Το βαρύ φορτίο του να είσαι δημοκράτης
Μια διδακτική ιστορία που τραβάει τη γραμμή ανάμεσα στους αληθινούς δημοκράτες και τους οιονεί φασίστες.
- 21 ΑΠΡ 2017
Το να είναι κάποιος δημοκράτης δεν είναι τόσο απλό όσο μοιάζει και σε καμιά περίπτωση δεν έχει να κάνει μονάχα με τα πολιτικά ