NETFLIX

Πώς η τηλεόραση έγινε το νέο σινεμά

Με το πέρασμα μιας δεκαετίας που έφερε ξανά τη μεγάλη οθόνη αντιμέτωπη με τη μικρή, εξετάζουμε τους λόγους που η Peak TV έγινε ο βασιλιάς της ψυχαγωγίας.

Η πρώτη κηδεία του σινεμά έγινε τη δεκαετία του ‘40. Η χρυσή εποχή του Old Hollywood που έβλεπε τους σταρ του να σαγηνεύουν το κοινό με τη μυστηριακή τους αίγλη και αριστουργήματα όπως το ‘All About Eve’ και το ‘Casablanca’ να κυριαρχούν στη μαζική κουλτούρα ψυχαγωγίας είχε δολοφονηθεί και ο φονιάς είχε όνομα – τηλεόραση.

Ως το 1945, το αμερικανικό σινεμά ζούσε τον θρίαμβο. Είχε παράξει πάνω από 7.500 ταινίες και ο κόσμος που πήγαινε έστω μία φορά την εβδομάδα στις αίθουσες ξεπερνούσε τα 80 εκατομμύρια. Εν μέρει αυτό οφειλόταν στo στουντιακό σύστημα της εποχής και την αυστηρή του ισχύ. Τα στούντιο μπορούσαν να κλειδώσουν δημιουργούς και αστέρες για χρόνια με ακλόνητα συμβόλαια και ο απόλυτος έλεγχος του δικτύου διανομής τους σήμαινε πως το πιο γενναίο κομμάτι της πίτας κατέληγε στη δική τους τσέπη. Με τα έσοδα να ρέουν και τη ζωή των σταρ να παρουσιάζεται προσεκτικά μέσα από τον δικό τους φακό, οι παραγωγές ήταν σε θέση να πάρουν ρίσκα και να απομακρύνουν προσωρινά την τεχνολογία της τηλεόρασης που ήταν ακόμα πολύ ακριβή για να αποτελέσει πραγματικό κίνδυνο.

AP

Στελέχη του Old Hollywood γευματίζουν στο Λος Άντζελες (Μάιος, 1935)

Ο πόλεμος όμως τελείωσε και οι Αμερικανοί είχαν περάσει τη Μεγάλη Οικονομική Ύφεση κάνοντας αιματηρές οικονομίες. Με την επιστροφή των στρατιωτών και τη βοήθεια κρατικών δανείων, οι οικογένειες ένιωθαν έτοιμες να αγοράσουν το πρώτο τους σπίτι. Προτίμησαν τα ήσυχα προάστια. Μέχρι το 1953 ο πληθυσμός των προαστίων είχε αυξηθεί κατά 43% και οι κάτοικοί τους ήταν πλέον μακριά από τις μεγάλες αίθουσες του κέντρου, στο έλεος κιόλας περιορισμένων επιλογών στα μέσα μαζικής μεταφοράς. Η ψυχαγωγία έπρεπε να μπει σπίτι τους. Τη βρήκαν στις μικρές οθόνες που άρχισαν να αγοράζονται σωρηδόν.

Όσο τα στούντιο προσπαθούσαν να βρουν τρόπους να αποτρέψουν την εξάπλωση της τηλεόρασης, ο Walt Disney αποφάσισε να την αγκαλιάσει. Έπιασε τον ατζέντη Bill Walsh στο πάρκινγκ όπου συχνά έπεφταν ο ένας πάνω στον άλλον και του είπε, «Εσύ! Εσύ θα γίνεις ο παραγωγός τηλεόρασής μας». Όταν ο Walsh τού απάντησε ότι δεν είχε ιδέα από τηλεόραση, ο Disney αποκρίθηκε ειλικρινέστατα. «Γιατί, ποιος έχει;».

