Ο Σταύρος Τσιώλης ήθελε μόνο να κουβεντιάζετε
- 23 ΙΟΥΛ 2019
Ήταν κάπως παράξενες οι συνομιλίες μου με τον Σταύρο Τσιώλη. Του έστελνα στο Facebook ζητώντας του να βρεθούμε για να μου δώσει μια συνέντευξη και με καθυστέρηση μερικών ωρών ή και ημερών, μου απαντούσε, πάντοτε, λέγοντας μου να κανονίσουμε να πάμε για έναν καφέ και να τα πούμε, όταν θα είναι πια έτοιμη η νέα του ταινία.
Να πάμε για έναν καφέ, για να τα πούμε. Μόνο αυτό ήθελε ο Σταύρος Τσιώλης, να κάθεσαι απέναντί του, να σε αποκαλεί ‘μαναράκι’ και να κουβεντιάζετε, για τις γυναίκες του, για τον ΠΑΟΚ, για τα παλιά, για αυτά που έρχονται. Γιατί πάντα κάτι θα ερχόταν.
Η νέα του ταινία, αυτή που έμελλε να είναι η τελευταία του, το ‘Γυναίκες που περάσατε από εδώ’ με το οποίο έκλεισε την τριλογία των γυναικών, ολοκληρώθηκε μετά από πολλές δυσκολίες τον περασμένο Δεκέμβρη κι η ώρα να πιούμε αυτόν τον καφέ με τον γλυκύτατο Σταύρο Τσιώλη, είχε φτάσει.
Είναι κάπως παράξενο, όταν η στιγμή την οποία είχες ονειρευτεί και προγραμματίσει στο κεφάλι σου δεκάδες φορές, επιτέλους έρχεται. Έχοντας δει σχεδόν όλες τις ταινίες του, έχοντας χρησιμοποιήσει σε διαλόγους αμέτρητες ατάκες του, νόμιζα ότι θα καταφέρω να εμφανιστώ στοιχειωδώς άνετος απέναντί του. Κι όμως, ένιωσα μια αμηχανία κι ένα κάποιο δέος, όταν κάθισα στην ξύλινη καρέκλα ακριβώς δίπλα του, εκείνο το χειμωνιάτικο πρωινό στα Εξάρχεια.
Εκείνος, με την ευγένεια και την γλυκύτητά του, φρόντισε αμέσως να με κάνει να νιώσω πως κουβεντιάζω με έναν αγαπημένο μου φίλο. Απαντούσε σε κάθε μου ερώτηση και μόλις ολοκλήρωνε την κουβέντα του, με κοιτούσε βαθιά στα μάτια και με ρωτούσε με τη σειρά του “λοιπόν Κωνσταντίνε μου, τι άλλο θέλεις να πούμε;”.
Αυτό που ποτέ δεν του απάντησα εκείνη τη στιγμή, ήταν πώς θέλω να πούμε για τα πάντα, να κρατήσει αυτή η συζήτηση ώρες, μέρες, χρόνια
Να πούμε για τη ζωή, για τον έρωτα, για τις γυναίκες, για την μπάλα, για την πολιτική, για τον Βακαλόπουλο, να μου δώσει συμβουλές, να μου διηγηθεί ιστορίες, να μου εξηγήσει κάθε ατάκα από το ‘Ας περιμένουν οι γυναίκες’.
20 μέρες του πήρε να γράψει αυτό το σενάριο, με τις ατάκες να βγαίνουν αυθόρμητα, μέσα από αληθινά περιστατικά. Κι οι ατάκες αυτές, μέχρι σήμερα και για πάντα, θα είναι οι ατάκες που λέμε με τους φίλους μας, οι ατάκες που κυκλοφορούν στο Twitter και το Facebook, οι ατάκες που μας κάνουν να νιώθουμε πάντα λιγάκι καλύτερα.
Ο Σταύρος Τσιώλης είχε επίγνωση της κληρονομιάς που άφησε πίσω του αυτή η ταινία, αλλά δεν έδινε και μεγάλη σημασία. Σκεφτόταν άλλωστε ήδη την επόμενη, έστω κι αν χαμογελούσε πλατιά κάθε φορά που έβλεπε τις γεμάτες με πιτσιρικάδες αίθουσες στις προβολές της.
Ήταν κι αυτή, μια μεγάλη του νίκη. Κατάφερε να αγγίξει και να μιλήσει στις καρδιές ανθρώπων που ήταν αγέννητοι όταν έγραφε το σενάριο μαζί με τον Χρήστο Βακαλόπουλο. Γιατί ήταν μια ταινία αληθινή, όσο αληθινός ήταν κι ο Σταύρος Τσιώλης.
Η αγάπη του για τις γυναίκες, ακόμη και μέχρι την ηλικία των 82, ήταν αδιαπραγμάτευτη. Όπως αδιαπραγμάτευτη ήταν και η όρεξή του να γράφει και να δημιουργεί. Στο τέλος εκείνης της κουβέντας μας, με τα λόγια του να βγαίνουν μεν χαμηλόφωνα αλλά να απελευθερώνουν από μέσα τους μια τρομερή ενέργεια, μου ζήτησε μια χάρη. Να πάμε ξανά για καφέ όταν θα έχει ολοκληρώσει την επόμενη ταινία του, ‘Το χιόνι’, της οποίας το σενάριο είχε ήδη ετοιμάσει.
Εκείνο που δεν του απάντησα τότε, ήταν πως μετά χαράς θα έπινα καφέ και θα κουβέντιαζα μαζί του κάθε πρωινό, όποτε εκείνος ήθελε και πως αυτός ήταν που μου έκανε τη χάρη παραχωρώντας λίγο από το χρόνο του για να μοιραστεί μαζί μου υπέροχες ιστορίες.
Το να γνωρίζεις τα ινδάλματά σου, είναι ένα από τα προνόμια της δουλειάς του δημοσιογράφου. Νομίζω όμως πως ο Σταύρος Τσιώλης δεν θα αρνιόταν την πρόσκληση για έναν καφέ και λίγη συζήτηση για όσα αγαπούσε στον οποιονδήποτε. Ειδικά αν επρόκειτο για κάποιον νεότερο που ήθελε λίγη από τη σοφία του, αφού η αγάπη και η προστασία που έδειχνε για τους νέους ήταν συγκινητική.
Σταύρο Τσιώλη, ήταν τιμή μου. Σταύρο Τσιώλη, ήταν τιμή μας.