο τον λόγο ύπαρξής του (τι θα κάνουμε με όλους αυτούς τους αφελείς, μου λέτε;) με την εκλογή του Δημοκράτη Και Πρώτου Μαύρου Προέδρου, Μπαράκ Ομπάμα. Ο Στιούαρτ απέδειξε πως στον πολιτικό λόγο δεν υπάρχει οπαδισμός, πως τα προβλήματα είναι συστημικά, πως οι ιδεοληψίες είναι βαθιά ριζωμένες.

 

Στο “Crossfire”, μια ανόητη πολιτική εκπομπή του CNN όπου οι δημοσιογράφοι απλά έπαιζαν ουσιαστικά πολιτικό θέατρο και το πουλούσαν ως επιθετική δημοσιογραφία, ο Στιούαρτ εμφανίστηκε κάποτε ως καλεσμένο και ρωτήθηκε αν στην περίπτωση εκλογής του Τζον Κέρι, θα του ήταν δυσκολότερο να κάνει χιουμοριστικές επιθέσεις. “Γιατί να είναι δυσκολότερο;

Η μόνη περίπτωση να είναι δυσκολότερο είναι αν η κυβέρνησή του είναι λιγότερο παλαβή από την παρούσα.” Το πρόβλημα είναι συστημικό και φτάνει πολύ πιο βαθιά από τις επιθέσεις σε Τζορτζ Μπους μάπετς.

 

Ο Τζον Στιούαρτ ήταν, ειλικρινά, ο πρώτος άνθρωπος που παρακολούθησα σε βάθος χρόνου να μιλά για πολιτική και δε με έπιασα ποτέ να αναρωτιέμαι τι συμφέροντα εξυπηρετεί. Όχι πως υπήρξε τέλειος- αν μιλάς καθημερινά για πολιτική και δεν πεις λάθος πράγματα τότε υποθέτω δεν τολμάς αρκετά. Πρόσφατα ένας από τους πρώην ‘ανταποκριτές’/συγγραφείς της σειράς, ο Γουάιατ Τσένακ, αποκάλυψε πως πριν χρόνια όταν είχε πει στον Στιούαρτ πως είχε πρόβλημα με μια απεικόνιση μαύρου χαρακτήρα στη σειρά, ο Στιούαρτ εξερράγη, του απάντησε απότομα, του είπε κάτι του στυλ “ο Τάδε δεν έχει πρόβλημα όταν κάνω το Τάδε”. Ύστερα από κάποιο διάστημα, ο Τσένακ έφυγε από την εκπομπή.

 

Ένας παραγωγός του “Daily Show” δεν αρνήθηκε τίποτα από αυτά μιλώντας στα media, παρά μίλησε με ειλικρίνεια για το πώς δοκιμάζοντας τα όρια θα κάνεις και λάθη. Ο Στιούαρτ από την πλευρά του επικοινώνησε με τον Τσένακ και τον προσκάλεσε στην τελευταία του εκπομπή, αυτή της προηγούμενης Πέμπτης, όπου θα εμφανίζονταν μάλιστα όλοι οι παλιοί ανταποκριτές. Ο Τσένακ εμφανίστηκε ‘έξω από το στούντιο’, με τον Στιούαρτ να τον ρωτάει αν θέλει να έρθει μέσα. Εκείνος απάντησε όχι. Οι δυο άντρες αντάλλαξαν δυο συγκρατημένα χαμόγελα, με τον Στιούαρτ να λήγει τη ‘σύνδεση’ ρωτώντας, “You good?” και τον Τσένακ να απαντά, “I’m good.”

Αν υπάρχει ένα πόιντ σε όλο αυτό είναι υποθέτω πως πραγματικά κανείς δεν είναι τέλειος, αλλά δεν το λέω αυτό ως υπεράσπιση, αλλά ως κίνητρο. Δεν θα έρθει κανένας λευκοφορεμένος Μεσσίας να μας διδάξει πώς να μιλάμε για πολιτική σαν άνθρωποι ή πώς να αναλύουμε τον κόσμο γύρω μας με ευγένεια και ψυχραιμία και αλήθεια. Μπορεί να είναι και άνθρωποι που δεν ξέρουν πάντα το σωστό από το λάθος, που μπορεί και καμιά φορά να είναι λίγο μαλάκες, που δεν έχουν πάντοτε συναίσθηση του προνομίου τους κι αν τους πεις πλούσιους αστούς μπορεί να τιναχτούν λίγο πριν επανασυνδεθούν με τη γη. Είναι όλα μια διαδικασία, μα κανείς δεν γεννιέται παντογνώστης. Είναι όλα μια διαδικασία.

Ο Στιούαρτ σίγουρα ξεκίνησε μια τέτοια διαδικασία. Για 16 χρόνια, ο λόγος του ήταν ευαγγέλιο για τους αμερικάνους προοδευτικούς (και όαση για πολύ κόσμο ακόμα, ευχαριστώ). Ουσιαστικά δημιούργησε μια σχολή πολιτικής συζήτησης η οποία μας πήρε από την εποχή του προσβλητικά ρηχού “Crossfire” στο CNN (το οποίο ο Στιούαρτ κυριολεκτικά κατέστρεψε) και μας έφερε στο σήμερα: Όπου το ΗΒΟ αφιερώνει την Κυριακή του, αμέσως μετά από τα “True Detective” και τα “Game of Thrones”, σε έναν τύπο που μιλάει για την κατάσταση στην Ουκρανία και για τα τρανς δικαιώματα στην Αμερική.

