Tελικά σε ποιον ανήκουν οι πλατείες;
- 13 ΜΑΙ 2020
Ανεβαίνοντας προς έναν δρόμο που ενώνει την εθνική οδό με την Πάρνηθα, αρκετά χιλιόμετρα μακριά από το κέντρο της πόλης στέκει (ή τουλάχιστον έστεκε μέχρι τα Χριστούγεννα που πέρασα για τελευταία φορά) σε αρκετά κεντρικό σημείο μια προεκλογική αφίσα του ΛΑΟΣ. Μάλλον παρατημένη από τις εκλογές του 2009. Ίσως και του 2007. Ο χώρος γύρω από την αφίσα αποτελείται οδικές αρτηρίες και δάσος. Η περιοχή δεν είναι κατοικημένη. Πρόκειται δηλαδή για ένα μέρος που περνάνε πολλοί αλλά στέκονται ελάχιστοι. Η μόνη φθορά αυτής της αφίσας έρχεται από τον χρόνο. Το ερώτημα είναι το απλό: Θα συνέχιζε να υπάρχει μια τέτοια αφίσα -ξεχασμένη για 10 χρόνια- στον πυκνό αστικό ιστό των Πετραλώνων ή των Εξαρχείων ή του Ψυρρή; Όχι. Θα είχε καλυφθεί δεκάδες-εκατοντάδες-χιλιάδες φορές. Γιατί οι δημόσιοι χώροι της πόλης, σε αντίθεση με αυτούς στην περιφέρεια της, είναι χώροι ανταγωνιστικοί. Ακόμα και σε αυτό το επίπεδο. Όταν βάζεις μια προεκλογική αφίσα σε έναν στύλο της ΔΕΗ θες απλώς ο χώρος να αρχίσει να μιλάει υπέρ σου.
Η πλατεία ως τόπος ανταγωνισμού
Μέρος όλης αυτής της ανταγωνιστικής συνθήκης είναι και η πλατεία. Όχι μόνο της Αγίας Παρασκευής και της Κυψέλης, που μας απασχόλησαν αυτόν τον καιρό. Όλες οι πλατείες. Σε όλα τα μεγάλα αστικά κέντρα της χώρας. Ας μην κρυβόμαστε πίσω από το δάχτυλό μας. Οι πλατείες αυτές είχαν αρχίσει να γεμίζουν πολύ πριν την άρση του lockdown, όταν τα πράγματα έδειχναν ότι τουλάχιστον σε πρώτη φάση, ε, δεν τα πήγαμε και άσχημα με την πανδημία. Και αυτό είναι σίγουρα που πιστώνεται σε ολόκληρη την κοινωνία. Μια κοινωνία που με ελάχιστες εξαιρέσεις έδειξε την απαιτούμενη αλληλεγγύη.
Ιδίως μετά την άρση του lockdown και με κλειστές τις καφετέριες, οι πλατείες είναι τα πρώτα σημεία της πόλης που γέμισαν με ανθρώπους. Πρώτα οι οικογενειάρχες που έβγαιναν βόλτα με τα παιδιά τους, όσοι αθλούνταν, όσοι απλά έψαχναν ένα τέρμα στην πεζοπορία τους. Μετά τη δύση του ηλίου, οι πλατείες γέμισαν με νεαρότερο πληθυσμό. Με περιπτερόμπιρες, με τσιγάρα, με hip-hop. Το πρωί πάλι από την αρχή. Οι πλατείες έγιναν τα πρώτα σύμβολα μια κάποιας νέας κανονικότητας. Γιατί κανονικότητα χωρίς δημόσιο χώρο δεν υφίσταται. Δεν είναι, επομένως, καθόλου τυχαίο ότι αυτό που συνέβη στην Αγία Παρασκευή.