Οι υπόλοιπες εταιρείες είχαν στο μεταξύ αποκτήσει τον έλεγχο σημαντικού μέρους των τηλεοπτικών στούντιο, όμως τα νομικά μπλεξίματα της Paramount με την κατηγορία του παράνομου καθορισμού τιμών επέτρεψαν στο κράτος να απορρίπτει τις τηλεοπτικές άδειες σε εταιρείες που έκαναν μονοπωλιακές κινήσεις. Τα κινηματογραφικά στούντιο λοιπόν, που διαχειρίζονταν από τις αίθουσες μέχρι τους πρωταγωνιστές τους, και που αιμορραγούσαν ταλέντο λόγω της υποχρέωσής τους να ξεφορτώνονται ηθοποιούς, σκηνοθέτες και σεναριογράφους που θεωρούνταν υποστηρικτές του Κομμουνισμού, άρχισαν να καταρρέουν.

AP

Έξω από το Astor Theater στο Broadway (Δεκέμβριος, 1939)

Μέχρι τα ‘60s, τα ρίσκα είχαν τελειώσει και τα εντυπωσιακά ‘κινηματογραφικά παλάτια’ είχαν κλείσει. Παρά την οικονομική στενότητα όμως που έκανε ποδαρικό στα ‘70s, το σινεμά θα καταλάβαινε τελικά πως η τηλεόραση θα μπορούσε να του δώσει εν μέρει τη λύση. Το Νέο Κύμα του Hollywood, μια πειραματική γενιά σκηνοθετών που μπορούσε να απολαύσει τους πιο χαλαρούς πια περιορισμούς στη λογοκρισία, είχε την ευκαιρία να απευθυνθεί στους νέους σινεφίλ με χιτ όπως το ‘Jaws’ και το ‘Star Wars’ ή με το ασυμβίβαστο ‘The Panic in Needle Park’ και το νεο-νουάρ ‘Taxi Driver’, και μπορούσε να χρησιμοποιήσει τη μικρή οθόνη για να τους τα διαφημίσει. Όταν η Universal αποφάσισε να επενδύσει σε έναν 27χρονο Steven Spielberg και τα βίαια ‘Σαγόνια’ του, ξόδεψε 700.000 δολάρια για να ρίξει επί τρεις ημέρες διαφημίσεις του στο prime time όλων των καναλιών και ονόμασε την ενέργειά της ως τη «μεγαλύτερη εθνική καμπάνια τηλεοπτικών σποτ στην ιστορία της βιομηχανίας».

Την ίδια περίοδο, η αγορά ανακάλυπτε πως η τεχνολογία του home video έκανε χρυσές δουλειές. Ο κόσμος έγραφε τις ταινίες που προβάλλονταν στην τηλεόραση σε κασέτες και τις πουλούσε. Σύντομα τα στούντιο θα είχαν δικά τους τμήματα home video και μέχρι τα ‘80s τα έσοδα από τις ενοικιάσεις θα έφερναν σε πολλές περιπτώσεις τα διπλά χρήματα από το box office. Μέχρι και σήμερα, η αγορά των DVD και της online ενοικίασης είναι μία από τις πιο προσοδοφόρες στη βιομηχανία.

AP

Πελάτες εστιατορίου παρακολουθούν το World Series (Οκτώβριος, 1950)

Οι σεισμικές μεταβάσεις που περνά ο κινηματογράφος ανά δύο-τρεις δεκαετίες – ή μία ανά γενιά στην πραγματικότητα – δεν είναι καινούριες. Όσο η τεχνολογία εξελίσσεται και η ψυχαγωγία μας συρρικνώνεται σε μικρότερες, φορητές συσκευές, δεν πρόκειται να σταματήσουν κιόλας. Καινούρια δεν είναι στ’ αλήθεια ούτε και η ιδέα ότι η τηλεόραση τον έχει ξεπεράσει. Στα χρόνια της Peak TV που έφερε το streaming τα σχετικά άρθρα έχουν πολλαπλασιαστεί, αλλά η εξαγγελία γίνεται εδώ και πολλά χρόνια από το Variety, το Vulture, τους New York Times, το Wall Street Journal, το TIME από την περασμένη δεκαετία.

