Στη δίκη του Πέτρου Φιλιππίδη, η καταγγέλλουσα έγινε κατηγορούμενη
- 6 ΔΕΚ 2024
Διαβάζεις τι ειπώθηκε στη δίκη Φιλιππίδη και νομίζεις ότι πρόκειται για κάποιο σκετς, από αυτά που ο ομιλών χρησιμοποιεί επίτηδες όλα τα κλισέ και προβληματικά επιχειρήματα έτσι ώστε να δημιουργήσει στο κοινό του μια αναστάτωση. Με αυτό τον τρόπο, τελικά, καταφέρνει να περάσει το μήνυμά του έξυπνα, βάζοντας όσους τον παρακολουθούν σε σκέψεις. Η ύψιστη μορφή ειρωνείας.
Όμως όχι, ο εισαγγελέας δεν έθιξε τα κακώς κείμενα μιλώντας για τα κακώς κείμενα, ούτε προσπάθησε να κρύψει, έστω και για τα μάτια του κόσμου, τη συναισθηματική ακαμψία που, όπως φαίνεται, τον διακατέχει. Άλλωστε, όταν έχεις να κάνεις με τη Δικαιοσύνη, η αντικειμενικότητα είναι η καλύτερή σου φίλη, έτσι δεν είναι; Έτσι είναι, ή τουλάχιστον έτσι θα έπρεπε να είναι.
Αν βέβαια ως άνθρωπος αρνείσαι να συμβαδίσεις με την εποχή, αναπόφευκτα η στασιμότητα που επικρατεί στο μυαλό σου θα επηρεάσει και τη δουλειά του. Ό,τι έχει περάσει μπροστά από τα μάτια μας όλα αυτά τα χρόνια, η εκπαίδευση μέσω ιστοριών με άπλετο victim blaming και την επίδειξη εξουσίας από τους κακοποιητές, δεν συγκινούν ιδιαίτερα τον εισαγγελέα.
Διότι αν τον συγκινούσαν, η εισαγγελική εξέταση στην υπόθεση Φιλιππίδη δεν θα έμοιαζε με μάζωξη σε καφενείο, εκεί όπου σχολιάζεται η επικαιρότητα με τον γνωστό, αναχρονιστικό τρόπο, κάνοντας ερωτήσεις που μοιάζουν περισσότερο με τοποθετήσεις και συγκρίνοντας μια κατάσταση με μια άλλη κατάσταση. Γιατί αυτό έγινε την Πέμπτη, μια μάζωξη για να δούμε πώς ο συντηρητισμός επιμένει να εμφανίζεται στις δικαστικές αίθουσες.
«Μην τρελαθούμε κιόλας»
Όχι, δεν θα τρελαθούμε. Οι παρεμβάσεις του εισαγγελέα, οι ερωτήσεις και τα συμπεράσματα κινούνται όλα γύρω από τα στερεότυπα που, ακόμα και στην εκπνοή του 2024, παραμένουν ισχυρά. «Φορούσατε τάνγκα ή κανονικό εσώρουχο;», ρώτησε τη μία καταγγέλλουσα, λες και το εσώρουχο είναι αυτό που θα έπρεπε να μας προβληματίζει. Πίσω από αυτή την ερώτηση κρύβεται – όχι με τόσο μεγάλη επιτυχία είναι η αλήθεια – το «μήπως προκάλεσε με αυτά που φορούσε».
«Είπατε ότι ο κατηγορούμενος σας άνοιξε την πόρτα; Οι βιαστές ανοίγουν την πόρτα; Το ακούσαμε και αυτό…». Ναι, το ακούσαμε κι αυτό, όπως ακούσαμε και τη σύγκριση της υπόθεσης του ηθοποιού με την υπόθεση Pelicot. «Στη Γαλλία έχουμε 51 βιασμούς, εδώ έχουμε μία απόπειρα… Μην τρελαθούμε κιόλας».
Και σαν να μην έφτανε αυτό, ο εισαγγελέας του Μικτού Ορκωτού Εφετείου ζήτησε την αναπαράσταση της σκηνής στο καμαρίνι του θεάτρου Μουσούρη, καλώντας την πρώτη καταγγέλλουσα να καθίσει στο εδώλιο και δίπλα στον κατηγορούμενο, κάτι το οποίο μόνο την αναβίωση μιας άσχημης στιγμής για το θύμα μπορεί να προκαλέσει.
Οπότε όχι, δεν θα τρελαθούμε κιόλας. Η αντιμετώπιση της καταγγέλλουσας ήταν προκλητική και είχε ως αποτέλεσμα την επαναθυματοποίησή της με μέσο τον μισογυνισμό, αφήνοντας πίσω μία αίσθηση ότι το δικαστικό σύστημα αντιστρέφει τους ρόλους και την κατήγορο τη μετατρέπει σε κατηγορούμενη.