Τα όχι αθώα, ρατσιστικά παιδικά μας χρόνια
- 20 ΜΑΡ 2015
Καλώς ή κακώς, έχω περάσει εκατοντάδες ώρες τα τελευταία τρία-τέσσερα χρόνια απέναντι σε έναν ψυχολόγο. Μπορεί να μην έχω το υπόβαθρο να αναλύσω τον Φρόιντ, αλλά δυο βασικά πράγματα τα έχω καταλάβει. Ένα από αυτά είναι το πόσο απόλυτα κρίσιμος είναι ο ρόλος της οικογένειας στη διαμόρφωση του χαρακτήρα του παιδιού. Απόλυτα. Κρίσιμος.
Αυτό που δεν χρειάζεται να σου μάθει ένας ψυχολόγος είναι ότι σε κάθε οικογένεια ή έστω σε κάθε σόι, υπάρχει, για να το πω κομψά, κάποιος λιγότερο ευαίσθητος με την ισότητα και τα ίσα δικαιώματα των ανθρώπων. Κάποιος που τους διαχωρίζει σε ανώτερους ή κατώτερους ανάλογα το χρώμα ή τη θρησκεία, κάποιος που προτιμά αυτούς που φαίνονται πιο ψηλοί και ρωμαλέοι από τους κοντούς ή τους καχεκτικούς, κάποιος που θεωρεί εαυτόν ανώτερο ον από κάποιον άλλον. Ένας ρατσιστής.
Είτε αυστηρά στο σπίτι, είτε σε κάποιο μεγάλο οικογενειακό τραπέζι, είτε στο σχολείο. Δυστυχώς, αν οι προσλαμβάνουσες που πήραμε οδηγούσαν σώνει και ντε σε μια πόρτα, αυτή θα ήταν του ρατσισμού και όχι η απέναντι.
Μεγάλωσα σε ένα σπίτι με αγάπη που περίσσευε, για τους πάντες. αδιακρίτως χρώματος, φυλής, ηλικίας, παρελθόντος, μέλλοντος. Φαντάζομαι ότι οι εικόνες που έφερε από τον Καναδά ο εκεί μετανάστης στα 70s πατέρας μου έβαλαν το χεράκι τους. Το ίδιο και η όλντσκουλ και αγνή χριστιανική αγάπη της μητέρας μου προς τους αδυνάτους.
Μη στα πολυλογώ, μεγαλώσαμε σε ένα σπίτι που, λόγω θέσης (ακριβώς απέναντι από κάποια ‘σημαντικά’ φανάρια της λεωφόρου Βουλιαγμένης) και λόγω ενοίκων (των γονιών μου), το να τρώει το εκάστοτε παιδί των φαναριών από το Πακιστάν ή το Μπανγκλαντές ένα πιάτο φαγητό ή να γεμίζει το μπουκάλι με το νερό ή να ξεκουράζεται ήταν καθημερινό φαινόμενο. Σε άλλες δραστηριότητες της οικογένειας, έχουμε υπάρξει ανάδοχοι παιδιού με την ActionAid, έχουμε φιλοξενήσει για δέκα μήνες τον Μάρκο από τη Σερβία που έχασε τον πατέρα του στον πόλεμο και έχουμε κουμπαριάσει με μια τετραμελή οικογένεια Αλβανών που τα πρώτα χρόνια της στην Ελλάδα στοιβαζόταν σε ένα δώμα 20 τ.μ.
Ανοίγοντας λίγο το κάδρο της οικογένειας ώστε να χωρέσουν και οι δύο γιαγιάδες, τα επίπεδα της ‘αντι-ρατσιστικής’ δράσης έπεφταν δραματικά. Η μία γιαγιά ούρλιαζε σε εμένα και τον αδερφό μου να μην κάνουμε παρέα με τα αλβανάκια της διπλανής πόρτας (το ‘αλβανάκια’ είναι δικό μου, η γιαγιά τους έλεγε ‘Τουρκαλβανούς’) και η άλλη γιαγιά είχε πάντα μια ιστορία από τη λαϊκή αγορά της Τρίτης, όπου απέκρουσε “έναν γύφτο ή έναν αράπη” που πήγε να την κλέψει στο ζύγι.
