Πώς είναι να μην μπορείς να ψηφίσεις μέχρι τα 28
Aν δεν το έχεις βιώσει, δεν μπορείς να καταλάβεις πόσο κακοποιητικό είναι να μην μπορείς να αποφασίσεις για την τύχη του τόπου στον οποίο ζεις.
- 15 ΜΑΙ 2023
Μια από τις πρώτες αναμνήσεις που έχω από τη γιαγιά μου είναι να με παίρνει από το χέρι και να με βάζει μαζί της πίσω από το παραβάν για να ψηφίσει. Τότε πρέπει να ήμουν τεσσάρων ή πέντε χρονών και ακόμα θυμάμαι πόση εντύπωση μου είχε κάνει η διαδικασία αυτή, δεν καταλάβαινα πολλά αλλά όλο το τελετουργικό μου είχε κινήσει απίστευτα την περιέργεια.
Εκείνη ήταν η πρώτη φορά που έζησα έστω και μέσα από τα παιδικά μου μάτια, μια εκλογική διαδικασία, αλλά και για τη γιαγιά μου ήταν μάλλον η πρώτη φορά που ψήφιζε. Γεννημένη στην Αλβανία του Χότζα μπόρεσε να ασκήσει το εκλογικό της δικαίωμα για πρώτη και ίσως για τελευταία φορά όταν πλησίαζε τα 50. Η γιαγιά πέθανε πολύ νέα το 1999, σε μια Αλβανία που προσπαθούσε ακόμα να αποκωδικοποιήσει τη σχέση της με τη δημοκρατία, μια Αλβανία για την οποία η λέξη εκλογές ήταν σχεδόν άγνωστη. Λίγο μετά από εκείνη την πρώτη φορά που πέρασα το εκλογικό παραβάν μεταναστεύσαμε με τους γονείς μου στην Ελλάδα, κάτι που σήμαινε πως θα περνούσαν 22 ολόκληρα χρόνια μέχρι να μπορέσω να το ξαναπεράσω, αυτή τη φορά όχι για να συνοδεύσω κάποιον, αλλά για να ψηφίσω εγώ η ίδια.
Οι πρώτες εκλογές που θυμάμαι έντονα στην Ελλάδα ήταν εκείνες του 2000, τότε που η Νέα Δημοκρατία έγινε κυβέρνηση για 3 ολόκληρες ώρες. Είχαμε μαζευτεί στο σπίτι και παρακολουθούσαμε όλοι με τρομερό ενδιαφέρον τα όσα συνέβαιναν, παρόλο που κανείς από τους σχεδόν δέκα ανθρώπους που ήμασταν εκεί δεν είχε δικαίωμα να ψηφίσει. Κι ας ζούσαμε στην Ελλάδα, κι ας μας επηρέαζαν άμεσα τα αποτελέσματα της κάλπης.
Και αν δεν το έχεις βιώσει, δεν μπορείς να καταλάβεις πόσο κακοποιητικό είναι να μην έχεις το δικαίωμα να αποφασίσεις για την τύχη του τόπου σου, να είσαι 18 και οι φίλοι σου να ανυπομονούν να ψηφίσουν, ένα δικαίωμα που εσύ δεν έχεις. Και όταν είσαι πολιτικοποιημένη είναι ακόμα χειρότερο. Δεν μπορείς να το απομονώσεις και να παριστάνεις ότι δε συμβαίνει. Θες να είσαι μέρος της διαδικασίας, θες να μπορείς να αποφασίζεις εσύ για το ποιος θα σε κυβερνά. Αντ’ αυτού κάθε τέσσερα έρχεται μια προεκλογική περίοδος που σου υπενθυμίζει απλώς ότι είσαι μια ξένη.
Πήρα την ελληνική υπηκοότητα το 2018. Ζούσα ήδη 22 χρόνια στην Αθήνα, έπρεπε όμως να φτάσω 28 χρονών για να επιλέξω ποιον θέλω για δήμαρχό της. Είχα πλέον πάρει την πολυπόθητη μπλε ταυτότητα και την κρατούσα σφιχτά στο χέρι, όταν πέρασα για πρώτη φορά το εκλογικό παραβάν μόνη μου. Ήταν οι δημοτικές εκλογές του 2019 και είχα περάσει το προηγούμενο βράδυ συζητώντας με την αδερφή μου το πόσο σπουδαίο ήταν αυτό που θα κάναμε το επόμενο πρωί. Θα ψηφίζαμε. Δεν ήμασταν μικρές αλλά το βιώναμε σχεδόν εφηβικά. Ήμασταν για πρώτη φορά κανονικά μέλη της ελληνικής κοινωνίας.
Δε με αφορούν ιδιαίτερα οι πατρίδες και μάλλον δε θα πέθαινα για καμιά τους, το να σου στερούν ένα βασικό σου δικαίωμα όμως και να σου υπενθυμίζουν συνεχώς ότι είσαι «ο άλλος», αυτό είναι κάτι που δεν μπόρεσα ποτέ μου να χωνέψω. Μου αρέσει που πάω τα καλοκαίρια στο χωριό μου στην Αλβανία, αγαπώ κάθε δέντρο του και το σκέφτομαι συχνά με βαθιά νοσταλγία, δε ζω όμως εκεί, ζω στην Αθήνα και για να είμαι ειλικρινής δε θα ήθελα να ζήσω πουθενά αλλού.
Και παρόλο που πια έχω διπλή υπηκοότητα και θα μπορούσα αν ήθελα να πηγαίνω να ψηφίζω από τα 18 μου στην Αλβανία, θεωρώ άδικο να επιλέγω εγώ για τις ζωές άλλων, όσο άδικο θεωρώ που τόσα χρόνια επέλεγαν άλλοι για τη δική μου ζωή, όσο άδικο θεωρώ που οι γονείς μου μάλλον δε θα μπορέσουν ποτέ να αποφασίσουν ποιον θέλουν να τους κυβερνά.
Αυτός είναι και ο λόγος που νευριάζω κάθε φορά που κάποιος λέει πως δε θα πάει να ψηφίσει είτε γιατί θεωρεί πως τίποτα ποτέ δεν αλλάζει, είτε γιατί απλά αδιαφορεί. Η δημοκρατία δεν είναι ένα τέλειο πολίτευμα, είναι όμως ότι πιο κοντινό έχουμε σε αυτό και το να πετάς στα σκουπίδια το δικαίωμα της ψήφου, την ώρα που άλλοι το επιθυμούν διακαώς μόνο ως αχαριστία μπορώ να το εκλάβω.
Εκείνες οι δημοτικές εκλογές του 2019 ήταν οι πρώτες για δεκάδες χιλιάδες παιδιά δεύτερης γενιάς, μια συλλογική εμπειρία που μας έκανε έστω και για λίγη ώρα ισότιμους πολίτες σε αυτή τη χώρα, γιατί δε θα είμαστε ποτέ πραγματικά ισότιμοι όσο οι γονείς μας θα στήνονται με τις ώρες στις ουρές για μια ληγμένη άδεια διαμονής.