Το παλαιότερο, ωστόσο, άρθρο που κατάφερα να βρω είναι από το 1995 και ανήκει στο Entertainment Weekly. ‘TV Saves the World!’, φωνάζει ο Bruce Fretts και βάζει και θαυμαστικό για έμφαση. Μπορεί οι αναφορές του να είναι το ‘NYPD Blue’, τα ‘X-Files’, το ‘E.R.’ και το ‘Frasier’, γίγαντες δηλαδή της παλιάς ανοιχτής τηλεόρασης, αλλά αν απλώς τα αντικαταστήσεις με σύγχρονές μας τηλεοπτικές επιτυχίες, πολλά από τα επιχειρήματα θα παραμείνουν ίδια και θα μας φέρουν στο σήμερα.

Όσο ο κινηματογράφος βασίζεται όλο και περισσότερο σε υψηλού προϋπολογισμού tentpole ταινίες με την ευθύνη να πετυχαίνουν παγκοσμίως και να πουλάνε παιχνίδια, η τηλεόραση ανοίγει σε βαθμό πρωτοφανή και χωράει πολλούς. Τις γυναίκες, για παράδειγμα. Μπροστά και πίσω από την κάμερα.

Ποιος θα πει στην Carey Mulligan που δήλωσε πρόσφατα ότι οι καλοί ρόλοι για τις γυναίκες ηθοποιούς είναι στην τηλεόραση ότι έχει άδικο; Παρόμοιες δηλώσεις ακούμε από πολλές συναδέλφους της τα τελευταία χρόνια και τις βλέπουμε έμπρακτα να μετακομίζουν προσωρινά ή μη στη μικρή οθόνη.

Credit: Directors Guild of America

Σύμφωνα, τώρα, με την ετήσια αναφορά του Σωματείου των Σκηνοθετών, ενώ οι λευκοί άνδρες σκηνοθέτες αποτελούν το 50% των σκηνοθετών που έκαναν τηλεόραση τη σεζόν που μας αποχαιρετά, οι γυναίκες και τα άτομα διαφορετικού χρώματος αύξησαν τα ποσοστά τους. Οι γυναίκες σκηνοθέτησαν το 31% των επεισοδίων, τα άτομα διαφορετικού χρώματος (που φυσικά περιλαμβάνουν και γυναίκες) το 27%, και μαζί γύρισαν το υπόλοιπο 50%. Η ανάγκη για βελτίωση είναι αναμφισβήτητη, αλλά σε σχέση με το σινεμά όπου οι γυναίκες σκηνοθέτησαν μόλις το 3,6% των ταινιών την περασμένη χρονιά, η διαφορά είναι αχανής. Και τι ρόλο παίζει αυτό στο έδαφος που έχει κερδίσει η τηλεόραση;

Στην εμπειρία.

Το diversity δεν οδηγεί μονάχα στην τέρψη κοινών που δεν έχουν υπάρξει προτεραιότητα διαχρονικά (οι Αφροαμερικανοί, λόγου χάρη, βλέπουν την περισσότερη τηλεόραση σύμφωνα με τη Nielsen), αλλά και στην πλουσιότερη εμπειρία για όλους. Η πολυφωνία πίσω και μπροστά στην κάμερα δίνει πρόσβαση σε οπτικές που δεν έχουμε συνηθίσει στο γυαλί, ακόμα κι αν είναι καθημερινότητά μας. Έχουμε πάει από το ποικιλόμορφο καστ του ‘Lost’ στην πολυπολιτισμικότητα του ‘Grey’s Anatomy’, στην έκρηξη που έφερε το ‘Orange is the New Black’, στο DNA του ‘On My Block’.

