OPINIONS

Πότε γίναμε έτσι μαλάκες;

Με διάθεση λιγότερο επιθετική από τον τίτλο του άρθρου, μερικές σκέψεις για τα όνειρα, τους στόχους, τις κορυφές και το πώς τα διεκδικούμε.

Ο Δημήτρης γεννήθηκε στην επαρχία. Δούλευε στο υπόγειο σιδεράδικο του πατέρα του και ο μόνος λόγος για να ξεμυτίσει στον ήλιο ήταν ο ήχος των αεροπλάνων που περνούσαν πάνω από την πόλη του. Ο Δημήτρης ήθελε από μικρός να γίνει πιλότος. Ψέμματα. Δεν ήθελε απλά να γίνει πιλότος. Είχε λαχτάρα – με όλη την έννοια της λέξης – να γίνει Ίκαρος ο ίδιος, να ανέβει στους ουρανούς, να φύγει από την πόλη και τη γη. Να πετάξει ψηλά.

Η παράγραφος αυτή περιγράφει μόνο την αρχή μιας ιστορίας που έχει γράψει ο Ηλίας Μαγκλίνης στο βιβλίο “Πρωινή Γαλήνη”. Και τυχαία και εντελώς ειρωνικά για την συνέχεια του βιβλίου είναι μια ιστορία που ξεκίνησα να διαβάζω στα 33.000 πόδια σε ένα ταξίδι πάνω από τον Ατλαντικό. Δεν ξέρω αν η λέξη ‘λαχτάρα’ είναι μία λέξη που υπάρχει στο βιβλίο αλλά κρύβει μέσα της την αγωνία, τον πόθο και το άσβεστο όνειρο ενός παιδιού που ανάμεσα σε όλα τα άλλα σημάδια μιας πρώτης νιότης, από την ανάγκη για την πρώτη σεξουαλική επαφή στις πρώτες συγκρούσεις με την οικογένεια και τις ανησυχίες για το μέλλον, είχε ένα πάρα πολύ συγκεκριμένο όνειρο. Να πετάξει. Και το περιγράφει τόσο απλοϊκά αλλά ταυτόχρονα και τόσο εμφατικά ο Μαγκλίνης που βρίσκεσαι να κρέμεσαι κι εσύ από την ιστορία του Δημήτρη. Μοιράζεσαι την αγωνία του για έναν και μόνο πόθο.

Το θέμα είναι ότι η ιστορία του Δημήτρη, δεν με έκανε να γράψω έναν διθύραμβο για το βιβλίο που δεν έχω ακόμα τελειώσει. Με έκανε να σκεφτώ εμένα, τους ανθρώπους γύρω μου, φίλους μου και μη, γνωστούς και αγνώστους. Με έκανε να πέσω σε ειλικρινά βαθιά θλίψη για το πόσο έχουμε σταματήσει να ονειρευόμαστε, για το πώς έχουμε μετατρέψει τα μικρά σε μεγάλα, για το πόσο εξαρτημένοι είμαστε από την κάλυψη μικρών αναγκών, τη στιγμή που έχουμε παρατήσει κάθε ελπίδα για κάτι ατομικά μεγάλο, κάτι προσωπικά σημαντικό, για κάτι που το θέλουμε με τέτοια λαχτάρα που δεν βλέπουμε τίποτα άλλο στη διαδρομή.

Και δεν το λέω μόνο για την όποια επαγγελματική αποκατάσταση του καθενός. Δεν το λέω για το όποιο όνειρο μπορεί να έχει ο καθένας. Κι ο Δημήτρης εξάλλου θα μπορούσε να πετύχει τον στόχο του σε 1-2 χρόνια και μετά να έπεφτε στον βούρκο μαζί μας. Αλλά είμαι σχεδόν πεπεισμένος ότι έχουμε χάσει τη λαχτάρα μας για ζωή.

 

Πότε αρχίσαμε να προσβλέπουμε σε δουλειές και όχι πορείες; Πότε μάθαμε να είμαστε απλά ικανοποιημένοι με αυτό που έχουμε και να μην ζητάμε – από τον εαυτό μας, όχι τους άλλους – παραπάνω; Εγώ θυμάμαι παιδιά με ιδανικά, παιδιά με μικρά και μεγάλα όνειρα, να γίνουν όχι αυτά που επιτάσσει η εποχή και η ζήτηση της αγοράς αλλά αυτά που εκείνα ήθελαν. Θυμάμαι ιστορίες ανθρώπων που ενέπνεαν, όχι ιστορίες ανθρώπων που απλά ζηλεύαμε γιατί κατάφεραν κάτι πριν από εμάς.

Πότε πρώτη φορά είπαμε ότι ένας μεγάλος στόχος είναι για κάποιους άλλους και όχι για εμάς; Πότε μάθαμε να κλείνουμε τα παντζούρια στον εαυτό μας για να μη δει παραπέρα; Θυμάμαι το ’80 και το ’90 ανθρώπους με ιδέες που οι περισσότεροι γελούσαν στο άκουσμά τους. Θυμάμαι ανθρώπους να θέλουν να πάνε στο φεγγάρι, όχι να θέλουν να το βγάλουν φωτογραφία. Θυμάμαι ανθρώπους να πιστεύουν σε ουτοπίες πολιτικές και κοινωνικές, όχι να παλεύουν για τα αυτονόητα ανθρώπινα δικαιώματα.

