Ό,τι ξέρουμε για τη φινέτσα, μας το δίδαξε η Coco Chanel
- 8 ΜΑΡ 2016
Δεν χρειάζεται να έχεις γνώσεις μόδας για να κάνεις τους συνειρμούς: Chanel σημαίνει κομψό. Chanel σημαίνει πολυτελές. Chanel σημαίνει διαχρονικό. Κι όμως, το όνομα που σήμερα στέκεται περήφανα δίπλα στη λέξη «κλασικό», κάποτε ήταν συνώνυμο της καινοτομίας. Η ιδρύτρια του κορυφαίου οίκου μόδας, Coco Chanel, επηρέασε πιο βαθιά από οποιονδήποτε άλλο την μόδα και έμελλε να αλλάξει για πάντα τον τρόπο που οι γυναίκες ντύνονται. Κυρίως, όμως, άλλαξε τον τρόπο που βλέπουν τον εαυτό τους.
H Gabrielle που έγινε Coco που έγινε Chanel
Η αυστηρή φυσιογνωμία, τα σκληρά χαρακτηριστικά, το αναμμένο τσιγάρο, το βλέμμα που κόβει όπως το ξυράφι το μετάξι. Αυτή είναι η εικόνα που ήθελε η κυνική Coco για τον εαυτό της, αυτή η προσωπικότητα που δούλεψε σκληρά για να οικοδομήσει. Αλλάζοντας όνομα και ημερομηνίες στα χαρτιά του ληξιαρχείου, έκανε ό,τι περνούσε από το χέρι της για να μανιπιουλάρει την ταυτότητά της και να χαράξει η ίδια μονοπάτι για τις επιλογές της. «Η ζωή μου δεν με ευχαριστούσε, οπότε την δημιούργησα», έλεγε χαρακτηριστικά.
Η ιστορία της ζωής της θα μπορούσε να γίνει ταινία (oh wait – έχει ήδη γίνει, παραπάνω από 4 φορές): Η δωδεκάχρονη Gabrielle Bohneur χάνει τη μαμά της από βρογχίτιδα και ο πατέρας της την εγκαταλείπει σε ορφανοτροφείο. Ξεκινά να εργάζεται ως μοδίστρα, αλλά τα παρατά για να κάνει καριέρα τραγουδίστριας σε καμπαρέ, με το ψευδώνυμο Coco. Εκεί γνωρίζει τον σύντροφό της, Etienne Balsan, που την βοηθά οικονομικά να μετακομίσει στο Παρίσι και να ανοίξει το πρώτο της μαγαζί με καπέλα. Οι δημιουργίες της είναι απελπιστικά λιτές, μια παραφωνία ανάμεσα στα πλουμιστά, περίτεχνα καπέλα που ήταν η μόδα της εποχής. Η Coco όχι απλά δεν πάει με τη νόρμα αλλά προκλητικά δηλώνει «πώς μπορεί το μυαλό να λειτουργήσει κάτω από αυτά τα πράγματα;».
Less Is More
Η Coco σκέφτεται και εκτελεί τα σχέδια της σαν αστραπή. Αλλάζει συντρόφους, αλλάζει όραμα, αλλάζει τοποθεσία και μετακομίζει την επιχείρησή της στα αριστοκρατικά θέρετρα Deauville και Biarritz. Αποφασίζει να ντύσει τις μεγαλοαστές γαλλίδες με αφαιρετισμό και το καταφέρνει. Η κοσμοθεωρία «ουκ εν τω πολλώ το ευ» βρίσκει την πιο εύγλωττη, κομψή εφαρμογή της στον τρόπο που οι γυναίκες ντύνονται, ωστόσο, πριν την Coco Chanel δεν υπήρχε αυτή η επιλογή. Αναγκασμένες να φορούν στενά, άβολα, και με-κάθε-κόστος θηλυκά ρούχα, οι γαλλίδες πήραν –κυριολεκτικά και μεταφορικά- ανάσα όταν η Chanel ταύτισε την χάρη με την άνεση. Τι είδους πολυτέλεια είναι να υποφέρεις μέσα στα ρούχα που φοράς;
Τη στιγμή που οι σχεδιαστές της εποχής πρότειναν στις πλούσιες κυρίες φορέματα φτιαγμένα από ατελείωτα τόπια πολυτελών υφασμάτων, η Coco τους γύριζε επιδεικτικά την πλάτη. Η γοητεία για εκείνη κρυβόταν μέσα σε ένα λιτό φόρεμα από ζέρσεϊ ύφασμα, που μέχρι τότε χρησιμοποιούταν μονάχα για αντρικά εσώρουχα. Ναι, ήθελε να πάει κόντρα στο ρεύμα. Αλλά συγχρόνως ήταν και το μοναδικό ύφασμα που είχε χρήματα να παραγγείλει.
Ποιος φοράει τα παντελόνια;
Ρούχα και υφάσματα που μέχρι τότε είχαν θέση αποκλειστικά στην γκαρνταρόμπα των αντρών, τρυπώνουν τώρα στη γυναικεία ντουλάπα. Κομμάτια από στολές για σπορ (όπως της αγαπημένης της ιππασίας), παίρνουν το ελεύθερο να εμφανιστούν στην καθημερινότητα. Οι γυναίκες ακολουθούν τον δρόμο που χαράζει η Coco και φοράνε – τι σκάνδαλο! – παντελόνια.
