OPINIONS

Θέλετε να πούμε μερικές αλήθειες για τη δουλειά μας;

Μερικές σκέψεις περί δημοσιογραφικής δεοντολογίας και άλλων δαιμονίων.

Φαντάζομαι, για ένα κείμενο, θέμα του οποίου είναι η δημοσιογραφική δεοντολογία, κάποιοι από εσάς θα ψάξετε να βρείτε την αφορμή. Δεν αρνούμαι ότι αυτή υπάρχει, αλλά επιτρέψτε μου να θεωρώ ότι είναι το λιγότερο που ενδιαφέρει. Έτσι κι αλλιώς, στον χώρο μας, αφορμές βρίσκονται σε σχεδόν καθημερινή βάση. Για να το θέσω αλλιώς, είναι αρκετοί από εσάς που γνωρίζετε πολύ καλά ποια είναι η αφορμή για να γραφτεί αυτό το κείμενο. Όμως θα ήταν κρίμα για την ίδια την ουσία του πράγματος να αναλωθούμε έστω και λίγο σε αυτήν, ειδικότερα αν συνυπολογίσουμε το γεγονός ότι σήμερα μπορεί να είναι ο οποιοσδήποτε ανταγωνιστής εκείνος που έκανε την πατάτα, αλλά κανείς μας δεν είναι άμοιρος ευθυνών, αφού όλοι ανεξαιρέτως έχουμε υποπέσει σε σφάλματα, άλλοτε μικρά άλλοτε μεγάλα, που όμως πάντα φέρνουν σε δύσκολη θέση την ίδια την επιβίωση της δεοντολογίας. Και όταν φτάνουμε στο σημείο να συζητάμε για το αν η δεοντολογία είναι είδος προς εξαφάνιση, τότε εύκολα αντιλαμβάνεστε ότι τα πράγματα είναι πολύ πιο σοβαρά από την οποιαδήποτε αφορμή.

Δεοντολογία & κώδικες

Αφού το ξεκαθαρίσαμε αυτό, πάμε τώρα στα πραγματικά σημαντικά. Δεν έχουν περάσει ούτε τέσσερις μήνες από τότε που η Ένωση Εκδοτών Διαδικτύου παρουσίασε τον Κώδικα Δεοντολογίας Ψηφιακών Μέσων Ενημέρωσης. Πρόκειται σίγουρα για μια αξιέπαινη προσπάθεια οριοθέτησης ενός πλαισίου, μέσα στο οποίο θα έπρεπε να κινούνται οι δημοσιογράφοι. Η πρώτη ερώτηση που έρχεται αμέσως στο μυαλό μου, είναι πόσοι άραγε από εμάς, έχοντας διαβάσει την ανακοίνωση της παρουσίασης, μπήκαμε στον κόπο να μπούμε μέσα και να μελετήσουμε τα όσα έχουν γραφτεί εκεί. Την απάντηση την γνωρίζουμε όλοι και είναι απογοητευτική. Όμως ας μην μείνουμε εκεί. Γιατί η δεοντολογία δεν είναι κάτι που το μαθαίνεις απαραίτητα και αποκλειστικά διαβάζοντας έναν κώδικα. Ούτε περιμένεις να δημοσιευτεί ο – οποιοσδήποτε – κώδικας για να αποφασίσεις ποια είναι η πορεία που θα ακολουθήσεις στην διαχείριση της επαγγελματικής σου ιδιότητας.

Όλα αυτά είναι – υποτίθεται – βασικά πράγματα που έχουν διαμορφωθεί μέσα σου με διάφορους τρόπους, πριν ξεκινήσεις τη δημοσιογραφία και που συνεχίζουν να καλλιεργούνται στη διάρκεια της επαγγελματικής σου πλέον ενασχόλησης με το αντικείμενο. Η δεοντολογία είναι παιδεία, αισθητική, ένστικτο, δέσμευση και πάνω απ’ όλα συνέπεια και σεβασμός. Απέναντι στην αλήθεια, στον εαυτό σου και στους αναγνώστες. Αυτό είναι ένα πολύ σημαντικό τρίπτυχο, το οποίο εύκολα γράφεται, αλλά δύσκολα εφαρμόζεται. Η δημοσιογραφία έτσι κι αλλιώς είναι κάτι που υποφέρει στη χώρα μας. Τα παραδείγματα δεν έχουν τελειωμό. Ας το περιορίσουμε, αν δεν έχετε αντίρρηση, στην αθλητική δημοσιογραφία και ακόμα περισσότερο, σε αυτή των ψηφιακών μέσων. Συμπληρώνω φέτος, σε λίγους μήνες, μια δεκαετία στον χώρο και τα μάτια μου έχουν δει απίστευτα ‘κατορθώματα’, τα οποία φυσικά δεν διέπονται από την παραμικρή δεοντολογία.