Οι πλατείες δεν είναι στατικοί χώροι. Είναι περισσότερο τόποι. Τόποι που παράγουν νοήματα. Παράγουν και συγκρούσεις. Γίνονται κέντρο της δημόσιας ζωής. Ο κεντρικός ρόλος μιας πλατείας πολλές φορές σημειώνεται με κάτι που τις καθιστά κεντρικές. Eίτε είναι το Κοινοβούλιο για την πλατεία Συντάγματος είτε ένα άγαλμα του Ελευθερίου Βενιζέλου είτε απλά μια εκκλησία στα Διρρεύματα Κονιστρών Ευβοίας είτε απλά ένας μεγάλος πλάτανος. Με αυτόν τον τρόπο αποκτούν μια συμβολική σημασία. Ανάγονται σε σύμβολα. Τα κτίρια γύρω της κοιτούν συνήθως προς αυτήν, όπως και οι κάτοικοι όταν περνούν το κατώφλι της ιδιωτικότητάς του σπιτιού τους και κατευθύνονται προς τον δημόσιο χώρο της πόλης ή της συνοικίας τους.
Σε όσες πόλεις έχω επισκεφτεί υπάρχει ένα κοινό χαρακτηριστικό στοιχείο. Οι πλατείες έχουν πάντα καφετέριες, μαγαζιά, εστιατόρια γύρω-γύρω. Κι όμως τα μαγαζιά που απευθύνονται και στην πιο “εναλλακτική νεολαία” δεν είναι ποτέ εκεί. Οι καφετέριες στις πλατείες των μεγάλων πόλεων είναι σαν να είναι φτιαγμένες για να αδειάζουν από μια ώρα και μετά. Αντιθέτως για τις μαζώξεις της νεανικής κουλτούρας επιλέγονται μαγαζιά σε δρόμους (συχνά πολύ στενούς), σε στοές, σε υπόγες. Η εναλλακτική νεολαία δεν πηγαίνει στις καφετέριες της πλατείας ακριβώς δηλώνοντας μια αντίθεσή της προς την καθολικότητα που σημειολογικά δηλώνει η πλατεία.
Ταυτόχρονα όμως την επιλέγει όταν αυτή είναι δημόσιος χώρος. Όταν δεν έχει χρήματα ή όταν δεν μπορεί να πάει πουθενά αλλού. Όπως συμβαίνει και αυτές τις μέρες. Καθημερινά, ακόμα και στον βαρύ χειμώνα, μαθητές του Λυκείου ή φοιτητές ή 30άρηδες κάνουν παρέες στις πλατείες σε τριάδες, σε πεντάδες, σε δεκάδες. Πολύ συχνά μέχρι να τους βρει το πρωί. Η ανατολή που σηματοδοτεί την αλλαγή φρουράς. Τα vans θα αντικατασταθούν από τα boxer και τα t-shirt από τα πουκάμισα. Πλέον η πλατεία θα ανήκει στις μεγαλύτερες, στις πιο “παραγωγικές” ηλικίες. Τις ηλικίες που συνήθως έχουν και χρήματα να ξοδέψουν. Όταν πέσει ο ήλιος, το ξανασυζητάμε. Ανήκουν σε όλους και ταυτόχρονα δεν ανήκουν και σε κανέναν.
Αυτή η τελευταία συνθήκη είναι και που καθιστά την πλατεία πεδίο σύγκρουσης. Όλα τα παραπάνω εκλαμβάνονται από τους ηγεμονικούς λόγους ως ενδείξεις “αλητείας”. Το πρωί ο δήμαρχος ως εκπρόσωπος της μιας ηγεμονικής τάσης μπορεί να κόβει στο φως του ήλιου την κορδέλα κατά την αποκάλυψη του αγάλματος του Ελευθερίου Βενιζέλου. Το βράδυ, το ίδιο άγαλμα, στο κέντρο της πλατείας, μπορεί να διανθιστεί με ένα μικρό αλφάδι ή ένα “βάστα γέρο” ή ακόμα και ένα “ΑΝΝΟΥΛΑ ΣΕ ΑΓΑΠΩ, ΠΕΤΡΟΣ”. Έχουν πρόβλημα με τον γλύπτη ή με τον Βενιζέλο; Όχι. Πολύ πιθανόν να μην αναγνωρίζουν καν ποιος είναι. Πρέπει να δείξουν όμως ότι η πλατεία ανήκει και σε εκείνους. Μαζί να δηλώσουν ότι και ο δημόσιος χώρος ανήκει και σε εκείνους. Η πλατεία αυτή μπορεί να αφιερωθεί και στον Ελευθέριο Βενιζέλο. Αλλά είναι δημόσιος τόπος και ως τέτοιος υπηρετεί και πρέπει να υπηρετεί διάφορους ρόλους. Και κάπως έτσι ένα μεγαλόπρεπο άγαλμα με ένα ανορθόγραφο σύνθημα από κάτω συμβολίζει το τι σημαίνει ζωή στην πόλη.