Μάλιστα, στα μεγάλα κυριακάτικα τραπεζώματα στο σπίτι της δεύτερης γιαγιάς – το οποίο έχω αναφέρει και στο παρελθόν με διαφορετική αφορμή-, οι έμμεσες και άμεσες ρατσιστικές πινελιές ήταν τόσο εκεί, που όχι απλά γίνονταν συνήθεια, αλλά έχαναν και την κακή τους προαίρεση. Το γενικό πρόβλημα είναι ότι οι πινελιές αυτές δεν γεννιόνταν ή πέθαιναν στο σπίτι της γιαγιάς. Το γενικό πρόβλημα είναι ότι όλοι λίγο-πολύ μεγαλώσαμε με αυτές τις πινελιές.
(Προφανώς περιμένω το σχόλιο του φανταστικού Φανταστικού Αναγνώστη που μεγάλωσε σε ένα επίσης φανταστικό περιβάλλον με adblock στο ρατσισμό).
Πάρε για παράδειγμα την ελληνική ποπ κουλτούρα 50-60 χρόνια πριν. Σιχαίνομαι τον παλιό, ελληνικό, ‘αχ πού ‘ναι τα χρόνια, ωραία χρόνια’ κινηματογράφο, πλην δύο-τριών εξαιρέσεων. Ίσως τον σιχάθηκα στο σπίτι της γιαγιάς, αλλά όχι τόσο εξαιτίας των νοημάτων του -παιδάκι ήμουν- όσο εξαιτίας της ομήγυρης.
Ο παλιός, ελληνικός, ‘αχ πού ‘ναι τα χρόνια, ωραία χρόνια’ κινηματογράφος είχε πολλές στιγμές σαν τις παρακάτω:
– Τον τρομακτικό Γιώργο Ζαμπέτα να τραγουδάει για τον “σκύλο τον αράπη, τον ταμ ταμ ταμ” στην ταινία ‘Ο Ουρανοκατέβατος’ με ένα τσούρμο ηθοποιών να χτυπιούνται στα τραπέζια και να φωνάζουν εν χορώ ‘ταμ ταμ ταμ’.
– Τον Λάμπρο Κωνσταντάρα να επιστρέφει στην Ελλάδα από την Αφρική και να φέρνει μαζί τον έγχρωμο υπηρέτη του, Χουσεϊν, δηλαδή τον Γιώργο Μούτσιο με φούμο. Απορώ που η ταινία λεγόταν ‘Ο Άνθρωπος που Γύρισε από τη Ζέστη’ και όχι ‘Ο Άνθρωπος που Γύρισε απ’ τους Κανίβαλους’.
– Τον Σταύρο Παράβα ως ομοφυλόφιλο Φίφη στον ‘Φίφη τον Αχτύπητο’, που αντιμετωπίζεται σχεδόν σαν καρικατούρα στο κρατούν κοινωνικό πλαίσιο.
– Τον Κώστα Βουτσά βαμμένο μαύρο να κάνει τον υπηρέτη ενός εφοπλιστή στο φιλμ με τον καθημερινό τίτλο ‘Τον Αράπη κι αν τον Πλένεις, το Σαπούνι σου Χαλάς!’.
– Την υπέροχη Γεωργία Βασιλειάδου που σχεδόν σε όλες της τις ταινίες φρόντισε να μας διδάξει τη μηδενική ανοχή των πολλών απέναντι στους άσχημους και ότι ο ρατσισμός δεν εξαντλείται στις φυλετικές διακρίσεις. Η διάκριση λόγω της εμφάνισης υπάρχει και κακώς ταυτίζεται με το μπούλινγκ. Το μπούλινγκ θα έλεγα ότι μοιάζει περισσότερο με πρωτότοκο γιο του ρατσισμού της εμφάνισης.
