Παιδιά, νοσταλγήστε εσείς τα κλαμπ, εγώ θα επιμείνω στο: ‘Μικρά μαγαζιά μόνο’!
- 31 ΑΥΓ 2016
Αν κάτι μου έχει στοιχίσει από τις δεκαετίες που πέρασαν πριν να συμπληρώσω τα 18, είναι ότι για κλαμπ όπως το Umatic δεν ξέρω τίποτα άλλο πέρα από τις ιστορίες για αγρίους και αστικούς μύθους. Περιστατικά που είτε συνέβησαν στα αλήθεια είτε επινοήθηκαν φανταστικά από τους μεγαλύτερους της τρίτης Λυκείου που πήγαιναν (και δεν ξέρω καν αν έμπαιναν) μόνο και μόνο για να μπορούν να μας πουν το επόμενο πρωί, ότι έχουν τρομερό πονοκέφαλο και ‘μην τους μιλάμε, μην τους μιλάμε’.
Από πείσμα και μόνο λοιπόν, όταν επιτέλους ενηλικιώθηκα, δεν άφησα κλαμπ για κλαμπ. Το Venue είχε μείνει μόνο όρθιο βέβαια, γιατί τα Galea, Guzel και δεν συμμαζεύεται, δεν παλευόντουσαν ούτε με τα πιο ισχυρά απωθημένα του κόσμου. Τέλος πάντων, σημασία έχει ότι πήγα. Και ότι σήμερα, θα μπορούσα να γράψω ένα κείμενο απορρίπτοντας όλη αυτή την εντάξει, διασκεδαστική αλλά δηθενίστικη λογική τους με επιχειρήματα και όχι απλή γκρίνια.
Παύσατε πυρ, δεν σκοπεύω να το κάνω. Και αυτό γιατί πιστεύω ότι κάθε εποχή έχει τα φοβερά της. Τα trends της, που λέει και ο σοφός βρετανικός λαός. Δεν είμαι εδώ για να κράξω* τα κλαμπ που αδιαμφισβήτητα μεσουρανούσαν τις προηγούμενες δεκαετίες, μαζί με τα μπουζούκια, τις πίστες Go kart και τις κρέπες του Fetticio στη Γλυφάδα, ξημερώματα.
*Φαντάζομαι την Έρρικα εκείνης της εποχής, να γράφει κάτι αντίστοιχο για τις ντίσκο και τα rave party.
Είμαι εδώ για να πω ένα ‘Thank God η δικιά μας εποχή, έχει τα μικρά μαγαζάκια’ και να ζητήσω συγγνώμη από το χρόνο που τόσο τα έβαλα μαζί του στην έφηβη ηλικία μου.
Τα μικρά μαγαζάκια είναι ένα μικρό στολίδι σε όλο αυτό το τουρλουμπούκι που αντιπροσωπεύει τη διασκέδαση της δικής μας εποχής. Τα μικρά μαγαζάκια που σχεδόν χάνονται μέσα στα τεράστια νυχτερινά κέντρα που κλείνουν το ένα μετά το άλλο και γίνονται θέατρα (!) και τα μπαρ με κρίση ταυτότητας που ψάχνουν τον πρώτο που πέταξε ‘εκείνη’ τη χαρτοπετσέτα. Την πρώτη.
Τα μικρά μαγαζάκια που δεν θα σου ζητήσουν ποτέ το λογαριασμό αν έκλεισες τραπέζι, που δεν θα σου ασκήσουν την παραμικρή πίεση να ντυθείς κάπως, να μιλήσεις κάπως, να φερθείς κάπως.
Ναι, θα μπορούσα να ξεκινάω κάθε πρότασή μου με τη φράση ‘μικρά μαγαζάκια’. Γιατί είναι τόσο υπέροχα και τόσο προσεγμένα και κατά κάποιον τρόπο, τόσο δικά σου. Έχουν μία ταυτότητα, ένα ύφος. Αν ταιριάξεις, ταίριαξες. Αν πάλι όχι, εντάξει, δεν χάθηκε και ο κόσμος υπάρχουν τόσα άλλωστε.