Πλαίσιο & ευθύνες

Αλλά, αν θέλετε να πούμε αλήθειες, τότε τις ευθύνες πρέπει να τις μοιράσουμε συνολικά. Ο ανταγωνισμός, για να ξεκινήσουμε από κάπου, είναι κάτι φυσιολογικό και θεμιτό. Είμαι εγώ, είσαι κι εσύ, κάνουμε το ίδιο πράγμα, προφανώς και οι δυο προσπαθούμε να βρούμε την είδηση πρώτοι, θέλουμε την αποκλειστικότητα για πάρτη μας, κοιτάμε το δικό μας αφιέρωμα να είναι πιο πλήρες, ψάχνουμε τη συνέντευξη που θα κάνει μεγαλύτερη αίσθηση και πάει λέγοντας. Οι παγίδες αρχίζουν όταν ο ανταγωνισμός σταματάει να είναι υγιής και μετατρέπεται σε αθέμιτο ή ακόμα και σε αρρωστημένο. Το πρόβλημα γιγαντώνεται ακόμα περισσότερο, όταν ο αρρωστημένος ανταγωνισμός καταντάει να είναι το ζητούμενο. Όταν φτάσουμε εκεί, τότε έχουμε χάσει το παιχνίδι. Ένα κρίσιμο ερώτημα είναι το εξής: Ποιος αποφασίζει για το είδος του ανταγωνισμού που θα εφαρμοστεί; Ο ιδιοκτήτης; Ο διευθυντής; Οι αρχισυντάκτες; Οι έμπειροι δημοσιογράφοι που πλαισιώνουν ένα σάιτ; Μήπως το εμπορικό τμήμα, αφού τα νούμερα είναι εκείνα που θα φέρουν τις διαφημίσεις;

Ποιος τελικά είναι εκείνος που διαμορφώνει στην πραγματικότητα το σημερινό πλαίσιο, παίρνοντας πάνω του την ευθύνη για το αποτέλεσμα; Και ποιοι είναι εκείνοι που καθορίζουν τους ‘κανόνες’ σύμφωνα με τους οποίους λειτουργεί η δημοσιογραφία; Θα βρείτε απ’ όλα. Από την κορυφή μέχρι τη βάση, είτε επίσημα, είτε ανεπίσημα, όλοι βάζουν το χεράκι τους, έτσι ώστε να καταστρατηγείται η δεοντολογία όποτε μας συμφέρει και να αφήνεται να ‘λάμψει’ όποτε δεν μας αφορά η παράβαση. Επειδή όμως όλοι έχουμε λερωμένη τη φωλιά μας, λίγη αυτοκριτική και ακόμα περισσότερη ειλικρίνεια δεν θα έβλαπτε κανέναν. Δεν γίνεται να ξεσπαθώνεις εναντίον του απέναντι τη Δευτέρα και να κρύβεσαι πίσω από το δάχτυλό σου σφυρίζοντας αδιάφορα την Τρίτη. Γιατί σε (μας) βλέπουν. Ακόμα κι αν ξεγλιστρήσεις την Τετάρτη, θα σε τσακώσουν την Πέμπτη ή την Παρασκευή. Και πολύ γρήγορα θα γίνεις δακτυλοδεικτούμενος. Είτε με το ένα, είτε με τα πέντε δάχτυλα, πλέον δεν θα έχει καμία σημασία.