Στο streaming μάλιστα, ειδικά από το Netflix που κάνει παραγωγές σε πολλές, διαφορετικές χώρες με δικά τους γραφεία ανάπτυξης πρότζεκτ, ο παγκόσμιος κατάλογος είναι πολυσυλλεκτικός και πρωτόγνωρα διαθέσιμος. Ποτέ άλλοτε δεν είχαμε τη δυνατότητα να δούμε μια σειρά από τη Γερμανία όπως το ‘Dark’, από την Ισπανία όπως το ‘Casa de Papel’, από την Ινδία όπως το ‘Sacred Games’, από το Βέλγιο όπως το ‘Tabula Rasa’, από τη Δανία όπως το ‘Rain’ – όχι τουλάχιστον με τη συχνότητα και την άνεση που τα έχουν σχεδόν κάνει τηλεοπτική κανονικότητα.

Λέμε πως ξέρουμε και τις τάσεις κάθε χώρας (ένας νέος περιορισμός ίσως αυτός, βόλεμα σε φρέσκα κουτάκια). Οι Γερμανοί φτιάχνουν εγκεφαλικά δράματα. Οι Ισπανοί σαπουνόπερες δράσης. Οι Σκανδιναβοί νεο-νουάρ θρίλερ. Για τους τελευταίους το trend ξεκίνησε από τη λογοτεχνία, αλλά η ζήτηση για τη μικρή ειδικά οθόνη έχει πιέσει τρομερά τα εγχώρια στούντιο που καλούνται να την εξυπηρετήσουν.

– Dark, Netflix –

Μιλώντας με τον Jesper Eising, υπεύθυνο Τύπου της Nordisk Film, του παλαιότερου στούντιο στον κόσμο που βρίσκεται ακόμα εν ενεργεία, η συζήτηση έφτασε στη μάχη σινεμά και τηλεόρασης για πολύ πρακτικούς λόγους. «Αυτή τη στιγμή γυρίζονται πολλές σειρές και αυτό πιέζει την παραγωγή ταινιών», μας εξήγησε. «Είναι δύσκολο να επανδρώσεις βασικές λειτουργίες για τα γυρίσματα ταινιών και να συνδυάζεις προγράμματα γιατί τα συνεργεία είναι απασχολημένα και η ζήτηση για ικανούς επαγγελματίες είναι πολύ υψηλή. Το Netflix και το HBO έχουν ξεκινήσει να παράγουν σειρές στη Σκανδιναβία, σε συνδυασμό με τα τοπικά κανάλια που αυξάνουν τις παραγωγές ορίτζιναλ τηλεοπτικών σειρών. Είναι πολύ καλό για το κοινό, αλλά όντως πιέζει ασφυκτικά την παραγωγή ταινιών».

Όλα αυτά την ίδια στιγμή που το Hollywood ρίχνει το βάρος του πίσω από franchises. Η τηλεόραση είχε κι αυτή ανέκαθεν τις δικές της τέτοιες προεκτάσεις, κυρίως στη μορφή των spin-off σειρών πριν προστεθούν σε αυτές και τα revivals. Ως μέσο όμως είναι πολύ, πολύ λιγότερο εμμονική με γιγαντιαία πρότζεκτ συμπάντων, sequel, prequel και οτιδήποτε χωράει ανάμεσά τους. Τα μπάτζετ των mainstream στούντιο πηγαίνουν κυρίως σε αυτά, με κάποια ψιλά να περισσεύουν για μικρότερες ταινίες που θα φέρουν ενδεχομένως αναγνώριση σε υψηλού προφίλ βραβεία. Ούτε ο Martin Scorsese δεν κατάφερε να φτιάξει το ‘Irishman’ με κάποιo παραδοσιακό στούντιο.

Είχε συμφωνήσει αρχικά με την Paramount για τα αμερικανικά δικαιώματα και τη μεξικανική Fábrica de Cine για τα 100 εκατομμύρια δολάρια χρηματοδότηση που θα χρειαζόταν, όμως μετά την εισπρακτική αποτυχία του ‘Silence’ και του ‘Mother’ νωρίτερα για την Paramount, το πλάνο ξεφούσκωσε. Το συγκεκριμένο στούντιο είχε υπερασπιστεί την κυκλοφορία του δεύτερου και τον προϋπολογισμό του πρώτου, όμως δεν πήρε τελικά τίποτα πίσω. Και αν αυτό δεν θα ήταν τόσο μεγάλο πρόβλημα 10-15 χρόνια πίσω, είναι κύριος πλέον λόγος για να απομακρυνθούν ακόμη κι οι πιο ριψοκίνδυνοι παραγωγοί από το ρίσκο.

