OPINIONS

Τα παιδιά της κονσόλας δεν τα μάλωσε ποτέ κανείς

Με αφορμή την Παγκόσμια Ημέρα των δικαιωμάτων των παιδιών μία δημοσιογράφος του ONEMAN ζητά απεγνωσμένα ένα game over στη σχέση των ανηλίκων με τα βιντεοπαιχνίδια. Και τη συγκεκαλυμμένη βία τους.

Σε ένα φανταστικό κόσμο όπως αυτός των βιντεοπαιχνιδιών, ένας άνθρωπος που αποφασίζει να τα βάλει μαζί τους είναι χαμένος στην αρχή και κερδισμένος στο τέλος. Με την τύχη και τις πιθανότητες προσδεδεμένες στην τσέπη μου λοιπόν, θα ήθελα να σου διηγηθώ την ιστορία που ακολουθεί.

Ένας πιτσιρικάς που δεν έχει προφτάσει να σβήσει το 18ο κεράκι του και να διοργανώσει γι αυτό ένα πάρτι γενεθλίων γεμάτο φωνές, φλερτ και ατέλειωτο χορό, μία μέρα με ήλιο και ανοιχτά παράθυρα παίρνει στο σχολείο ένα όπλο και αρχίζει να θερίζει τους συμμαθητές του. Ανεβαίνει τις σκάλες και με ένα καλάζνικοφ στα χέρια ρίχνει πυρ προς πάσα κατεύθυνση. Με ηρεμία που σχεδόν βάζεις στοίχημα ότι δεν μπορεί αυτό που κυλάει στο πάτωμα και λεκιάζει την μπλούζα του να είναι αίμα, βλέπει τα πτώματα των συμμαθητών του να πέφτουν άψυχα το ένα μετά το άλλο, από τα δικά του δάχτυλα. Και συνεχίζει μέχρι το προαύλιο.

 

Αυτόν τον τύπο, τον είδα πρώτη φορά να κάνει το ‘καθήκον’ του πριν από περίπου μία δεκαετία σε έναν κινηματογράφο κοντά στην Ηλιούπολη. Πρέπει να ήταν η Ατλαντίδα αλλά δεν παίρνω και όρκο. Την Δευτέρα που ακολούθησε εκείνης της προβολής θυμάμαι ότι δεν ήθελα να πάω σχολείο.

 

Μέχρι τώρα που γράφω αυτό το κείμενο δεν είμαι σίγουρη για ποιο λόγο συσχέτισα τον Ελέφαντα του Gus van Sant (δηλαδή την ταινία που περιγράφω παραπάνω) με τα video games και συγκεκριμένα με τον εθισμό σε αυτά. Μιας και δεν υπάρχει κάποια σκηνή που να υπονοεί κάτι τέτοιο, το μόνο που μπορώ να χρησιμοποιήσω ως επιχείρημα πάνω σε αυτήν την σύνδεση δεν είναι άλλο από την καλή σχέση του πρωταγωνιστή πιτσιρικά με το όπλο. Από την σιγουριά στον τρόπο που το άγγιζε ή από την δεξιοτεχνία με την οποία στόχευε στα σώματα των συμμαθητών του.

Α, ναι. Ξέχασα το σημαντικότερο: Την απολύτως ψύχραιμη στάση του απέναντι στο σκοτωμό.

Επανέρχομαι στο σήμερα για να σου πω ότι όση ώρα σου γράφω, στο διπλανό δωμάτιο ο αδερφός μου, ένας δωδεκάχρονος έφηβος παίζει με δύο φίλους του συνομήλικους ένα παιχνίδι με ζόμπι και όπλα. Ναι, πρέπει να είναι το Call of Duty αλλά και να μην είναι ποσώς με ενδιαφέρει πώς λέγεται. Παίζουν τουλάχιστον εδώ και μία ώρα αν όχι παραπάνω. Τους ακούω να φωνάζουν ο ένας στον άλλο “κρύψου καλά“, “σκότωσέ τον, σκότωσέ τον“. Σαν να είναι σε πόλεμο. Τώρα που το ξανασκέφτομαι, μάλλον βρίσκονται σε πόλεμο.

Σχεδόν κάθε μέρα, βρίσκονται σε κατάσταση πολέμου. Τελειώνουν τα μαθήματά τους γρηγορότερα για να μπορέσουν να παίξουν περισσότερο. Τους έχει γίνει έμμονη ιδέα σε τέτοιο βαθμό που όταν δεν βλέπουν ο ένας τον άλλον online, αρχίζουν τα συντονιστικά τηλέφωνα. “Άντε θα μπεις;

Ας πατήσω start: Γιατί αυτό το παιχνίδι που έχει όπλα, σκοτωμούς και απύθμενη βία βρίσκεται στα χέρια παιδιών;

Η οικογένεια, ναι. Στην αρχή κατηγόρησα και εγώ εμάς. Μας θεώρησα ανίκανους να απαγορεύσουμε σε ένα πιτσιρίκι ένα απαγορευμένο από την ετικέτα του παιχνίδι. Γιατί ναι, όπως στα τσιγάρα υπάρχει σήμανση ότι βλάπτουν την υγεία έτσι και στα βιντεοπαιχνίδια υπάρχει αναγραμμένο το όριο ηλικίας. Ρίξε μία ματιά γύρω σου να δεις πόσο καπνίζουν και έχεις την απάντησή σου στο πόσοι ανήλικοι παίζουν με παιχνίδια που δεν επιτρέπονται στην ηλικία τους.

