Καμιά φορά, η πλάκα των Ράδιο Αρβύλα μοιάζει με σωστό μπούλινγκ
- 18 ΟΚΤ 2019
Υπάρχει ένα συστατικό στοιχείο στη ψυχοσύνθεση των κωμικών – ιδίως, αν θέλετε την άποψή μου, των καλών κωμικών. Αυτό είναι η γκρίνια. Και εδώ δεν το λέω ως κακό. Η γκρίνια για έναν κωμικό είναι κάτι απαραίτητο, είναι μέρος της δουλειάς, μια κοσμοθεωρία, ένας απαραίτητος τρόπος να κοιτάς τον κόσμο. Πρώτα γκρινιάζεις για κάτι και μετά το διακωμωδείς. Δεν γίνεσαι καλός μαραθωνοδρόμος αν δεν έχεις πνευμόνια. Δεν γίνεσαι καλός κωμικός αν δεν είσαι γκρινιάρης. Το θέμα όμως καμιά φορά είναι να κοιτάς και για ποια πράγματα γκρινιάζεις. Τα είχαμε πει και εδώ.
Ενημερωθήκαμε χθες ότι η παραγωγή του ‘Ράδιο Αρβύλα’, ο ΑΝΤ1 και ο Αντώνης Κανάκης καλούνται να πληρώσουν αποζημίωση ύψους 100.000 ευρώ στον Aπόστολο Κενανίδη, πρόεδρο της Ομοσπονδίας Φορτηγών Αυτοκινητιστών Ελλάδος. Ο λόγος; Σύμφωνα με τον δικηγόρο του Απόστολου Κενανίδη σε μια εκπομπή οι παρουσιαστές διακωμώδησαν τη χροιά της φωνής του προέδρου ο οποίος, όπως μαθεύτηκε αργότερα, ήταν καρκινοπαθής και μάλιστα με καρκίνο του λάρυγγα, πράγμα που είχε προκαλέσει την αλλαγή στη χροιά του.
Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή. Είμαι βέβαιος ότι ούτε ο Αντώνης Κανάκης ούτε και κανείς από την παραγωγή της εκπομπής ή το κανάλι δεν θα μπορούσε να ξέρει ότι επρόκειτο για καρκινοπαθή. Θα πει κανείς ότι θα μπορούσαν να το ψάξουν καλύτερα. Ίσως. Ας το ομολογήσουμε όμως ότι σε μια τεράστια ύλη και με το άγχος να βρεις υλικό για να κάνεις αστείο ως δαμόκλειο σπάθη πάνω από το κεφάλι σου, το να κάνεις τη δημοσιογραφική δουλειά ελέγχου στο υλικό αυτό χρειάζεται παραγωγές που μάλλον μόνο η αμερικανική τηλεόραση μπορεί να στηρίξει. Θεωρώ σίγουρο, λοιπόν, ότι στην εκπομπή δεν ήξεραν για τον καρκίνο.
Ας δούμε τώρα όμως τα πράγματα από την ακόμα πιο αρχή. Τελικά, έχει οποιαδήποτε σημασία αν ο άνθρωπος αυτός, ο οποίος έγινε αντικείμενο χλευασμού, ήταν καρκινοπαθής; Όχι. Καμία απολύτως. Το κωμικό αποτέλεσμα στην προκειμένη περίπτωση ήρθε προφανώς από αυτό που λογίζεται ως αντίφαση ως μια περίεργη επιτέλεση φύλου που λέει ότι ένας νταλικιέρης συνήθως ΕΙΝΑΙ μάτσο, μεγαλόσωμος με βαθιά αντρίκεια φωνή. Μέσω αυτής της κωμικής αντίφασης όμως -και της αναπαραγωγής του αντίστοιχου στερεοτύπου- το ‘συνήθως ΕΙΝΑΙ’ γίνεται ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΕΙΝΑΙ. Ένας νταλικιέρης, λοιπόν, συνήθως έχει και, τελικά, πρέπει να έχει μπάσα φωνή. Αν δεν έχει, τότε μπορεί και να γίνει viral αντικείμενο χλευασμού σε πανελλαδικό δίκτυο.
Το ότι είναι καρκινοπαθής βρίσκει, ωστόσο, έναν συναισθηματικό πυλώνα, ώστε να δυσκολεύεται ο οποιοσδήποτε να μιλήσει για ανελευθερία και χούντα της πολιτικής ορθότητας και όλα αυτά τα ωραία υπερασπιζόμενος τους Ράδιο Αρβύλα. Αυτό γίνεται για δύο πολύ απλούς λόγους: α) o καρκίνος είναι μια στιγματισμένη ασθένεια, μια ασθένεια που όλοι φοβόμαστε και καμιά φορά το δέος φέρνει τον ανάλογο σεβασμό σε τέτοιο βαθμό που να γίνεται κοινωνικό ταμπού και β)γιατί η συγκεκριμένη περίπτωση, η ασθένεια μπορεί να συμβεί μελλοντικά σε όλους μας. Δεν νιώθουμε την ασφάλεια που θα νιώθαμε αν ο κ. Κενανίδης είχε μια φυσική -ας πούμε εκ γενετής- αδυναμία στη φωνή. Εκεί δεν θα υπήρχε ο κίνδυνος ότι ίσως κάποια στιγμή θα βιώσουμε την ίδια γελοιοποίηση εμείς οι ίδιοι. Το προνόμιο μας θα ήταν απόλυτο και θα μπορούσαμε να το υπερασπιστούμε με κάθε τρόπο.
