Ούτε εσύ θα έκανες παρέα τον Βαγγέλη Γιακουμάκη
- 16 ΜΑΡ 2015
Έχει πολλή πλάκα το πόσο βολικά έχουμε στήσει ειδικά εμείς, η γενιά του εντατικού ίντερνετ, τις ζωούλες μας γύρω από το Facebook, το Twitter, το Instagram και τα sites που έχουμε διαλέξει να διαβάζουμε. Μέσα στα τείχη του κόσμου που έχουμε χτίσει υπάρχουν τα πάντα και τίποτα.
Δεν υπάρχουν Γαλακτοκομικές Σχολές, δεν υπάρχουν Γιάννενα, δεν υπάρχουν Γιακουμάκηδες, δεν υπάρχει bullying, δεν υπάρχουν Charlie Hebdo, δεν υπάρχει φτώχεια, δεν υπάρχουν κομμένες συντάξεις, δεν υπάρχει η altera pars αλλά ταυτόχρονα, σε μια στιγμή κορύφωσης, δηλαδή αίματος, υπάρχουν τα πάντα. Έστω για μερικές ώρες. Και μετά από αυτές, πάλι τίποτα.
Προσπαθώ να δώσω μια κατεύθυνση στην οργή που νιώθω από χθες το πρωί με την είδηση του θανάτου του Βαγγέλη, που τουλάχιστον στο δικό μου μυαλό, το άκουσμά της ήταν απλά θέμα χρόνου. Δεν μπορώ να της δώσω τη σωστή κατεύθυνση, κι έτσι θα τα βάλω σε μια άναρχη σειρά. Το θέμα μου είναι ότι θέλω να πω όλα όσα σκέφτομαι, όχι να τα πω με σωστή σειρά.
Ούτε εσύ, ούτε εγώ θα κάναμε παρέα τον Βαγγέλη Γιακουμάκη στο σχολείο. Μπορεί να μην φορούσαμε τα γάντια του bully, μπορεί οι γονείς μας να μη μας έκαναν 15χρονους μαλάκες/επιβήτορες, αλλά δεν θα κάναμε παρέα τον Βαγγέλη στο σχολείο. Δεν υπάρχει πιο κυνικός, εν δυνάμει killer από ένα μικρό παιδί και αυτό το ζήσαμε όλοι λίγο ή πολύ στα μαθητικά μας χρόνια. Κανείς δεν πάει με τον ευαίσθητο και τον αδύναμο.
Σε μια εκδρομή στην τρίτη Γυμνασίου, κάποιος έλουσε με μπύρα έναν απ’ τους καλύτερους μου φίλους. Ο λόγος της ‘αυτοδικίας’ ήταν ο εσωστρεφής χαρακτήρας του φίλου μου, το γεγονός ότι άκουγε ‘περίεργη, ξένη’ μουσική και ότι του άρεσε να απομονώνεται. Τιμωρήθηκε γιατί ακόμα και σε εκείνη την εκδρομή προτιμούσε να κάτσει μόνος. Οι περισσότεροι γέλασαν με το περιστατικό της μπύρας. Εγώ δεν γέλασα, αλλά δεν έκανα και τίποτα για να το σταματήσω. Παθητικός, εκεί στη γωνίτσα μου, απλά κοιτούσα. Οι δε καθηγητές έπιναν αμέριμνοι τα τσιπουράκια τους, τιμώντας το πόσο θεσμικά διακοσμητικοί ήταν, είναι και πιθανότατα θα είναι καθ’ όλη τη διάρκεια της πιο κρίσιμης περιόδου ολόκληρης της ζωής των μαθητών τους. Της ενηλικίωσης.
Δεν ξέρω αν o εκφοβισμός είναι ο νόμος στα σχολεία, στις σχολές ή στη ζωή, αλλά ξέρω ότι η κοινωνία τον έχει ανακηρύξει ισόβιο νικητή. Είμαστε πρώτοι -ειδικά εμείς, η ιντερνετική ιντελιγκέντσια που γράφει με ψαγμένες λέξεις (όπως η ‘ιντελιγκέντσια’) για να προκαλέσει τον προβλέψιμο τελικά θαυμασμό και τα mention στο Facebook για το πόσο γαμάτοι γραφιάδες είμαστε- στις Παγκόσμιες Ημέρες. Πρώτοι. Κολοσσοί. Πρωτοπόροι.
