Πόση πλάκα έχει τελικά το ΠΑΣΟΚ;
- 31 ΙΑΝ 2017
Μια από τις σημαντικότερες (αν όχι η σημαντικότερη) ημερομηνία στη σύγχρονη ιστορία της Ελλάδας, είναι η 23η Απριλίου του 2010. Η ημέρα που από μια συνηθισμένη Παρασκευή, έγινε άθελά της, η αφετηρία για τις πιο σκληρές μέρες που έχουν έρθει, από τον πόλεμο και μετά. Ήταν η ηλιόλουστη μέρα, που ο τότε πρωθυπουργός, Γιώργος Παπανδρέου, με φόντο το γραφικό Καστελόριζο και ένα καΐκι που μόλις γύρναγε από ψαριά, μας ανακοίνωνε την ένταξη της χώρας στο ΔΝΤ. Ήταν η μέρα που ήρθε η πραγματική αλλαγή και την έφερε το κόμμα που την είχε κάνει σύνθημά του αρκετά χρόνια νωρίτερα για να κερδίσει την εξουσία. Μόνο που δεν ήταν η ‘αλλαγή’ που ευαγγελιζόταν το ΠΑΣΟΚ του ’81, ούτε αυτή που καρτερούσε ο ελληνικός λαός.
Του Γρηγόρη Μπάτη
Από την πρώτη φορά που είδα ζωντανά την ανακοίνωση της άνευ όρων παράδοσης μας στους τροϊκανούς μέχρι και τώρα που την ξαναθυμήθηκα, το μυαλό έκανε ακριβώς τις ίδιες σκέψεις. Η πρώτη αφορούσε την άγνοια του ψαρά που περνούσε στο πρώτο πλάνο και δίχως να το θέλει και να το ξέρει συμμετείχε στη στιγμή, που το μέλλον του γινόταν ζωγραφιά με σκούρες αποχρώσεις. Η δεύτερη είχε να κάνει με την ανηθικότητα της στιγμής, το ψεύδος των πολιτικών λόγων που η ανταλλαγή ευθυνών είναι η εύκολη λύση και πόσο ξεδιάντροπα μας ανακοινώθηκε ο στραγγαλισμός μας. Τόσο που ο τότε πρωθυπουργός, δεν είχε το θάρρος και την ευθύτητα να αφήσει τα χαρτιά του, να σταματήσει το νευρικό ανεβοκατέβασμα των ματιών για να διαβάζει τις σημειώσεις του και κοιτώντας ευθεία την κάμερα, να πει όσα είχε να πει, χωρίς να του τα υπαγορεύει κανείς.
Από τότε έχουν μεσολαβήσει 7 χρόνια, με πολλές θυσίες σε βρώμικο βωμό, με μπόλικο μαύρο-γκρίζο και πολλές απειλές για μια ζωή που ζούσαμε αλλά δεν την αξίζαμε και γι’ αυτό πληρώνουμε και μάλιστα αναδρομικά. Κι ήταν τόσο ακραία και σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα όσα έγιναν, που ένα οικοδόμημα με βάσεις 30ετίας και πλοκάμια σ’ όλη τη χώρα όπως το ΠΑΣΟΚ, σχεδόν κατέρρευσε και έφτασε στα όρια του αφανισμού.
Από κείνη την 23η Απριλίου, ξεκίνησε ένα κύμα απογοήτευσης, ντροπής και αγανάκτησης για το πολιτικό σκηνικό της χώρας. Ο κόσμος βγήκε βίαια από μια διάθεση απολιτίκ ωχαδερφισμού και η λέξη ΠΑΣΟΚ ήταν η αφορμή για να ξεκινήσουν αναλύσεις και να ανάψουν σε πολλές περιπτώσεις τα αίματα. Ήταν η εποχή που οι πολιτικοί -και δη το ΠΑΣΟΚ γιατί αυτό βρισκόταν τότε στην κυβέρνηση- ήταν συνώνυμο της λέξης ‘λαμόγιο’. Όποιος το είχε ψηφίσει, είτε ντρεπόταν να το πει, είτε δεν το παραδεχόταν, είτε έκανε την αυτοκριτική του. Φτάσαμε σ’ ένα σημείο που άκουγες τόσους πολίτες να δηλώνουν πως δεν έχουν ψηφίσει ποτέ ΠΑΣΟΚ, που αναρωτιόσουν πως ήταν 30 χρόνια στην εξουσία.