Βλέπετε, αυτό το χιούμορ, το ‘laughing at’ χιούμορ όπως το λένε, βασίζεται στη κατασκευή ενός συγκροτημένου κανονικοποιητικού ‘εμείς’ απέναντι σε έναν “Άλλο’ ο οποίος στην τελείως συγκεκριμένη περίπτωση δεν έχει τη φωνή που θα περιμέναμε να έχει, που η κοινωνία ορίζει ως κανονική. Όταν μάθαμε όμως ότι εν προκειμένω επρόκειτο για καρκίνο, τότε τα όρια του ‘Εμείς’ με τα όρια του ‘Άλλος’ έσπασαν. Θόλωσαν. Και αν από αυτό το άνοιγμα κάποια στιγμή -αν τα φέρει η κακή μας τύχη- περάσουμε στον ‘Άλλο’, τι θα γίνει; Θα υποστούμε όλη αυτή την κοροϊδία; Θα ντρεπόμαστε να μιλήσουμε;
Και εδώ έρχονται άλλα ερωτήματα. Οκ, τότε με το χιούμορ τι θα κάνουμε; Τι είναι τελικά αυτό που επιτρέπεται να γίνει αντικείμενο χιουμοριστικού κειμένου και τι όχι; Είμαι σίγουρος ότι πρόκειται για ερωτήματα που απασχολούν κάθε κωμικό εκεί έξω. Πολύ συχνά μάλιστα του προκαλούν μια άλλοτε αντανακλαστική και άλλοτε συντεχνιακή αγωνία. Ο κωμικός από τη θέση ισχύος που του δίνει η ίδια η γκρινιάρικη δουλειά του, προχωράει σε μια αυτοθυματοποίηση. Θεωρεί εαυτόν διωκόμενο, έναν καλλιτέχνη πάνω στον οποίο οι άλλοι βάζουν όρια. Και αναρωτιέται και ο ίδιος και εμείς “ποια είναι τα όρια του χιούμορ;” και τελικά “υπάρχουν όρια στο χιούμορ;”.
Και η απάντηση είναι απλή. Βάλτε τα μόνοι σας. Γιατί σε μια αντίστροφη λογική, μπορείς να αρχίσεις να αναρωτιέσαι ποια είναι τα όρια της ελευθερίας του χιούμορ. Το να πετάς ντομάτες σε φτωχούς και να σβερκώνεις τον μουγγό του χωριού είναι χιούμορ; Το να βάζεις στη μέση ένα άτομο με αναπηρία και να τον κοροϊδεύεις που δεν μπορεί να περπατήσει είναι;Γιατί όχι; Αφού γίνεται για πλάκα. Μήπως είναι ένα όριο και αυτό που -ευτυχώς!- η κοινωνία μας το έχει επιβάλλει. Ένα όριο που στο Λονδίνο του 19ου αιώνα -για παράδειγμα- θα θεωρούνταν φίμωση;
Πραγματικά, πάντως, δεν θεωρώ σε καμία περίπτωση ότι είναι τόσο πιεστικά τα όρια που τίθενται από την πολιτική ορθότητα. Το να μην κοροϊδεύεις κάποιον για την εμφάνισή του ή για τον τρόπο που μιλάει είναι ένα πολύ βασικό όριο που νομίζω είναι πολύ εύκολο να το θέσεις ως απόλυτο, ως κάτι που, ρε παιδί μου, δεν πρέπει να το ξεπεράσεις. Δεοντολογικά βλέποντάς το. Και αν αυτό θεωρείς ότι είναι απειλή για την κωμική σου υπόσταση, τότε μάλλον πρέπει να κοιτάξεις τα πράγματα από την αρχή. Ίσως το bullying να μην είναι και η υψηλότερη μορφή χιούμορ.
Το χιούμορ είναι κάτι πολύ σημαντικό. Πολύ πιο σημαντικό από το να κάνω απλά πλάκα. Το χιουμοριστικό κείμενο μπορεί να μιλήσει για πράγματα για τα οποία καμιά άλλη φόρμα δεν μπορεί να μιλήσει. Το απολιθωμένο κλισέ ‘η σάτιρα δεν έχει όρια’, λοιπόν, είναι μια φράση κενή περιεχομένου. Έχει, είχε και θα έχει και ίσως ήρθε η ώρα και για τους ίδιους τους κωμικούς να τα εξερευνήσουν.