Εμείς που εργαζόμαστε στο διαδίκτυο, έχουμε την κατάρα των clicks. Μπορεί συχνά να τα αρνούμαστε, όπως ο Πέτρος τον Χριστό, να προσποιούμαστε ότι δεν μας αγγίζουν, να φαντασιωνόμαστε πως είμαστε ανεξάρτητοι από αυτά, αλλά πλέον δεν πείθουμε κανέναν. Η επιτυχία ενός κειμένου, μιας αρθρογραφίας, ενός αφιερώματος, μιας συνέντευξης, είναι άμεσα εξαρτημένη από τον αριθμό των αναγνωστών που έκαναν το μαγικό κλικ για να μπουν μέσα και να το διαβάσουν. Αν πάλι, επιμένετε να πούμε αλήθειες, αρκετοί είναι αυτοί που ενδιαφέρονται μόνο για το κλικ, αδιαφορώντας για το αν θα διαβαστεί το κείμενο. Οπότε, όπως καταλαβαίνετε, στον βωμό των κλικ, μπορούν να θυσιαστούν τα πάντα. Από τις βασικές αρχές μέχρι τη δεοντολογία. Κείμενα που εμφανίζονται με παντελώς απενοχοποιημένο τρόπο ως copy-paste σε άλλες κεντρικές σελίδες, κείμενα που εμφανίζονται με θαυματουργό τρόπο να έχουν νικήσει την έννοια του χρόνου, κερδίζοντας με μια απλή αλλαγή της ώρας την κούρσα της πρωτιάς, κείμενα που σφάζονται και μαχαιρώνονται για να παρουσιαστούν ως πρωτογενής δουλειά κλπ κλπ.

Πηγές, τίτλοι & εφεδρείες

Και τι να πρωτοπεί κανείς ή να πρωτογράψει για εκείνες τις έρμες τις πηγές; Αδερφέ, δεν τα δημιούργησες όλα από το κεφάλι σου, από κάπου μάζεψες τις πληροφορίες σου, τη δουλειά κάποιου άλλου εκμεταλλεύτηκες για να κάνεις τη δική σου, αναγνώρισέ του το και κάνε μια μικρή αναφορά στο τέλος του κειμένου σου. Ή αν διάβασες κάπου μια είδηση και την αναπαράγεις, γράψε πού την βρήκες, ποιος τη λέει. Ρώτησα κάποτε έναν συνάδελφο για ποιο λόγο δεν είχε γράψει την πηγή του σε ένα κείμενο και μου απάντησε ότι “αν το κάνω, θα το δουν οι ανταγωνιστές και θα το γράψουν κι αυτοί”. Ένα από τα πρώτα/μεγαλύτερα μαθήματα που πήρα όταν πρωτοήρθα στην 24Media, ήταν το εξής. Είχα γράψει ένα αφιέρωμα για έναν από τους σημαντικούς αγώνες του Μοχάμεντ Αλί και είχα ξεστραβωθεί διαβάζοντας σε σαράντα μεριές, έτσι ώστε να συλλέξω όσα περισσότερα στοιχεία μπορούσα. Όταν τελείωσα και μάζεψα τις πηγές μου, έφτιαχναν μια ολόκληρη παράγραφο. Σκέφτηκα, πού να τις βάλω όλες αυτές στο τέλος; Δεν πειράζει, παράτα τες.

Την επόμενη μέρα, με φώναξε ο Σταύρος και μου έδειξε το μέιλ (τότε δεν υπήρχαν ακόμα σχόλια) ενός αναγνώστη: “Ωραίο κείμενο, υπέροχη αντιγραφή από την wikipedia”. Κόκκαλο εγώ. “Ισχύει;”, με ρώτησε ο Σταύρος. Όχι, του λέω και μόλις γύρισα σπίτι, του έστειλα όλα τα λινκ στα οποία είχα ψάξει για το θέμα. Από τότε, δεν υπάρχει κείμενό μου στο οποίο να μην αναφέρω στο τέλος όλες τις πηγές που χρησιμοποίησα (εκτός από τις αρθρογραφίες προφανώς). Μα μια πρόταση να έχω διαβάσει από ένα λινκ, θα αναφέρω τον ιστότοπο και ας γεμίσω μια σελίδα. Είναι θέμα σεβασμού απέναντι σε όσους/ες με βοήθησαν με τον δικό τους κόπο κι ας μην το μάθουν ποτέ. Και παράλληλα, είναι θέμα σεβασμού για τον αναγνώστη, που ίσως να θέλει να ψάξει κι αυτός παραπάνω το θέμα, άρα να ξέρει πού να κοιτάξει. Λεπτομέρειες, θα μου πείτε. Είναι όπως μάθεις και όπως το αισθανθείς, θα σας απαντήσω. Είναι επίσης και ένα πλαίσιο μεγαλύτερης αξιοπιστίας για το άρθρο σου. Η έρευνα θωρακίζει (συνήθως), παρά αποδυναμώνει.