Το κλίμα δυσαρέσκειας αποτυπώθηκε άμεσα στις επόμενες εκλογές και οι κραδασμοί ήταν τόσο έντονοι, που στη Χαριλάου Τρικούπη, από κόμμα εξουσίας, έφταναν να διεκδικούν/ζητιανεύουν ένα διψήφιο ποσοστό. Το ΠΑΣΟΚ έδινε και δίνει ακόμα εξετάσεις, αναζητώντας ένα ρόλο και ένα λόγο ύπαρξης στην πολιτική σκηνή, αφού καλώς ή κακώς ήταν αυτό που απορρόφησε όλη τη δυσαρέσκεια του κόσμου. Αντιθέτως, το δεύτερο κόμμα εξουσίας από τη μεταπολίτευση μέχρι και το πρώτο μνημόνιο, η Νέα Δημοκρατία, κατάφερε να διατηρήσει το μεγαλύτερο μέρος των ποσοστών της, εκμεταλλευόμενη τις συγκυρίες, φλερτάροντας με το ακροδεξιό ακροατήριο και ρίχνοντας όλες τις ευθύνες στις προηγούμενες κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ.
Θα ‘λεγε κανείς, πως με όσα υποσχέθηκε και δεν έκανε, όσα αρνιόταν και τελικά έκανε και με το άνοιγμα της πόρτας στην πλήρη καταστροφή, το ΠΑΣΟΚ θα ήταν τα επόμενα χρόνια εκτός Βουλής. Ήταν όμως τόσο γερά τα θεμέλια της σχέσης του ΠΑΣΟΚ με μεγάλο μέρος της κοινωνίας, αλλά τέτοια και η εξάρτηση με το κράτος, που παρά τα ρίχτερ αγανάκτησης, του κόμμα της Χαριλάου Τρικούπη άντεξε. Κι άντεξε μάλιστα και παρά τη συμμετοχή του στις μετέπειτα κυβερνήσεις, έχοντας μετατραπεί κατά κάποιον τρόπο σε μια κεντρώα(;) συνιστώσα της Νέας Δημοκρατίας. Ο λόγος που τα κατάφερε να επιβιώσει είναι απλός και σύνθετος μαζί. Όπως η σχέση του με τους πολίτες, τα τελευταία 40 χρόνια.
Το ΠΑΣΟΚ μετά από τόσα χρόνια εξουσίας, μεταμορφώθηκε από ένα κόμμα εξουσίας, σε μια νοοτροπία, σ’ ένα τρόπο σκέψης καλοπέρασης και ωχαδερφισμού. Έγινε πραγματικό κίνημα, που βεβαίως καμία σχέση δεν είχε με όσα ανέφερε στο καταστατικό του, με τον σοσιαλισμό ή με όσα διαλαλούσε πως πρέσβευε
Η ελληνική νοοτροπία που έχει απ’ τη φύση της αρκετή δόση πονηριάς, καπατσοσύνης, ατομικισμού, διαφθοράς και χαλαρότητας, μετονομάστηκε με τα χρόνια σε νοοτροπία ΠΑΣΟΚ και σε μια παραδοχή του πόσο ‘μεταλλαχθήκαμε’ εν τέλει αυτή η περίοδος των παχιών αγελάδων.
Και φτάνουμε στο σήμερα, που μετά από 7 σκληρά και δύσκολα χρόνια για το ΠΑΣΟΚ, έχει ξεκινήσει σιγά σιγά η επαναφορά του στο προσκήνιο. Όχι τόσο στο πολιτικό, όσο στο κοινωνικό. Κι αν σας μοιάζει ακίνδυνο/ανώδυνο, φτάνει να δείτε πως όλα πριν καταλήξουν στην πολιτική, ξεκινούν, φυτρώνουν, ωριμάζουν στην κοινωνία. Τα τελευταία δύο χρόνια και δη τους τελευταίους μήνες, διανύουμε μια περίοδο απενοχοποίησης του ΠΑΣΟΚ και της κυρίαρχης κουλτούρας και νοοτροπίας, για την οποία έγραψα παραπάνω. Αυτό έχει ξεκινήσει με χιουμοριστικές σελίδες στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, που μνημονεύουν cult στιγμές άφθονου πλούτου, ονειρικά βράδια ατέλειωτης διασκέδασης, εποχές ρεμπελοσύνης, εποχές γεμάτες έντονα χρώματα, μα συνάμα τόσο άχρωμες. Από τον Αυγολέμονο και τις μούντζες του Γιαννόπουλου, μέχρι το καρέ με τη Μιμή να ταΐζει τον Ανδρέα και τις διαμαρτυρίες του κόσμου επειδή έκλειναν τα νυχτερινά μαγαζιά στις 03:00 λόγω νόμου Παπαθεμελή. Τα ζήσαμε, τα θυμηθήκαμε, γελάσαμε, ΣΤΟΠ.
