Περιφέρουμε έναν νεκρό και δεν το παραδεχόμαστε
- 6 ΙΑΝ 2016
Απ’ άκρη εις άκρη της χώρας, νέοι και νέες βουτούν στα δροσερά – αν όχι παγωμένα – νερά να βρουν τον σταυρό και να κερδίσουν έτσι τις επευφημίες του συγκεντρωμένου πλήθους, την ευλογία του παπά και σε κάποιες περιπτώσεις μία οικονομική ενίσχυση από τους συμπολίτες τους. Αν με ρωτήσεις, είναι μία από τις διαδικασίες της εκκλησίας μας την οποία έβρισκα πάντα αρκετά ενδιαφέρουσα να παρατηρώ. Και καθότι κάτοικος Νοτίων Προαστίων πήγαινα καμιά φορά στο λιμανάκι της Βούλας να δω ποιος θα βουτήξει.
Εν έτει 2016 όμως και με τα Θεοφάνια να γίνονται για άλλη μια φορά επίκεντρο πολιτικής διαμάχης για την όποια κόντρα πολιτικής και εκκλησιαστικής εξουσίας, αναρωτιέμαι πόσα σομπρέρο ανασηκώνονται και πόσοι χάνουν πλέον τον ύπνο τους για τις όποιες παραδόσεις αυτού του τόπου. Σε ένα κοινωνικό τοπίο που ο κόσμος χωρίζεται φανατικά σε εκείνους που κρατούν με νύχια και με δόντια κάθε παράδοση αληθινή και την πλειοψηφία του κόσμου που χασμουριέται αδιάφορα.
Και δεν στέκομαι μόνο στα της εκκλησίας. Αν και ως έθνος, οι όποιες παραδόσεις / αργίες, εθνικοί επέτειοι είναι στενά συνδεδεμένες με την χριστιανική πίστη όπως σε κάθε καλή μεσαιωνική πολιτεία. Συγχαρητήρια που βγάλατε τον δέκατο έβδομο αιώνα, σας περιμένει ο δέκατος όγδοος. Μιλώ για όλες εκείνες τις παραδόσεις από τα Θεοφάνεια και τις παρελάσεις, στις εθνικές επετείους, την Καθαρά Δευτέρα και κάθε τι που κάνουμε πλέον περισσότερο σαν αγγαρεία παρότι είναι κάτι που το πιστεύουμε και το στηρίζουμε.
Μην με παρεξηγήσεις, δεν λέω να εφεύρουμε νέες εκδηλώσεις, νέες γιορτές, νέα έθιμα και παραστάσεις. Αυτά έρχονται με τα χρόνια και με όσα βιώνει ο κάθε λαός. Αλλά δεν νιώθεις κι εσύ ότι κουβαλάμε ένα βαρίδι το οποίο δεν θέλουμε να κουβαλάμε; Ότι φέρουμε μία ευθύνη την οποία δεν έχουμε καμία όρεξη να φέρουμε;
Και το χειρότερο ξέρεις ποιο είναι; Ότι δεν είμαστε στο Τρελό Σαββατοκύριακο στου Μπέρνι για να έχει πλάκα όλο αυτό. Δεν έχει καθόλου πλάκα το να διατηρούμε έθιμα τα οποία δεν μας λένε τίποτα. Αν λένε σε κάποιον, ειλικρινά, πρώτος θα υπερασπιστώ το δικαίωμά του να τα γλεντήσει, να τα διεκδικήσει, να παρελάσει γυμνός στο Σύνταγμα για να τα γιορτάσει. Αλήθεια, πρώτος εγώ. Αλλά μην μου λες ότι πρέπει μια χώρα να παραλύει ή να ξοδεύει τόσα και τόσα χρήματα για να κρατήσει ψηλά ένα εθνικό φρόνημα που έχει πάει στο βρόντο.
Γιατί αυτή τη στιγμή μου θυμίζουμε ένα οικογενειακό τραπέζι στο οποίο τα παιδιά είναι σφαγμένα μεταξύ τους για τα κληρονομικά, ο πατέρας κερατώνει τη γυναίκα του εν γνώσει όλων και η μάνα πετάει αετό με τον καλύτερό του φίλο. Αλλά εκεί, η τίμια ελληνική οικογένεια συνεχίζει και κάνει αυτό το ηλίθιο τραπέζι γιατί είχε συνηθίσει ότι πρέπει κάθε Κυριακή να τρώνε όλοι μαζί παρέα αφού πούνε προσευχή.
Στο Χρονικό ενός προαναγγελθέντος θανάτου, ο Γκαμπριέλ Γκαρσία Μαρκέζ περιγράφει αριστουργηματικά αυτό που λέει ο τίτλος. Έναν θάνατο που όλοι ήξεραν ότι έρχεται και κανείς δεν μπορούσε να αποτρέψει. Θεωρώ ότι μακριά από τα λατρεμένο Μακόντο του Μαρκέζ, στη δική μας μικρή χώρα, βιώνουμε εδώ και τουλάχιστον μία δεκαετία το χρονικό του προαναγγελθέντος θανάτου της λαϊκής μας παράδοσης. Έναν θάνατο που κανείς δεν μπορεί (και δεν θέλει) να αποτρέψει.
Αν είναι κάτι που έχει κρατήσει αυτή τη χώρα πίσω τόσες δεκαετίες, είναι η εμμονή με το παλιό. Η εμμονή της γενιάς των πατεράδων μας ότι τα πράγματα ήταν καλύτερα. Αυτός ο άκρατος συντηρητισμός σε κάθε πολιτική περίοδο της χώρας είτε ήταν στην εξουσία η Δεξιά είτε η φερόμενη ως Αριστερά.
Θεωρώ λογικό να αφήσουμε τον νεκρό να αναπαυθεί. Όχι να τον ζορίσουμε προς τον τάφο αλλά να μην παλεύουμε με νύχια και με δόντια να κρύψουμε το γεγονός ότι μας έχει αφήσει χρόνους. Οφείλουμε να κοιτάξουμε μπροστά και μόνο μπροστά. Να μείνουμε με τις εικόνες ενός περήφανου έθνους που κατάφερε πολλά. Να είμαστε περήφανοι για όσα έχουμε προσφέρει στην ανθρωπότητα. Να κρατήσουμε όσα αγαπάμε. Αλλά να διώξουμε και όσα μας κρατάνε κολλημένους στο παρελθόν.
Τις καραμέλες βουτύρου να τις κρατήσουμε οπωσδήποτε.
Τις καραμέλες βουτύρου.
ΥΓ: Για όσους διαβάζουν βιαστικά. Ως νεκρό αναφέρω τις παραδόσεις μας, προφανώς και δεν αναφέρομαι στο πρόσωπο του Χριστού.