Όπου η πιο αναγνωρίσιμη πολιτική περσόνα της κωμικής τηλεόρασης αφήνει την περσόνα πίσω και κάθεται σύντομα στην καρέκλα του Ντέιβιντ Λέτερμαν. Όπου σε late night εκπομπές ανάμεσα σε διάσημους που διαβάζουν mean tweets, ένας Αμερικάνος κωμικός μιλά για την πολιτική κατάσταση στην Ελλάδα.

 

Και όπου, στην καρέκλα του “Daily Show” θα καθίσει από τον ερχόμενο Σεπτέμβρη ένας Νοτιοαφρικάνος κωμικός που είναι ένα χρόνο νεότερος από εμένα.

Το επίπεδο της πολιτικής συζήτησης στην Αμερική έχει γίνει σκαλιά καλύτερο χάρη στον Τζον Στιούαρτ, αλλά είπαμε, εγώ δεν ήθελα να μιλήσω γι’αυτό. Ήθελα να μιλήσω για το πώς αυτό το περίεργο καθημερινό 20λεπτο μου έγινε για πολλά χρόνια συνήθεια απαραίτητη, και με βοήθησε να καταλάβω πως υπάρχουν πολλοί τρόποι να μιλάς και να αναλύεις τον κόσμο γύρω σου. Να μην στέκομαι ποτέ οπαδικά πίσω από μια επιλογή μου, αλλά κριτικά. Να ακούω τι είναι αυτό που λέει κάποιος, και να μην στέκομαι στον παχύ τίτλο που αλίευσε άλλος για μένα. Να αναγνωρίζω πως η ευγένεια κι ο θυμός δεν είναι πράγματα που πρέπει σώνει και ντε να ποδοπατούν το ένα το άλλο.

 

Στην τελευταία του, θρυλική ήδη εκπομπή, ο Στιούαρτ άνοιξε με ένα εκτεταμένο κομμάτι αφιερωμένο σε όλους τους παλιούς του συνεργάτες, τους ανταποκριτές από όλες τις γενιές του “Daily Show” του. Τελευταίος από όλους εμφανίστηκε, φυσικά, ο Κολμπέρ, o οποίος αφού ολοκλήρωσε το προσυμφωνημένο απόσπασμα, βρήκε off script και μίλησε από καρδιάς στον φίλο του, ο οποίος όλη αυτή την ώρα κουνιόταν νευρικά, εμφανώς συγκινημένος, με την καρέκλα του. “Σου χρωστάμε επειδή μαθαίνουμε από εσένα,” του είπε, και θα μπορούσε να μιλά για όλους μας. “Το ξέρω πως δεν το ζήτησε αυτό, αλλά εκ μέρους όσων ανθρώπων τις ζωές άλλαξες τα τελευταία 16 χρόνια, σε ευχαριστώ.”

Η εκπομπή έκοψε για διαφημίσεις σε εκείνο το σημείο, και επέστρεψε με έναν φορτισμένο Στιούαρτ να παραδίδει αυτό που θα έλεγε κανείς πως ίσως και να είναι το απόσταγμα της όποιας σοφίας θα μπορούσε (ή θα έπρεπε, τελικά) να αποκομίσει από την παρακολούθηση αυτής της εκπομπής.

“Bullshit is everywhere,” ξεκίνησε. “Ελάχιστα πράγματα θα συναντήσεις στη ζωή σου που δε θα είναι παραγεμισμένα με bullshit.” Είναι ένας αποχαιρετιστήριος λόγος που αξίζει να παρακολουθήσεις ολόκληρο, μα η ουσία του είναι αυτή

 

“Αυτές οι βλακείες έρχονται σε τρεις βασικές γεύσεις. Πρώτον, το να κάνουν άσχημα πράγματα να ακούγονται σαν καλά πράγματα. Patriot Act. Επειδή το ‘Φοβάσαι αρκετά για να με αφήσεις να κοιτάξω σε όλα τα τηλεφωνικά αρχεία σου’ Act δεν θα πουλούσε. Δεύτερον, πολυπλοκότητα. Κρύβεις το άσχημο κάτω από βουνά βλακείας. Χέι, ένα μάτσο δισεκατομμυριούχοι δε μπορούν να αγοράσουν τις εκλογές μας, σωστά; Φυσικά και όχι. Μπορούν να απλώς να συνεισφέρουν δίχως όριο, ανώνυμα μετρητά σε ένα 501(c)4, αλλιώς θα πρέπει να τα 501(c)6 ή να τα μεταφέρουν δημοσίως σε ένα ανεπίσημο PAC ή… νομίζω κοιμούνται τώρα, μπορούμε να το σκάσουμε.”

“Και τέλος, είναι οι βλακείες των απείρων δυνατοτήτων. Αυτοί που κρύβουν την άρνησή του να πράξουν υπό το κάλυμμα μιας αναζήτησης δίχως τέλος. Δε μπορούμε να κάνουμε τίποτα επειδή ακόμη δεν γνωρίζουμε τα πάντα.”

“Αλλά τα καλά νέα είναι πως έχουν γίνει τεμπέληδες. Η δουλειά τους ανιχνεύεται πλέον εύκολα.”

Μπορεί να είναι έτσι. Ή μπορεί απλά κάποιοι άνθρωποι να μας έμαθαν να κοιτάμε καλύτερα.