Πότε άραγε σταματήσαμε να πιστεύουμε στην επιρροή μας; Πότε νιώσαμε ότι περνάμε χωρίς να ακουμπήσουμε; Θυμάμαι ανθρώπους να κατεβαίνουν σε πορείες για να αλλάξουν τον κόσμο, όχι να αλλάξουν κοτζαμπάση. Θυμάμαι ανθρώπους να κατεβαίνουν στο δρόμο γιατί πίστευαν ότι ο δρόμος έχει ουσία, όχι ανθρώπους που κατεβαίνουν στο δρόμο γιατί δεν ξέρουν τι άλλο να κάνουν. Γιατί δεν έχουν βρει ακόμα τρόπους μέσα από το internet να χτίσουν τα νέα πολιτικά καφενεία.

Πότε νιώσαμε αρχικά την ανάγκη για καθημερινή επιβεβαίωση; Πότε γίναμε έρμαια του πόσοι άνθρωποι θα πατήσουν like στην καινούρια μας profile pic, στο καινούριο upload στο instagram; Θυμάμαι ανθρώπους που δεν έμπαιναν σε κάστες ανάλογα με το πόσους διαδικτυακούς φίλους έχουν. Θυμάμαι ανθρώπους που δεν θα πάθαιναν κατάθλιψη αν μια φωτογραφία τους έστω και από λάθος δεν έπαιρνε πάνω από πέντε like.

Πότε πάψαμε να πιστεύουμε στον διπλανό μας; Πότε γίναμε τόσο κακόγουστα επιθετικοί και είρωνες; Θυμάμαι ανθρώπους να τσακώνονται, να δέρνονται, να σκοτώνονται για ιδανικά, όχι να μαχαιρώνονται για την απουσία τους. Θυμάμαι ανθρώπους να ξεκινούν μια γνωριμία με ουδέτερο πρόσημο, όχι να περιμένουν τον άλλον σε μια τουιτερική ή άλλη δημόσια γωνία για να τον ξεφτιλίσουν στο πρώτο ατόπημα.

Πότε γίναμε τόσο χοντροκομμένα ανάξιοι του χρόνου που μας δίνεται στη γη;

 

Η χρήση της λέξης μαλάκας γίνεται όχι για το φαντεζί της υπόθεσης, όχι για να πω μια λέξη που θεωρητικά δεν θα έπρεπε να γράφω σε αυτό το site. Γίνεται γιατί είναι δύσκολο κάπως αλλιώς να συνοψίσεις αυτή τη μαλθακότητα, την απάθεια, το βόλεμα, τη φυγοπονία, την ατολμία που μας έχει πιάσει.

Χωρίς να θέλω να ακουστώ σαν τον Will McAvoy όταν ευλογούσε τα γένια της Αμερικής στον περίφημο μονόλογό του στο Newsroom, για το πώς ήταν παλιά, πραγματικά πιστεύω ότι ήμασταν αλλιώς. Ότι ζούσαμε αλλιώς. Ότι σκεφτόμασταν αλλιώς. Και μου προκαλεί θλίψη ότι ακόμα και τα φωτεινά παραδείγματα που αναφέρω, το ένα είναι από τις σελίδες ενός μυθιστορήματος και το άλλο από μία σεκάνς μιας τηλεοπτικής αμερικανιάς.

Στο Oneman έχουμε μία στήλη που ονομάζουμε Inspiring Men. Και εκεί έχουμε ανθρώπους να μας εμπνέουν, ανθρώπους που δίνουν κίνητρο στους υπόλοιπους, όχι να τους αντιγράψουν αλλά να κυνηγήσουν τα δικά τους θέλω. Μόνο αυτοί έμειναν; Όλη η βιομηχανία του ποτού τα τελευταία δύο χρόνια μιλά για τον πραγματικό σου εαυτό, για την ανάγκη να κυνηγήσεις τα όνειρά σου, να κυνηγήσεις την αλήθεια. Δεν είναι ηλίθιοι οι άνθρωποι, βλέπουν αυτό το κενό. Αυτό το κενό που οι ίδιοι χτίζουμε ανάμεσα στους εαυτούς μας και τις δικές μας κορυφές.

Θα χαρώ να αντιληφθώ ότι αυτές είναι μόνο δικές μου σκέψεις. Ότι εγώ έχω το πρόβλημα. Ότι εγώ είμαι ο περίεργος της υπόθεσης και δεν καταλαβαίνω όσα βλέπω γύρω μου. Γιατί εγώ γύρω μου βλέπω παντού ανθρώπους βολεμένους σε κουφάλες στα δέντρα, άλλοτε προστατευμένους από τη βροχή και άλλοτε εκτεθειμένους. Ανθρώπους που φοβούνται να πιαστούν από το επόμενο κλαδί και να κοιτάξουν την κορυφή.

Η κορυφή του καθενός δεν έχει σχήμα και μορφή. Κάποιου μπορεί να είναι σε ένα πετρόχτιστο σπίτι μπροστά στη θάλασσα, κάποιου μπορεί να είναι στα σύννεφα όπως του Δημήτρη, κάποιου άλλου στη μοναξιά ενός φάρου ή στην βοή ενός bar. Εμείς χτίζουμε τις κορυφές μας στο κεφάλι μας για να τις κατακτήσουμε. Κι όσο δεν αφήνουμε τον εαυτό μας να ονειρευτεί παραπέρα, θα μένουμε σκιές του εαυτού μας, θα μένουμε θλιβερά μικροί.