Τι μου δίδαξε η αθάνατη ελληνική επαρχία
- 30 ΜΑΙ 2015
Πόσο περίεργο μπορεί είναι το να καθίσεις σε ένα παγκάκι στην πλατεία Συντάγματος; Καθόλου. Το να αράξεις όμως σε κάποιο παγκάκι στην πλατεία Δημοκρατίας του Αγρινίου για να ταΐσεις τα περιστέρια μπορεί να σε χαρακτηρίσει από τρελό έως Jim Carrey στη μάσκα. Δεν έχεις δικαίωμα στην ξεκούραση εκεί αν δεν είσαι πάνω από εξήντα. Εννοείται ότι μπορείς να το κάνεις παρ’ όλα αυτά, απλά θα πρέπει να συμβιβαστείς με την ιδέα ότι θα έχεις 319.. μάτια καρφωμένα πάνω σου, σαν λέιζερ με αισθητήρα κίνησης. Αν αυτή η εικόνα είναι ικανή να σε εκπλήξει τότε δεν έχεις γνωρίσει καλά την αθάνατη ελληνική επαρχία.
Εγώ ήμουν από τα τυχερά (τολμώ να πω) παιδιά που δεν μεγάλωσαν στην Αθήνα αλλά στο Αγρίνιο Αιτωλοακαρνανίας. Η τελευταία απογραφή θυμάμαι μας είχε βγάλει πάνω από 150 χιλιάδες κατοίκους. Σίγουρα υπάρχει και χειρότερα. Λες ότι μέσα σε τόσο κόσμο πόσο έντονα μπορεί να νιώσει κανείς τον σφιχτό λουρί που περνάει γύρω από το λαιμό των κατοίκων της η επαρχία; Κι όμως η απάντηση είναι ‘σε μεγάλο βαθμό’.
Ναι έπαιζα σε δρόμους και πάρκα μαζί με άλλα παιδιά μέχρι το βράδυ. Ήξερα ότι έχει έρθει η ώρα να επιστρέψω σπίτι όταν άκουγα την φωνή του πατέρα μου από το μπαλκόνι να μου λέει να γυρίσω γιατί μου είχε φτιάξει ψαράκι. Και αυτό δεν είναι τίποτα. Δεν θα ξεχάσω ποτέ εκείνα τα απογεύματα που μου φώναζε ”μην τρέχεις μόλις έφαγες την μπανάνα σου”. Όλα αυτά εννοείται μπροστά στα υπόλοιπα παιδάκια. Πόση ντροπή. Με το θέμα αυτό ωστόσο, θα μπορούσα να ασχοληθώ σε άλλο κείμενο.
Το αδιάκριτο βλέμμα των ανθρώπων της επαρχίας είναι γεγονός. Όσο αδιάφορος νιώθεις να περνάς, άγνωστος μεταξύ αγνώστων στην Αθήνα, τόσο δημοφιλής αισθάνεσαι κάνοντας μια απλή βόλτα σε έναν πολυσύχναστο δρόμο της επαρχίας. Ειδικά αν έχεις χρόνια που έχεις φύγει από εκεί και δεν είσαι συνηθισμένος να σε περνάνε από ακτίνες X, έχεις την αίσθηση ότι είσαι ο Ρουβάς στην πλατεία Νέας Σμύρνης. Δεν υπερβάλλω. Είναι εκπαιδευμένοι να σε ‘κόβουν’ σε δευτερόλεπτα το βλέμμα τους σε διαπερνάει σαν ακτινογραφία.
Αν είσαι τυχερός θα σε αναγνωρίσουν και δεν θα ακολουθήσει η κλισέ ερώτηση ”τίνος είσαι εσύ”. Μην γελάς. Απάντησε κι εσύ αν μπορείς. Έχω βρεθεί πολλές φορές αντιμέτωπη με αυτή την απαράδεκτη (τουλάχιστον) ερώτηση ως παιδί. Θα ήθελα όμως να με ρωτήσουν για μια ακόμη φορά, μόνο κι μόνο για να δώσω μια τρολ απάντηση την οποία δεν έχω σκεφτεί ακόμα.