Δεν ξέρω και δεν πιστεύω πως αυτή η διαδικασία γίνεται από σελίδες όπως το ‘Παλιό ΠΑΣΟΚ το Ορθόδοξο’ για κάποιον λόγο πέρα του απλά να γελάμε με τα χάλια μας, όμως το μόνο που καταφέρνουν εν τέλει είναι τα μισά αποτελέσματα. Γελάμε. Σκέτο. Τα χάλια μας, σαν λαός και σαν νοοτροπία ΠΑΣΟΚ, δεν έχουμε μάθει να τα βλέπουμε. Δεν έχουμε εκπαιδευτεί στη λειτουργία της αυτοκριτικής. Όλοι μας γελάσαμε με τον Αυγολέμονο, όλοι έχουμε κάνει πλάκα συγκρίνοντας εποχές ΠΑΣΟΚ και ΣΥΡΙΖΑ, ενώ γεμάτο κόσμο και πράσινες σημαίες ήταν το πάρτι του παλιού ορθόδοξου ΠΑΣΟΚ με καλεσμένο τον εθνικό μας σταρ που έγινε προ μηνών. Αν ρωτήσεις όσους πάρταραν, γέλασαν, πόσταραν και γενικά συμμετείχαν στην όλη διαδικασία, η πλειοψηφία τα σατιρίζει, αλλά θα ήθελε (καλώς ή κακώς) να τα ξαναζήσει όλα αυτά.
Κάπως έτσι, από την προ επταετίας ντροπή και οργή σ’ ό,τι θύμιζε ΠΑΣΟΚ, φτάσαμε στην παραδοχή πως όλα στην Ελλάδα και όλη η Ελλάδα ΠΑΣΟΚ είναι. Το ΠΑΣΟΚ έγινε ξανά από μια λέξη αποκρουστική, σε μια έννοια οικεία και τόσο κοντά στην καθημερινότητά μας. Σ’ αυτό συνέβαλε κατά κάποιον τρόπο και ο ΣΥΡΙΖΑ. Για την ακρίβεια ο ΣΥΡΙΖΑ του σήμερα, η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ. Είτε βάζοντας από την πίσω πόρτα στελέχη που έφευγαν για να σωθούν από το πράσινο ναυάγιο με σκοπό να ξαναγευτούν το νέκταρ της εξουσίας, είτε υιοθετώντας πρακτικές, ρητορικές και γενικότερα παλιές συνήθειες του ΠΑΣΟΚ. Η στροφή προς το κέντρο και το απότομο και χυδαίο γύρισμα της πλάτης στην Αριστερά που μεταφράστηκε ως στροφή στον ρεαλισμό, θύμισαν κάτι από ΠΑΣΟΚ του Ανδρέα, που την συνέχειά του όλοι τη γνωρίζουμε.
Ουδείς μπορεί να απαντήσει αν ο ΣΥΡΙΖΑ θα γίνει το νέο ΠΑΣΟΚ και θα κυβερνήσει δεκαετίες ολόκληρες ή το ΠΑΣΟΚ θα ξαναγίνει κόμμα εξουσίας σε λίγα χρόνια. Το τελευταίο πάντως, έχει πλέον πιο πολλές πιθανότητες, απ’ ό,τι πριν μια πενταετία. Αυτό που αποδεικνύεται στην πράξη και δεν μπορούμε παρά να το παραδεχθούμε, είναι πως το ΠΑΣΟΚ είναι η Ελλάδα. Κι αφού είναι η Ελλάδα, τότε το τραγούδι μπορεί να πάει κάπως έτσι: “Το ΠΑΣΟΚ ποτέ δεν πεθάνει. Δεν το σκιάζει φοβέρα καμιά. Μόνο λίγο καιρό ξαποσταίνει και ξανά προς στη δόξα τραβά, τραβά, τραβά”.
Αμνησία, η εθνική μας ασθένεια.
(πηγή φωτογραφίας: Παλιό ΠΑΣΟΚ, το Ορθόδοξο)