Και μετά είναι και εκείνη η πρεμούρα με τους τίτλους. Τους χωρίζω σε δυο κατηγορίες, τους ευφάνταστους και τους αποπροσανατολιστικούς. Με τους πρώτους δεν έχω πρόβλημα, κατανοώ ότι ένας ψαγμένος τίτλος κεντρίζει το ενδιαφέρον του αναγνώστη. Και αναγνωρίζω ότι είναι θέμα ταλέντου, που εγώ δεν το έχω, όπως, ας πούμε, ο Φιλέρης και ο Τριαντάφυλλος. Με τους άλλους όμως, τρελαίνομαι. Γιατί πρόκειται για τίτλους που μοναδικό στόχο έχουν να σε παρασύρουν στο κλικ. Και μόλις μπεις μέσα, βλέπεις την παπάτζα και σιχτιρίζεις. Στο στιλ, “μπλεγμένος σε αυτοκινητιστικό ο Μέσι” και διαβάζεις μέσα “άργησε να πάει στην προπόνηση ο Λέο, γιατί ένα χιλιόμετρο πιο μπροστά του έγινε ένα ατύχημα και δημιουργήθηκε μποτιλιάρισμα”. Και μετά είναι και οι περίφημες ‘εφεδρείες’. Έχασες θέσεις στο ranking και σε πιέζουν να ανέβεις και πάλι; Αρχίζεις να ποστάρεις ό,τι σε φωτίσει ο θεός, τελείως άσχετο με το αντικείμενό σου. Και βέβαια, η πιο εύκολη λύση είναι οι ‘τσόντες’, αν καταλαβαίνετε τί θέλω να πω, που σίγουρα καταλαβαίνετε…

Ανταγωνιστικά σάιτ

Όμως αυτά θα μπορούσαν να ονομαστούν και πταίσματα, μπροστά σε αυτό που ακολουθεί και που δεν είναι άλλο από τις περίφημες σχέσεις που έχουν αναπτυχθεί ανάμεσα στα ανταγωνιστικά σάιτ στην Ελλάδα. Παραμένοντας στην αθλητική δημοσιογραφία, όπως είπα και πιο πάνω, αυτό που συμβαίνει στο διαδίκτυο είναι επιεικώς τραγικό. Όταν είμαστε στη δουλειά, ‘κοιταζόμαστε’ σαν να είμαστε εχθροί. Αν θέλετε να πούμε αλήθειες, όλοι σας κι εγώ μαζί, έχουμε φίλους που δουλεύουν σε άλλα σάιτ, είτε περισσότερο είτε λιγότερο ανταγωνιστικά. Φίλους, φίλες, γνωστούς, ανθρώπους με τους οποίους όταν βρεθούμε εκτός εργασιακού χώρου, μιλάμε, κάνουμε πράγματα παρέα, περνάμε ωραία. Όταν όμως καθίσουμε μπροστά από την οθόνη του υπολογιστή, όλα αυτά ξεχνιούνται. Ανοίγουν υπόγειες οδοί επικοινωνίας, κάτι μυστήριοι δίαυλοι ανεξιχνίαστοι και μια αόρατη απειλή που απλά αιωρείται, ώστε να θυμίζει μη με ρωτήσετε τί, γιατί δεν έχω την παραμικρή ιδέα. Αν θέλετε να μιλήσουμε για πραγματικό ανταγωνισμό, ρίξτε μια ματιά στα σάιτ της Marca και της As στη Μαδρίτη (που έχουν μαζί περισσότερους UV καθημερινά, από όσους όλα τα εδώ σάιτ μαζί σε ένα μήνα).