Η Γεωργία Βασιλειάδου δίνει υπέροχα την πάσα για τη μετάβαση στο έτερο άντρο του ρατσιστικών παιδικών μας χρόνων, το σχολείο. Το άντρο κυρίως του ρατσισμού της εμφάνισης. Φυλετικές διακρίσεις υπήρχαν και εκεί, αλλά ήταν περιορισμένες, επειδή οι αφορμές, τουλάχιστον στις αρχές των 90s, ήταν πολύ λίγες. Για κάποιο λόγο πάντως, οι δάσκαλοι και οι καθηγητές μας απέφευγαν τη λέξη που ξεκινάει από ‘Αλ’ και μας σύστηναν τους νέους μας συμμαθητές, που έμπαιναν φοβισμένοι σαν ποντίκια στην τάξη, ως Βορειοηπειρώτες.
Μιας και ανέλυσα στα γρήγορα την οικογένειά μου, δεν θα μπορούσα να αφήσω απέξω τον μεγάλο αδερφό, ο οποίος έκανε το λάθος να γεννηθεί και να μεγαλώσει ως κοντός. Ίσως φταίει το κάπνισμα που άρχισε στα 12 και φρέναρε την ανάπτυξή του(;), αλλά αυτή η κουβέντα είναι τόσο μεγάλη και σχετική που στο τέλος, θα καταλήξουμε ότι ίσως φταίει το ύψος του για το γεγονός ότι άρχισε το τσιγάρο. Ο αδερφός μου είχε πολλούς φίλους, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι περνούσε καλά στο σχολείο.
Ένας άλλος εξαίρετος τρόπος να διακριθούν οι άρτιοι από τους λιγότερους άρτιους όταν ήμασταν μικροί ήταν οι παρελάσεις. Μην τρελαίνεσαι με τα μανιφέστα κατά των παρελάσεων. Πρώτον, είμαι και εγώ κατά, αλλά δεύτερον, μιλάμε για τον 10χρονο εαυτό μας. Τότε που ήταν κάμποσο πιθανό να σε πειράξει το να παρελάσεις στην τελευταία σειρά του σχολείου. Επειδή είσαι κοντός και επειδή είσαι κακός μαθητής. Υπέροχα.
Αλήθεια πώς βοηθάει το σχολείο, με τις ορατές και τις αόρατες δομές του, στο να μεγαλώσει ένας άνθρωπος έξω από συστήματα διακρίσεων; Ποιος φροντίζει ώστε η διάκριση να μην καταλήξει αντανακλαστικό ενός μικρού παιδιού; Το γεγονός ότι αναγνωρίζουμε τον κυνισμό του ανήλικου δεν είναι απόρροια κάποιου φυσικού νόμου. Αναρωτήθηκε κανείς πώς αναπτύχθηκε αυτός ο κυνισμός; Σίγουρα όχι από μόνος του.
Κανένας δεν γεννιέται ρατσιστής και κανένας δεν γίνεται τέτοιος με το ζόρι. Το πόσα και τι είδους ψήγματα κουβαλάει ο καθένας μας το ξέρει μόνο ο ίδιος. Το ζητούμενο είναι ο ρατσισμός να αποτελεί άγνωστη λέξη για μια μελλοντική γενιά, γιατί δεν θα έχει μεγαλώσει με αυτόν ως ντεκόρ των παιδικών του χρόνων.
ΥΓ. Η τεράστια επιτυχία του συγκινητικού βίντεο της ActionAid δεν είναι ότι θα αλλάξει αυτούς που πήραν το μέρος του ‘ρατσιστή’ πολίτη, αλλά ότι θα κάνει περισσότερους από αυτούς που δεν μίλησαν, να μιλήσουν την επόμενη φορά.
Διαβάστε ακόμη στο μεγάλο αφιέρωμα κατά του ρατσισμού
Ποδόσφαιρο και σεξισμός: Μία άλλη μορφή διάκρισης
Ο ρατσισμός στοιχειώνει για πάντα: Ξαναβλέποντας το “American History X”
Σβήνοντας το πρόσωπο του μίσους
Ο Ουαλίντ Τάλεμπ είναι υποχρεωμένος να ζει στην ίδια γειτονιά με τους βασανιστές του