ODEON

– στα γυρίσματα του ‘Irishman’ –

Σύμφωνα με ρεπορτάζ της Washington Post, μπορεί τα εισιτήρια στο αμερικανικό box office να ανέβηκαν 8% το 2018, όμως πάνω από το 1/3 τους «ήρθε μόνο από 10 ταινίες, σε σχέση με τις 700 και άνω που κυκλοφόρησαν μέσα στη χρονιά, και κυρίως από δύο κατηγορίες – τους υπερήρωες και το animation». Ταυτόχρονα, βάσει έρευνας από την EY Quantitative Economics and Statistics, οι άνθρωποι που πηγαίνουν πιο συχνά στο σινεμά είναι κι αυτοί που θα καταναλώσουν περισσότερο περιεχόμενο στο streaming. Μιλάμε άρα για άτομα που αγαπούν να επενδύουν τον χρόνο και το χρήμα τους σε δημιουργίες ανεξαρτήτως του μέσου. Αυτοί θα συνεχίσουν να στηρίζουν και τη μεγάλη και τη μικρή οθόνη.

Αυτοί έκαναν το ‘Farewell’, αλλά στη συνέχεια και το ‘Parasite’ τα χιτ που αντιμετώπισαν στα ίσα ένα από τα ορόσημα του ‘Avengers: Endgame’ στο box office. Οι υπόλοιποι όμως έχουν γίνει επιλεκτικοί και σαφώς είναι η οικονομία, ηλίθιε.

Σε δηλώσεις του στο Atlantic το 2013, ο ένας εκ των ιδρυτών του ισχυρότατου United Talent Agency, Jeremy Zimmer, ίσως είχε κάνει το πιο επιτυχημένο σχόλιο: «Ξεχάσαμε ότι οι περισσότεροι θα προτιμήσουν να μείνουν σπίτι για να δουν μια καλή ιστορία στη μικρή οθόνη, από το να πάνε έξω και να δουν μια όχι και τόσο καλή ιστορία στη μεγάλη οθόνη».

Μπορεί το σινεμά να είναι ασυναγώνιστο στην επιτόπου επιρροή του. Στον εμβυθισμό μιας οθόνης που σε πλημμυρίζει. Στα production values που η τηλεόραση πλησιάζει αλλά σπάνια φτάνει – το ‘Mandalorian’ είναι ίσως η πρώτη σειρά που μοιάζει όντως αισθητικά με καθαρόαιμο σινεμά. Στην «εμπειρία κοινότητας» που ανέφερε ο Noah Baumbach ότι απουσιάζει από τη συζήτηση αν διαλέξεις να δεις κάτι αστείο ή μελαγχολικό στο σπίτι σου (ο ίδιος γύρισε το ‘Marriage Story’ σε παραγωγή του Netflix, ελπίζει όμως πως αρκετοί θα σκεφτούν να το παρακολουθήσουν και στους κινηματογράφους). Στην προσοχή που του δίνουμε τελικά ως πιο εκλεπτυσμένο μέσο (ταινίες που αγοράστηκαν ακριβά σε φεστιβάλ από το Amazon όπως, λόγου χάρη, το ‘The Report’ ή το ‘Brittany Runs a Marathon’ εξαφανίστηκαν μέσα στο χάος του Prime).

Είναι όμως είναι και ακριβό σπορ. Ειδικά όταν αναλογιστεί κανείς τα χρήματα που γλιτώνει με κάποια συνδρομή.