Γράφει κάτι αποκλειστικό το ένα, το αναπαράγει το άλλο αναφερόμενο στην πηγή. “Σύμφωνα με το ρεπορτάζ της Μάρκα, το και το”, γράφει η As και δεν ανοίγει ρουθούνι. Και αυτό συμβαίνει επειδή υπάρχει ο μίνιμουμ σεβασμός στη δεοντολογία. Αδερφέ, αυτός το βρήκε, αυτός το δημοσίευσε, αν θέλω να το γράψω κι εγώ, είμαι υποχρεωμένος να αναφέρω την πηγή. Θα μπορούσαν να την κάνουν γυριστή, αλλά προτιμούν να παραδεχτούν με τον πιο τίμιο τρόπο ότι τα εύσημα ανήκουν αλλού. Εδώ όχι μόνο δε γίνεται αυτό, αντίθετα κάτι τέτοιο θα θεωρείτο η χειρότερη παραδοχή ήττας (χωρίς εισαγωγικά). Και αν πραγματικά θέλετε να πούμε αλήθειες, αν κάποιος τολμούσε να το κάνει, τα επακόλουθα πιθανότατα θα ήταν πολύ δυσάρεστα. Εδώ δεν είναι ότι έχουμε παρεξηγήσει την έννοια του υγιούς ανταγωνισμού. Όχι, καθόλου, μην ξεγελαστείτε. Όλοι ανεξαιρέτως την γνωρίζουν. Αλλά έχουν κάνει τις επιλογές τους. Θα μου πείτε, όλοι; Θα σας πω όχι. Αλλά όλοι χωρίς εξαίρεση, ακόμα και εκείνοι που θέλουν τις περισσότερες φορές να τιμούν την δεοντολογία, έχουν πέσει κατά καιρούς στις παγίδες αυτού που προηγουμένως ονόμασα άρρωστο ανταγωνισμό.

Τα ζητούμενα

Αν μπείτε στους προσωπικούς κώδικες δεοντολογίας, θα διαβάσετε πολλά ενδιαφέροντα, όμως επιτρέψτε μου να σας πω ότι δεν θα έπρεπε να σας (μας) φωτίσουν, με την έννοια ότι πρόκειται για αρχές τις οποίες θα έπρεπε ήδη να ακολουθούμε όλοι. Η αλήθεια, η ακρίβεια, η ειλικρίνεια, η καθαρότητα του λόγου, όλα αυτά θα έπρεπε να είναι αυτονόητα. Ο δημοσιογράφος, μεταφέρω από τον κώδικα, πρέπει να είναι δραστήριος, δίκαιος και θαρραλέος σε ότι αφορά τη συλλογή των πληροφοριών. Πρέπει να ασκεί έλεγχο, αλλά και να είναι υπόλογος. Να είναι διαφανής, αλλά και να αναγνωρίζει λάθη και σφάλματα. Πόσοι άραγε από εμάς έχουμε δημοσιεύσει τη συγνώμη μας μετά από κάποιο εσφαλμένο ρεπορτάζ, μετά από λανθασμένη τοποθέτηση, μετά από άκυρη πληροφορία ή ενημέρωση; Πόσες φορές, πάνω στη βιασύνη μας να ανεβάσουμε πρώτοι την είδηση, έχουμε παραλείψει συνειδητά την επιβεβαίωση ή τη διασταύρωση; Πόσες φορές έχουμε πραγματικά καταλάβει ότι διαμορφώνουμε άποψη στους αναγνώστες και ως εκ τούτου θα πρέπει να είμαστε απόλυτα προσεκτικοί και υπεύθυνοι σε όσα γράφουμε, χωρίς επίσης να αδιαφορούμε για τη βλάβη που μπορεί να προκαλέσουμε σε άτομα στα οποία αναφερόμαστε στα κείμενά μας, κάτι που σημαίνει ότι πρέπει να είμαστε σίγουροι πριν κάνουμε τη ζημιά;

Γράφει τελικά ο κώδικας, κάτι ακόμα πιο σημαντικό και εξόχως καθοριστικό στη συνολική παρουσία ενός δημοσιογράφου σε όλη τη διάρκεια της καριέρας του: “προτέρημά του πρέπει να είναι η ταπεινοφροσύνη και όχι η ψευδής παντογνωσία”. Εκείνους που τα ξέρουν όλα και έχουν την εξήγηση για τα πάντα, μην τους εμπιστεύεστε. Αλλά ούτε και αυτούς που ‘οχυρώνονται’ πίσω από την ‘πολιτική ορθότητα’. Οι πρώτοι δεν ανέχονται αντιρρήσεις, οι δεύτεροι δεν τολμούν να πουν αυτά που πρέπει όταν πρέπει. Και ας προσπαθήσουμε όλοι μαζί να ξεπεράσουμε αυτή την ακατανόητη όσο και αρρωστημένη κόντρα, τουλάχιστον στα απλά και βασικά. Κανείς δεν μονοπωλεί την αλήθεια. Ποτέ δεν έγινε πουθενά, ποτέ δεν θα γίνει ούτε εδώ. Το να παραδέχεσαι την επιτυχία του άλλου, του ανταγωνιστή, σε κάνει αυτόματα καλύτερο γιατί αυτόματα σου δίνει κίνητρο να βελτιωθείς και να βρεθείς αύριο στη θέση του. Όμως η επιτυχία δεν (θα έπρεπε να) είναι ούτε αυτοσκοπός, ούτε άλλοθι για παράκαμψη της δεοντολογίας. Η επιτυχία δεν είναι ούτε εύκολη, ούτε εγγυημένη. Αν όμως έρθει βασισμένη πάνω σε κανόνες και αρχές, τότε η ικανοποίηση είναι απείρως μεγαλύτερη και η αξία της πραγματική. Γιατί, είτε το θέλουμε είτε όχι, η ηθική, ο σεβασμός και ο υγιής ανταγωνισμός, αποτελούν ασπίδα αδιαπέραστη στη δημοσιογραφία. Και αυτά τα τρία, τα ακολουθεί πάντα η αναγνώριση.