Pause-Pause-Pause: Αν κάνεις μία γύρα στο Youtube θα δεις παιδιά να ανεβάζουν φτιαγμένα, μονταρισμένα βίντεο με τον τρόπο που σκοτώνουν στο παιχνίδι τους. Τις τεχνικές που χρησιμοποιούν, την ταχύτητά τους. Μου τα έδειξε μία φορά ο αδερφός μου με περηφάνια προσπαθώντας να μου αποδείξει πόσο καλός είναι σε αυτό.

Και τώρα επιστρέφω στο κομμάτι της οικογένειας. Ναι, φταίει. Ναι, φταίμε, εν προκειμένω. Ωστόσο, έχεις ιδέα πόσοι είμαστε αυτήν την ώρα που μιλάμε οι ‘εμείς’; Σε ρωτάω δίχως ίχνος ειρωνείας γιατί ειλικρινά, αν δεν ασχοληθείς με το θέμα αν για παράδειγμα δεν έχεις παιδί ή δεν έχεις επαφή με κάποιο παιδί τότε ίσως πιστέψεις ότι πρόκειται για ορισμένα μεμονωμένα περιστατικά.

Δυστυχώς, δεν είναι.

Όλων αυτών των παιδιών οι οικογένειες (θέλω να πιστεύω) τους λένε κάθε λίγο “μην παίζεις άλλο“. Αλλά σταματούν εκεί.

 

Game Over: Δεν γνωρίζω τι συμβαίνει στις υπόλοιπες οικογένειες ούτε μπορώ φυσικά να μιλήσω εξ’ονόματός τους. Μπορώ ωστόσο να σου δώσω μία εικόνα από ένα κομμάτι των οικογενειών αυτών. Και να σου μιλήσω για αυτήν την εφησυχασμένη ανησυχία που τους δίνει η ασχολία του παιδιού τους με ένα βιντεοπαιχνίδι.

Αναφέρομαι στα ‘εξωτερικά γυρίσματα’. Στη λογική ότι οι αλάνες χάθηκαν αλλά τα αλάνια όχι.

 

Ωστόσο, να ρωτήσω και κάτι άλλο; Αν οι μάγκες εκεί έξω που πληγώνουν ανηλίκους ή τους εκμεταλλεύονται ή δεν ξέρω και γω ούτε θέλω να φανταστώ τι άλλο, πληθαίνουν τότε η ‘λύση’ των βιντεοπαιχνιδιών μήπως δεν είναι τελικά και τόσο έξυπνη; Και κάτι ακόμα: Αυτή η λεγόμενη έξαρση του bullying πού ακριβώς οφείλεται αν όχι στην γαλούχηση πάνω στη βία;

Όταν αυτά τα παιδιά βλέπουν, παίζουν και μεγαλώνουν με την εξουσία της βίας στα χέρια τους τότε πώς στο καλό περιμένουμε να μην την ασκήσουν σε κάποιον πιο αδύναμο ή μικρότερό τους; Αφού στον ελεύθερό τους χρόνο, εκπαιδεύονται ακριβώς πάνω σε αυτό. Γιατί, αυτό κάνουν. Εκπαιδεύονται. Όσο και αν δεν θέλουμε να το δούμε, όσο και αν τρομάζουμε, ο φόβος μας να τους δείξουμε την ωμή βία που υπάρχει εκεί έξω μας έχει φέρει προ τετελεσμένου: Να μας τη διδάξουν αυτά.

Stop: Δεν θέλω να συσχετίσω την φιλοσοφία των τζιχαντιστών με αυτό που περιγράφω παραπάνω. Ωστόσο αφήνω ως τροφή για σκέψη τόσο δική σου όσο και δική μου, το γεγονός ότι όσο μικρότεροι σε ηλικία είναι οι εκπαιδευόμενοι, τόσο πιο εύκολα και πιο γρήγορα φορτώνονται στο κορμάκι τους εκρηκτικά. Και όχι, δεν το γράφω για τα βιντεοπαιχνίδια. Δεν πιστεύω ότι αυτοί οι άνθρωποι έχουν την πολυτέλεια να δουν κάτι πέρα από το  Θεό τους. Το γράφω για να σκεφτούμε λίγο πόσο πιο εύκολα, ένα παιδί μπορεί να παρασυρθεί από έναν πόλεμο και να τον δει ως παιχνίδι.

Υ.Γ.: Σε περίπτωση που παρεξηγήσεις τον τίτλο μου, δεν εννοώ σε καμία περίπτωση να μαλώσεις το παιδί σου όταν το δεις να παίζει. Το βία στη βία δεν βοήθησε ποτέ. Απλώς μην αδιαφορήσεις και το κυριότερο, μην το αφήσεις στην τύχη του γιατί “εντάξει μωρέ, ένα παιχνίδι παίζει“.