Η αδιακρισία και η ηδονή της κλειδαρότρυπας μου δημιουργούσε ως παιδί και κυρίως ως έφηβη μια μυστικοπάθεια την οποία έχω ακόμα (σε μικρότερο βαθμό). Προσπαθούσα πάντα να μην τραβώ την προσοχή με ό,τι κάνω και να προσέχω ποιοι με παρακολουθούν σε κάθε μου βήμα. Δεν μου είχε συμβεί ποτέ κάποιο σκηνικό που να με έκανε να αντιδράσω με αυτόν τον τρόπο, ωστόσο το να βλέπω συνεχώς γύρω μου ανθρώπους που η μόνη τους ευχαρίστηση ήταν να μιλάει ο ένας για τον άλλον, ήταν νομίζω αρκετό. Αυτό σε συνδυασμό με το ότι όλοι γνωρίζονται μεταξύ τους μπορεί να οδηγήσει στην τρέλα.
Η παράνοια δεν σταματά εδώ. Οι τύποι αυτοί που κουτσομπολεύουν ο ένας τον άλλον είθισται να είναι φίλοι. ΜΠΟΥΜ. Ακριβώς γι’ αυτό το λόγο ένα πολύ βασικό που έμαθα μεγαλώνοντας στο Αγρίνιο είναι να μην κρίνω τους γύρω μου. Ξέρω ότι ακούγεται παράδοξο καθώς με ανέθρεψε μια πόλη που ανέκαθεν κρίνει τους πάντες και τα πάντα. Αυτό μάλλον λειτούργησε αντίστροφα σε μένα καθώς έχω σιχαθεί να ακούω για τη νέα γειτόνισσα που βρήκε γκόμενο και παράτησε τον άντρα της. Θα μπει άραγε ποτέ κανείς στον κόπο να σκεφτεί πως έστω κι αν όλα αυτά είναι αλήθεια, μήπως είχε δίκιο που το έκανε;
Κάπου εδώ φαντάζομαι αρχίζεις να καταλαβαίνεις πόσο εύκολα μπορεί κανείς να σε χαρακτηρίσει εάν είσαι κάτοικος επαρχίας. Ναι οι ταμπέλες είναι η αγαπημένη τους ασχολία. Κι εγώ έχω πιάσει τον εαυτό μου να το κάνω αλλά το αναγνωρίζω και προσπαθώ να το αποφεύγω. Φυσικά όλα αυτά δεν έρχονται να αποδείξουν πόσο χάλια είναι τα πράγματα στην επαρχία ή πόσο κουλ είναι η Αθήνα. Αντιθέτως.
Το μόνο σίγουρο είναι ότι όλοι ενώνονται κάτω από το ίδιο σύνθημα, ‘Παναιτωλικέ, Παναιτωλικέ, Παναιτωλικάρα, Παναιτωλικέ’.
Αν κάτι απολαμβάνω πολύ εδώ και τέσσερα χρόνια που ζω στην Αθήνα είναι το ότι μπορώ να πάω στο περίπτερο με τις πυτζάμες. Έλα τώρα όλοι το έχουμε κάνει. Εννοείται πως αν επιχειρήσεις το ίδιο σε κάποια επαρχιακή πόλη μπορεί να έρθει κανείς να σου βάλει την άσπρη ρόμπα. Όχι του σεφ, την άλλη με τα χεράκια πίσω. Η εξωτερική σου εμφάνιση πρέπει να είναι πάντοτε προσεγμένη. Εντάξει δεν λέω να εμφανιστείς ‘πάω να πάρω τη eurovision’ αλλά καταλαβαίνεις.