Το μάθημα…

 

Άφησα για τελευταίο ένα από τα μεγαλύτερα μαθήματα που έχω πάρει σε αυτή τη δεκαετία. Το σκέφτηκα πολύ αν θα το ανέφερα στο κείμενο, αλλά είπαμε ότι θα πούμε αλήθειες. Και αυτό που θα σας πω, είναι από τα πιο αληθινά και θαρραλέα μαζί πράγματα που έχω ζήσει ως δημοσιογράφος (αν και προτιμώ το ‘γραφιάς’, αλλά αυτό είναι άσχετο με το θέμα μας). Εδώ στην Ελλάδα, στον μικρό αυτό κόσμο του ηλεκτρονικού Τύπου αλλά και τον πολύ μεγαλύτερο των social media, κανείς μας δεν αναγνωρίζει φανερά τη δουλειά του απέναντι. Θέλω να πω, κανείς δεν διανοείται να ποστάρει στο facebook ή στο twitter ή οπουδήποτε αλλού, κάποιο κείμενο από ανταγωνιστικό σάιτ. Εμένα τουλάχιστον δεν μου έχει τύχει ούτε να δω κάτι τέτοιο, ούτε να το κάνω εγώ. Δεν θέλω να το χαρακτηρίσω, αλλά μπορείτε να το κάνετε ελεύθερα εσείς. Πολλές φορές έχω δώσει συγχαρητήρια σε ‘απέναντι’ συναδέλφους για τα κείμενά τους, το ίδιο και πολλοί σε εμένα, αλλά πάντοτε μέσω inbox, ιδιωτικά. Για να μην εκτεθούμε (χωρίς εισαγωγικά). Φανταστείτε λοιπόν την έκπληξή μου, όταν μια μέρα πριν λίγους μήνες, μια συνάδελφος από εξόχως ανταγωνιστικό σάιτ, ποστάρισε ένα κείμενό μου φόρα παρτίδα στο facebook, κάνοντάς με μάλιστα tag σε αυτό.

Αυτό που δεν τολμήσαμε τόσα χρόνια – και συνεχίζουμε να μην τολμάμε ακόμα και σήμερα – σαραντάρηδες και πενηντάρηδες μαντραχαλάδες, το τόλμησε αυτή η κοπέλα, στέλνοντάς μας το πιο ηχηρό μήνυμα: “Αν θέλετε πραγματικά να πούμε αλήθειες, ελάτε να τις πούμε. Ξεκινώντας από τα πιο απλά”. Την ευχαριστώ. Όχι για το ποστάρισμα, αλλά για το μάθημα…

ΥΓ: Εννοείται ότι κι εδώ στο Oneman έχουμε υποπέσει σε σφάλματα. Και όχι μία, δύο, ή τρεις φορές. Αλλά είναι σφάλματα. Λάθη. Απ’ αυτά που κάνουμε όλοι και απ’ αυτά που σταδιακά μας κάνουν καλύτερους. Κάθε μέρα, πάντως, προσπαθούμε να γράφουμε ενδιαφέρονται πράγματα με ενδιαφέροντα τρόπο. Να δημιουργούμε αυτό που στη σύγχρονη γλώσσα τς δουλειάς μας ονομάζεται ‘περιεχόμενο’, αλλά ανέκαθεν περιγραφόταν με πιο απλό και πιο ολοκληρωμένο τρόπο ως ‘ωραία κείμενα’. Δικά μας ωραία κείμενα. Γιατί μόνο αυτά μπορούν να γίνουν και δικά σας. Να αγαπηθούν από κάποιον τρίτο αναγνώστη όσο τα αγαπάμε κι εμείς.