Οι πλατείες μετά την καραντίνα
Οι πλατείες, λοιπόν, έγιναν ο πρώτος χώρος, το πρώτο σημείο της πόλης που οι εξουθενωμένοι ψυχολογικά κάτοικοι των πόλεων διεκδίκησαν και πάλι την πόλη τους, τον δημόσιο χώρο τους. Οι πρώτοι το πρωί. Οι δεύτεροι τα ξημερώματα. Όλοι όμως κατευθυνόμενοι προς τον συμβολικό τόπο που αμέσως επανανοηματοδοτήθηκε. Ακριβώς γιατί αυτός είναι ο ρόλος του. Να νοηματοδοτείται και να επανανοηματοδοτείται συνεχώς. Να λειτουργεί ως τόπος σύνθεσης και ως τόπος σύγκρουσης. Γιατί, ευτυχώς, οι άνθρωποι που ζουν γύρω από την πλατεία δεν είναι ένα ομοιογενές σύνολο.
Από έναν φίλο μου άκουσα μια ιστορία για έναν αστυνομικό που έκανε μια ευγενική παρατήρηση σε μια παρέα 18άρηδων, που καθόντουσαν στην πλατεία. Όχι τόσο γιατί δεν τηρούσαν τις αποστάσεις. Κυρίως γιατί κρατούσαν μπίρες. Αν φορούσαν σορτσάκι ή αν διάβαζαν Διονύσιο Σολωμό, σίγουρα η παρατήρηση του εκπροσώπου του κράτους θα ήταν διαφορετική. Γιατί η εξουσία προφανώς και προσπαθεί να ελέγξει τον δημόσιο χώρο. Και πολύ συχνά οι πλατείες μπαίνουν και αυτές σε ένα πλαίσιο να γίνουν μονοθεματικές. Χώροι άθλησης για παράδειγμα. Η μπίρα έγινε το σύμβολο της μη ορθής για το κράτος χρήσης της πλατείας.
Η πανδημία έφερε, τελικά, μια πραγματικά σύνθετη κατάσταση ως προς τον δημόσιο χαρακτήρα των πλατειών. Πολλά από αυτά που ξέραμε έμειναν ίδια. Άλλα άλλαξαν παντελώς.Το να χρησιμοποιούνται οι πλατείες χωρίς να τηρούνται τα απαραίτητα μέτρα προφύλαξης είναι πράξεις που αποκλείουν. Από χώρος υποδοχής οι πλατείες γίνονται χώρος αποκλεισμού. Οι νέοι και οι δυνατοί και οι υγιείς (αυτοί που λογικά αν κολλήσουν κορονοϊό θα τον περάσουν με δέκατα) αποκλείουν την πρόσβαση στους υπόλοιπους. Γι’αυτό και είναι απολύτως απαραίτητο οι δημόσιοι χώροι να παραμείνουν χώροι όπου μπορείς -δωρεάν φυσικά- να συναναστραφείς με τα υπόλοιπα μέλη της κοινότητας. Με τη μεγαλύτερη δυνατή ασφάλεια και με την τήρηση των κανόνων τουλάχιστον ως προς τις αποστάσεις. Η τήρησή τους θα σημάνει και αποφυγή της κρατικής καταστολής και της απαράδεκτης βίας που είδαμε; Φυσικά και όχι.
Σε ένα πεδίο επαναδιεκδίκησης του δημόσιου χώρου, σε αυτή τη νέα κανονικότητα θα βρεθούν πραγματικές ή μη αφορμές, προκειμένου να καταληφθεί όσο το δυνατόν περισσότερο ο δημόσιος χώρος. Η πλατεία θα είναι εκεί και πάλι ως χώρος συνάθροισης και σύγκρουσης. Η τήρηση των μέτρων που προτείνουν οι γιατροί είναι, όσο και αν φαίνεται περίεργο, ένα κομμάτι του αγώνα υπέρ του δημόσιου χαρακτήρα τους.