Εσύ που έχεις μεγαλώσει στην επαρχία ξέρεις το τρίπτυχο κάγκουρας – καφετέρια – νυφοπάζαρο. Κάθε σωστή επαρχιακή πόλη που σέβεται τον εαυτό της έχει ένα σημείο με καφετέριες από όπου είναι το μεγαλύτερο πέρασμα υποψήφιων για καυλάντισμα κορασίδων (στην συντριπτική πλειοψηφία τους υποψιασμένων). Μια από τις αγαπημένες ασχολίες του κάγκουρα που γέννησε η αθάνατη ελληνική επαρχία. Αυτός είναι και ο λόγος που σε μια επαρχιακή πόλη οι καφετέριες ξεφυτρώνουν σαν μανιτάρια (φήμες λένε ότι υπάρχει άνθρωπος που έχει δει όντως μανιτάρι να ξεφυτρώνει). Όμως για να εστιάσουμε και λίγο (τόσο του πρέπει) στον κάγκουρα, έχω καταλήξει ότι είναι το αποτυχημένο αποτέλεσμα της τάσης της ελληνικής επαρχίας για έμφαση στην εξωτερική εμφάνιση. Ή απλά ένας άνθρωπος χωρίς γούστο.
Και παρεμπιπτόντως ο καφές στην επαρχία δεν κοστίζει πάνω από τρία ευρώ και αν τον πάρεις στο χέρι θα πληρώσεις μόνο ένα ευρώ και θα πάρεις κι ένα μπουκαλάκι νερό δώρο για τη δίψα.
Από την άλλη πλευρά μια επαρχιακή πόλη μπορεί να προσφέρει σε ένα παιδί εμπειρίες που δεν θα είχε αν μεγάλωνε στην Αθήνα. Ένα από αυτά είναι η φύση. Δε λέω ότι μεγάλωσα σε βουνοπλαγιές και έτρεχα σαν τη Χάιντι σε λαγκάδια παρέα με μια κατσίκα, αλλά όσο να πεις ήμουν πιο κοντά στη φύση από ότι είμαι τώρα που ζω στην Αθήνα. Επίσης μεγάλωσα με τους γονείς μου και όχι με τον παππού και τη γιαγιά ή σε κάποιον παιδικό σταθμό, γιατί οι γονείς μου το μεσημέρι τελείωναν τις δουλειές τους και γυρνούσαν στο σπίτι.
Όσο παράξενο κι αν σου φαίνεται αυτό για τα αθηναϊκά δεδομένα, τα πράγματα στην επαρχία είναι διαφορετικά. Η επαρχία σέβεται το μεσημέρι της. Οι δρόμοι από τις τρεις μέχρι τις πέντε (τα καλοκαίρια μέχρι τις έξι τουλάχιστον) αδειάζουν και η πόλη είναι ήσυχη. Σε συνδυασμό με τα παραπάνω το γεγονός ότι μπορείς να πας όπου κι αν θέλεις είτε με τα πόδια είτε με το αυτοκίνητο μέσα σε ελάχιστο χρόνο σημαίνει μηδαμινός χρόνος σε μετακινήσεις άρα περισσότερος για τον εαυτό σου. Και για τους φίλους σου. Και την κοπέλα σου. Και το σκύλο σου.
Παρά το γεγονός ότι δεν θα επέστρεφα ποτέ πίσω, χαίρομαι που μεγάλωσα σε μια, σχετικά πάντα, ήσυχη πόλη που μου επέτρεψε να έχω το χρόνο να φορτώνω το καθημερινό μου πρόγραμμα με όλο και περισσότερες ασχολίες. Κάθε φορά που πηγαίνω για κάποιες μέρες νιώθω έντονα τη διαφορά στους ρυθμούς αλλά κάπου στην τρίτη – τέταρτη μέρα παθαίνω στερητικό σύνδρομο έντασης. Σήμερα όμως δεν θα άλλαζα το χάος της Αθήνας για να κερδίσω το μεσημεριανό μου ύπνο (ούτε καν για τον βραδινό).