123rf

Ο συνδρομητικός πόλεμος, ωστόσο, έχει κι αυτός ήδη ξεκινήσει. Netflix, Amazon Prime, Hulu, HBO Max, CBS Access, Apple TV+, Disney+, Peacock, The Criterion Channel, DC Universe. Μέχρι το 2022, όλοι οι μεγάλοι παίκτες αναμένεται να έχουν τη δική τους streaming πλατφόρμα που θα διεκδικήσει τους δικούς της πιστούς αναλόγως με την τιμή και το περιεχόμενο. Σίγουρα δεν θα χωρέσουν όλες σε ένα πορτοφόλι όμως, και τότε είναι που τα κοινά θα χρειαστεί ξανά να επιλέξουν.

Μην ξεχνάμε και το Quibi (συντομογραφία για Quick Bites). Όχι γιατί θα είναι απαραίτητα με το καλημέρα σας δυνατή επιλογή, αλλά ίσως γιατί σε συνδυασμό με τον οικονομικό φαύλο κύκλο που έχει πλήξει το σινεμά, εκπροσωπεί καλύτερα το μέλλον για το αυριανό κοινό. Η πλατφόρμα θα διαθέτει περιεχόμενο αποκλειστικά για smartphones, σε σύντομα φορμάτ που δεν θα ξεπερνούν τα 10 λεπτά ανά επεισόδιο. Η υπηρεσία έχει συλλέξει ταλέντο από όλα τα πιθανά μονοπάτια της βιομηχανίας (από Steven Spielberg και Guillermo del Toro, μέχρι Steven Soderbergh και Ridley Scott, τους βρίσκεις όλους σε αυτή την υπερλίστα), όμως ας μη σταθούμε μονάχα σ’ αυτό.

Η Gen Z, η γενιά δηλαδή που αυτόν τον καιρό φτάνει το πολύ μέχρι 22 ετών, έχει σχεδόν εγκαταλείψει τα παραδοσιακά media. Αντίθετα, περνά γύρω στις 3,4 ώρες την ημέρα παρακολουθώντας YouTube. Το κανάλι Crypt TV που ίδρυσε ο Eli Roth (Hostel) το 2015 με μικρού μήκους ταινίες και σειρές τεράτων έχει πάνω από 2,2 εκατ. συνδρομητές στο YouTube. Το κανάλι Brat που ανεβάζει σειρές με Gen Z ηθοποιούς αλλά πιο πρόσφατα και ταινίες, έχει 2,8 εκατ. συνδρομητές που σε μεγάλο βαθμό το ανακάλυψαν από τα social media των καστ τους. Μιλάμε για μια γενιά δηλαδή που δεν θα αλλάξει ξαφνικά συνήθειες όταν πατήσει, ας πούμε, τα 25. Το Quibi ή οτιδήποτε παρόμοιο με αυτό ακολουθήσει, θα απευθυνθεί σε αυτές ακριβώς τις συνήθειες. Και εδώ ερχόμαστε στην αληθινή μάχη.

Σινεμά VS τεχνολογία.

Ο κινηματογράφος έρχεται ξανά αντιμέτωπος με μικρότερες συσκευές, φορητές αυτή τη φορά, βολικές σε βαθμό αδιανόητο για τη μεταπολεμική γενιά που ανακοίνωνε τον θάνατό του από τα προάστια της Νέας Υόρκης των ‘50s.

Όπως όμως δεν σταματήσαμε να τρώμε έξω επειδή αποκτήσαμε κουζίνες, δεν θα σταματήσουμε να πηγαίνουμε και στο σινεμά. Ίσα-ίσα που μια έξοδος στον κινηματογράφο έχει με τα χρόνια αποκτήσει αξία σπέσιαλ περίστασης, γιατί αντιμετωπίζεται ως κάτι ξεχωριστό μέσα στην εβδομάδα. Έξω από την καθημερινότητα που έχουν καταλάβει οι μικρότερες οθόνες. Οι αίθουσες θα είναι εκεί και δεν θα μένουν άδειες.

Η ερώτηση είναι πόσα και πόσο διαφορετικά θα μπορούν πια να προσφέρουν.

ΔΙΑΒΑΣΕ ΑΚΟΜΗ:

Ο Scorsese και ο Coppola τα βάζουν με τη Marvel για τους λάθος λόγους