Βλέπω μαγαζιά να ξεφυτρώνουν το ένα μετά το άλλο, κυρίως στο κέντρο της Αθήνας, τα οποία επιθυμούν διακαώς να φέρουν και πάλι στην μόδα εκείνο το δήθεν σκηνικό, με τα ντυσίματα και τις ‘πόρτες’ που ναι μεν δεν στις ρίχνουν όπως παλιά αλλά ως δια μαγείας, αν δεν είσαι στα γούστα τους, δεν θα βρεθεί τραπέζι να φιλοξενήσει τον συμπαθή σου ποπό. Τα βλέπω και μειδιάζω. Όχι με την αποτυχία του αυτή καθεαυτή, αλλά με την ανικανότητά τους να βρουν το κοινό τους. Το δικό τους κοινό.
Γιατί αυτή είναι η ειδοποιός διαφορά μεταξύ μικρού και μεγάλου μαγαζιού: Το κοινό. Χίπστερ, τρέντηδες, ξενέρωτους, κάγκουρες, απλές ψωνάρες, όλοι μας, κάποιες στιγμές έχουμε ανάγκη από ένα ποτό. Με φίλους, με το κορίτσι ή το αγόρι μας, με συναδέλφους και παλιούς συμμαθητές. Η μαγκιά του μικρού μαγαζιού είναι ότι δεν θα σε αφήσει να μείνεις στο ένα ποτό.
Η μουσική, οι τιμές, όλο αυτό το χαλαρό του πράγματος είναι που δέ(ί)νει στα μικρά μαγαζάκια σφικτά έναν άσσο κούπα στο μανίκι τους. Τόσο σφικτά που ακόμα και αν είναι φίσκα, ακόμα και αν δεν βρεις να κάτσεις ή να ακουμπήσεις το ποτό σου, δεν θα κρατήσεις κακία. Θα πεις ένα ‘δεν πειράζει, θα έρθουμε άλλη φορά’ και θα φύγεις την ώρα που στο άλλο μαγαζί, το μεγάλο, το φοβερό, το διαφημισμένο, θα κάτσεις και θα περιμένεις. Για το γαμώτο. Για τον εγωισμό του ‘εδώ θα κάτσω’. Έναν εγωισμό που μεταξύ μας, δεν πιάνω ποτέ κάθε φορά που βλέπω ουρά έξω από ένα μαγαζί. Ποτέ όμως.
Τέλος πάντων.
Τόσην ώρα, πλέκω το εγκώμιο στα μικρά μαγαζιά δίχως να σου έχω δώσει τα απαραίτητα στοιχεία για αυτά ώστε να ξέρεις αν είσαι μαζί μου ή όχι. Αλήθεια, δεν θέλω να σου δώσω παράδειγμα. Όχι μόνο γιατί σίγουρα δεν μπορώ να τα αναφέρω όλα και δεν θέλω να παραλείψω κανένα αλλά κυρίως γιατί όπως έγραψα και παραπάνω πιστεύω πολύ στην ταυτότητα. Κάπως έτσι, ένα μικρό μαγαζί που εγώ ‘λιώνω’, εσύ μπορεί να το θεωρήσεις μάπα. Να μείνεις σε αυτό μου το παράδειγμα, και να χάσεις την ουσία.
Την ουσία από κάθε μπαράκι με λίγα τραπεζάκια, μικρή αλλά ενημερωμένη μπάρα, ζωγραφισμένους γουστόζικα τοίχους, διακοσμημένο με αντικείμενα που αντιπροσωπεύουν την ταυτότητά του, προσωπικό που θα γίνετε φίλοι όχι γιατί εσύ θέλεις να μην τρως πόρτα και εκείνοι αντίστοιχα, να έχουν καλό πουρμπουάρ αλλά επειδή όλο και κάτι φαίνεται να έχετε να πείτε και φυσικά, μουσική που δεν γαργαλάει εκνευριστικά τα τύμπανά σου.
Θέλω να ελπίζω ότι όσο διαβάζεις, κάνεις εικόνα το ‘δικό’ σου μικρό μαγαζάκι. Αν πάλι όχι, εσύ χάνεις.
Υ.Γ.: Σε περίπτωση που το έχεις απορία, την αντίστοιχη γνώμη έχω και για τα μικρά μαγαζάκια του φαγητού. Τα ‘κρυμμένα’, συγκεκριμένα. Την έκανα και τη ρίμα μου.