Στους ‘Ανθρωποφύλακες’ ο κόσμος χωρίζεται σε Σπανούς και σε Κοροβέσηδες
Με αφορμή τον θάνατο του συγγραφέα, αρθρογράφου και διανοούμενου Περικλή Κοροβέση, ξαναδιαβάσαμε το πιο εμβληματικό του βιβλίο.
- 13 ΑΠΡ 2020
Το βιβλίο του Περικλή Κοροβέση “Ανθρωποφύλακες” το είχα διαβάσει γύρω στα 18 ή 19 μου χρόνια. Σε εκείνη τη φάση που το μυαλό σου μαζεύει εμπειρίες και βιώματα και προσπαθεί κάτι να τα κάνει. Μου είχαν μείνει τα φρικτά βασανιστήρια που είχε ζήσει αυτός ο άνθρωπος. Και έκτοτε ένας απεριόριστος σεβασμός γι’αυτό και μετά για τα γραπτά του, την αρθρογραφία του, τις παρεμβάσεις του. Το βιβλίο αυτό το ξαναδιάβασα ακριβώς τη βραδιά του θανάτου του Περικλή Κοροβέση. Έψαξα όλο το σπίτι. Για κάποιον λόγο δεν το βρήκα πουθενά. Ευτυχώς υπήρχε κάπου ανεβασμένο στο ίντερνετ.
Ουσιαστικά οι ‘Ανθρωποφύλακες’ είναι κάτι σαν ημερολόγιο καταγραφής των βασανιστηρίων που έζησε ο ίδιος στα χέρια της Χούντας. Μαζί και μια καταγγελία με τα ονόματα των βασανιστών. Σίγουρα όμως ξεπερνούσε την απλή ιστορική καταγραφή ή την καταγγελία. Αν με ρωτούσε κάποιος τι είναι αυτό που κράτησα περισσότερο από όλο το βιβλίο είναι αυτή η στιχομυθία του με τον διαβόητο βασανιστή Σπανό.
– “Αν νομίζετε πως θα βγάλετε τίποτα με αυτόν τον τρόπο είστε πολύ γελασμένος. Είναι 20ός αιώνας. Θα σας καταγγείλω”
– “Θα μου κλάσεις τα αρχίδια”.
Σε αυτόν λοιπόν τον μικρό διάλογο που έγινε στο ενδιάμεσο μεταξύ των βασανιστηρίων, υπάρχει και η βάση όλου του βιβλίου. Η διάκριση του ανθρώπου από τον ανθρωποφύλακα. Ο πρώτος σε μια από τις δυσκολότερες στιγμές της ζωής του μίλησε για τον 20ό αιώνα. Και μιλώντας για τον 20ό αιώνα έθετε τον ανθρώπινο πολιτισμό προς υπεράσπισή του και ταυτόχρονα ο ίδιος υπερασπιζόταν τον ανθρώπινο πολιτισμό. Όλες τις κατακτήσεις του, όλη την πρόοδό του, όσα είχε καταφέρει αυτό το είδος ζωής μέχρι εκείνη ακριβώς τη μέρα που ο ίδιος στεκόταν μπροστά στον Σπανό. Τι σημασία είχαν αυτά για έναν ανθρωποφύλακα όπως είναι ο Σπανός; Τα βασανιστήρια συνεχίστηκαν κανονικά.
Σε όλο το βιβλίο, ο Κοροβέσης δεν έπαιρνε ποτέ τον ρόλο του ήρωα και αυτό ήταν ίσως το ακόμα πιο συγκλονιστικό. Όλη η περιγραφή των βασανιστηρίων αφορούσε έναν άνθρωπο καθημερινό. Έναν άνθρωπο που κάποτε φοβόταν τον οδοντίατρο, που εκείνο το βράδυ πριν όλα αρχίσουν προσπαθούσε να κρύψει ότι έτρεμε, που ανάμεσα στα βασανιστήρια πέρναγε από διάφορες συναισθηματικές καταστάσεις. Δεν αρνήθηκε ποτέ ότι πόνεσε. Δεν αρνήθηκε ποτέ ότι φοβήθηκε. Ούτε ότι μίσησε τους βασανιστές του
Και με κάποιον τρόπο όλες αυτές οι τελείως ανθρώπινες περιγραφές των συναισθημάτων του δεν του έπαιρναν ηρωισμό. Αντιθέτως, τον γιγάντωναν. Όσο ο ένας βασανιστής διαδεχόταν τον άλλο. Όλοι με τα ανθρώπινα επώνυμά τους. Ο καθένας με τη δική του ιστορία. Με τις οικογένειες τους. Με τις ζωές τους. Με τις γκρίνιες για τον χαμηλό μισθό. Κανονικοί άνθρωποι κατά τα άλλα. Αυτοί οι βασανιστές. Εκείνος ο βασανιζόμενος.
Κι όμως. Μέσα στον φόβο και τον πόνο του ο Κοροβέσης γιγαντωνόταν. Ξέφευγε από το αποπνικτικό δωμάτιο, ξέφευγε από το κτίριο στο οποίο τον φανταζόμασταν. Και εκείνοι, οι ανθρωποφύλακες όπως τους ονομάζει, παρότι πάσχιζαν για το αντίθετο γίνονταν όλο και πιο πολύ ανθρωπάκια, ώστε στο τέλος να απορείς ποιος ήταν τελικά ο ελεύθερος και ποιος ο κρατούμενος. Ώστε να απορείς αν πρέπει να τους μισήσεις ή αν πρέπει να τους λυπηθείς. Γιατί σε αυτόν τον κόσμο υπάρχουν οι βασανιστές και οι βασανιζόμενοι. Και για κάποιον λόγο στο τέλος κερδίζουν πάντα οι τελευταίοι.
Αυτό είναι που κράτησα από τους ‘Ανθρωποφύλακες’. Αυτό είναι και που κράτησα από τον Περικλή Κοροβέση.