Κι όμως, η Coco δεν υπήρξε ποτέ φεμινίστρια. Δεν προσπάθησε ποτέ να υπονομεύσει την γυναικεία φύση για χάρη της ισότητας. Η Coco ήθελε με κάθε τρόπο να υπογραμμίσει την θηλυκότητα, ωστόσο την έβλεπε να θριαμβεύει χωρίς κορσέδες και ασφυκτικά σουτιέν. Η Coco ήθελε οι γυναίκες να σαγηνεύουν με την ελεύθερη σιλουέτα τους και όχι με τεχνητές καμπύλες. «Ήθελα να δώσω στη γυναίκα άνετα ρούχα που θα κινούνται με το σώμα της», λέει χαρακτηριστικά. «Μια γυναίκα βρίσκεται πιο κοντά στο να είναι γυμνή όταν είναι καλοντυμένη».
Κάνει μόδα τα χαλαρά, χυτά υφάσματα, γίνεται μητέρα για το Μικρό Μαύρο Φόρεμα, το υπ’ αριθμόν ένα απαραίτητο κάθε γυναικείας γκαρνταρόμπας. Συνηθίζει να λέει «ντύσου πρόχειρα και θα θυμούνται το φόρεμα. Ντύσου άψογα και θα θυμούνται την γυναίκα». Τα ρούχα της απελευθερώνουν τις γυναίκες από τον φορμαλισμό. Όπου υπάρχει στερεότυπο, η Coco είναι εκεί για να το γκρεμίσει. Ακόμη και η λευκή επιδερμίδα, που ως τότε ήταν χαρακτηριστικό των κοριτσιών των ανώτερων τάξεων (οι οποίες δεν κάνουν χειρωνακτικές εργασίες και άρα δεν εκτίθενται στον ήλιο) θεωρείται πια passé, διότι η Coco επιστρέφει από την κρουαζιέρα της στην γαλλική ριβιέρα και η επιδερμίδα της είναι ηλιοκαμμένη.
Minimal αυτοκράτειρα
H Coco μοιάζει να αντλεί δύναμη από την επιτυχία της για να φτάσει ακόμη ψηλότερα. Γράφει ολόκληρα κεφάλαια στην ιστορία της μόδας και οι σελίδες αναδίδουν Chanel No.5, αυτό το μεθυστικό φίλτρο που πρωτοβγήκε στην αγορά το 1923 και που αργότερα η Marilyn Monroe θα δήλωνε πως είναι το μοναδικό πράγμα που φοράει στο κρεβάτι. Η ίδια η δημιουργός του στηρίζει την ναυαρχίδα της με δηλώσεις όπως «μια γυναίκα που δεν φοράει άρωμα, δεν έχει μέλλον» και «μια γυναίκα πρέπει να φορά άρωμα εκεί που θέλει να την φιλήσουν». Σύμφωνα με τη Vogue, υπολογίζεται πως πωλείται 1 μπουκάλι Chanel No.5 κάθε 30 δευτερόλεπτα.
Συνεχίζει να κάνει παρέα με ανθρώπους από ανώτερες τάξεις από τη δική της. Σχετίζεται ερωτικά με άντρες που την βοηθούν να ανελιχθεί – από τον Δούκα του Westminster μέχρι έναν Ναζί αξιωματικό, στα χρόνια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου. Οι αντισημιτικές της πεποιθήσεις πλήττουν τη φήμη της για αρκετά χρόνια, αλλά το κοινό ξεχνά εύκολα και η Coco σύντομα κάνει comeback.
Σχεδιάζει το εμβληματικό ταγέρ Chanel και μέσα στο σακάκι βάζει αλυσίδες για να βαραίνει και να στέκεται ολόισιο. Κάνει διάσημη μια καπιτονέ δερμάτινη τσάντα, η οποία παίρνει το όνομα «2.55», από την ημερομηνία γέννησής της, τον Φεβρουάριο του 1955. Μαθαίνει στις γυναίκες να ονειρεύονται ασπρόμαυρα, γιατί «το μαύρο τα έχει όλα. Το λευκό επίσης. Η ομορφιά τους είναι απόλυτη. Είναι η τέλεια αρμονία». Και από την άλλη, αφήνει πάντα την τελική επιλογή σε εκείνες: «το καλύτερο χρώμα σε όλο τον κόσμο είναι αυτό που δείχνει ωραίο επάνω σου».
Το 1970 η αξία της Coco Chanel αγγίζει τα 19 δισεκατομμύρια δολάρια, που αντιστοιχούν σε 118 δισεκατομμύρια δολάρια σημερινά χρήματα. Είναι η μοναδική σχεδιάστρια μόδα που περιλαμβάνεται στη λίστα του Time με τους 100 πιο επιδραστικούς ανθρώπους του 20ου αιώνα.
Με δικά της λόγια, «δεν φτιάχνω μόδα. Είμαι η μόδα».