Μια από αυτές τις δουλειές, ίσως η πιο συνεπής μας αναφορικά με το θέμα του Γιακουμάκη, ήταν να βλέπουμε Νικολούλη τα βράδια της Παρασκευής. Αυτή ήταν η συνεισφορά μας. Τηλεθέαση σε μια εκπομπή με την καμπαρντίνα του ιδιωτικού (ντετέκτιβ) που ο ρόλος και το εκτόπισμα της, θα πρέπει κάποτε να μας απασχολήσει στα σοβαρά. Χωρίς να θέλω να μειώσω στο ελάχιστο τον κόπο καμίας Αγγελικής Νικολούλη, σε ποιο παράλληλο σύμπαν είναι δυνατόν να περιμένουμε εξελίξεις για ένα τόσο μείζον θέμα από μία τηλεοπτική εκπομπή; Τι έχει πάει τόσο λάθος ρε γαμώτο;
Η είδηση του θανάτου του Βαγγέλη ήταν κόμπος από χαρά στο στομάχι της τηλεόρασης. Όπως ήταν και η θηριωδία στα γραφεία του Charlie Hebdo. Για κακή μου τύχη, είδα το βίντεο της παραδοχής εντός της είδησης ότι “ο υπεύθυνος ερευνών της οικογένειας παραδέχτηκε ότι το πτώμα που βρέθηκε ανήκει στον Βαγγέλη”, δηλαδή τη στιγμή που κάποιος κύριος Δρόσγος έλεγε στον αέρα της εκπομπής του Αυτιά ότι ναι, το πτώμα ανήκει στο παιδί, χωρίς να αναφέρει το όνομά του. Κάπου εκεί τα τσακάλια του κοντρόλ και του πάνελ έπιασαν δουλειά σαν σωστοί ανακριτές που βγάζουν τα νύχια του κατηγορούμενου μέχρι να ομολογήσει.
“Κύριε Δρόσγο, όταν λέτε έχει βρεθεί το παιδί; Έχει βρεθεί ΠΟΙΟΣ;”. Ο κύριος Δρόσγος πάλι δεν λέει όνομα. “Κύριε Δρόσγο ένα λεπτό, επειδή είναι πολύ σοβαρό το θέμα και επειδή υπάρχει και μια οικογένεια (…), εσείς λοιπόν ως ιδιωτικός ερευνητής της οικογενείας του Βαγγέλη του Γιακουμάκη επιβεβαιώνετε ΤΩΡΑ δημοσίως ότι πρόκειται για το Βαγγέλη;”. Ο άνθρωπος λέει ναι, οι δημοσιογράφοι κάνουν τους σοκαρισμένους. Και αμέσως ο κύριος Αυτιάς του ζητάει την εικόνα από όλο το θέαμα που αντίκρισε. Ο κ. Δρόσγος του έκλεισε το τηλέφωνο στη μούρη.
Έρχεται λοιπόν κάποιος Αναστασιάδης από το ΟΝΕΜΑΝ να κατακεραυνώσει τον κανιβαλίζοντα Αυτιά, να συμφωνήσουμε όλοι μας για το επικίνδυνο ποιον της τηλεόρασης και να πάμε για μεσημεριανό. Να χρησιμοποιήσω τη γνωστή έκφραση με τη φοράδα και το αλώνι; Δουλεύοντας στο ίντερνετ ή ζώντας με το ίντερνετ όπως οι περισσότεροι της γενιάς μου κάνουμε το οικτρό λάθος να υποτιμάμε τα μεγέθη των ανθρώπων που δεν δίνουν δεκάρα γι’ αυτό.
Το πρόβλημα δεν είναι ότι είμαστε λιγότεροι ούτε πιο άνθρωποι (εξάλλου και το ίντερνετ έχει επιδοθεί σε χρυσές στιγμές απανθρωπιάς, βλέπε φωτογραφίες Βίκυς Σταμάτη από το Δρομοκαϊτειο), το πρόβλημα είναι ότι όσο η μεγάλη μάζα βλέπει αυτήν την τηλεόραση (γιατί λυπάμαι, αλλά δεν υπάρχει άλλη), τα πάντα θα μεταφράζονται σε παροδική μόδα.
Είδαμε στην τηλεόραση κόσμο στους δρόμους με πλακάτ ‘Je Suis Charlie’, τσουπ, γεμίσαμε το Σύνταγμα και τα πέριξ του Λευκού Πύργου με τα ίδια μαύρα πλακάτ. Όσο τα κανάλια στήνουν νέες εκπομπές για να βγει σε όλες ο Γιάνης Βαρουφάκης, το bullying θα θάβεται στις συνειδήσεις μας ακριβώς όπως και ο Βαγγέλης. Την άλλη Δευτέρα, δεν θα θυμόμαστε τίποτα.
Γιατί όλοι είμαστε ο Charlie, αλλά κανείς δεν είναι ο Βαγγέλης Γιακουμάκης. Σωστά; Λάθος. Αν -ορθώς- είμαστε μια φορά ο Charlie, είμαστε εκατό ο Γιακουμάκης. Όχι επειδή είναι του οίκου μας, αλλά επειδή όλοι έχουμε υπάρξει θύτες και θύματα του bullying.
Στην τρέχουσα συνθήκη των bullies που έκαναν ανυπόφορη τη ζωή του Βαγγέλη, η κυβερνοσφαίρα έβγαλε την ετυμηγορία της και είπε να κάνει περί τα 250.000 status updates σχολιάζοντας την καταγωγή τους. Λες και διαφέρει σε κάτι το να σε βασανίζει κάποιος από την Κρήτη ή κάποιος από τα Γρεβενά.
Ομολογώ ότι, ασχέτως του πορίσματος του ιατροδικαστή για τα αίτια του θανάτου του Βαγγέλη, οι πρώτες σκέψεις που έκανα σχετικά με τους συμφοιτητές που τον κορόιδευαν ήταν άγριες και ρεβανσιστικές. Οι δεύτερες και πιο ψύχραιμες σκέψεις που μπορώ να μοιραστώ είναι ξεκάθαρη τιμωρία των γονιών και των καθηγητών τους. Σκέφτομαι ότι δεν μπορεί να είναι τόσο μονομερώς αναίσθητη η δικαιοσύνη που μπαγλαρώνει τους γονείς ‘τρομοκρατών’, ώστε να μη βλέπει του υπεύθυνους πίσω από αυτά τα παιδιά. Ο μεγαλύτερος bully του σχολείου μου-παιδικός μου φίλος είχε έναν πατέρα που τον σάπιζε στο ξύλο. Μπροστά στα μάτια μου, μπροστά στα μάτια των φίλων του.
Όσο μιλάμε για παιδιά και 20χρονους, οφείλουμε να μιλάμε και για γονείς. Και για καθηγητές. Ειδικά για καθηγητές. Όσο συντηρείται η νοοτροπία ‘δεν τα βάζω με τους bullies για να μη βρω σκισμένα τα λάστιχα του αμαξιού μου’, τόσο θα παράγονται ‘άτυχοι Βαγγέληδες’. Αντίστοιχα, όσο επιτρέπεται και ταΐζεται ο φασισμός των δέκα οπαδών που θίγουν και παίρνουν στο λαιμό τους δεκάδες χιλιάδες άλλους, τόσο θα πέφτουμε πιο απότομα από τα σύννεφα κάθε Κυριακή.
Το ερώτημα που μένει για το τέλος είναι ένα και καλύπτει όλο το φάσμα της εγχώριας παθογένειας: Πόσο μικροί και πόσο κότες είμαστε τέλος πάντων; Πώς γίνεται μια ζωή να οριζόμαστε από μειοψηφίες; Πώς γίνεται να μην πιάνουμε τον bully από το αυτί ή από τη φαβορίτα που πονάει πιο πολύ;
Πώς γίνεται να ξυπνήσω μια μέρα και να μην πω το άθλιο “ουφ” μετά την είδηση του θανάτου ενός 20χρονου, μόνο και μόνο επειδή ήμουν σίγουρος ότι η ζωή του ήταν πολύ πιο σκληρή και δυσβάσταχτη από τον θάνατο;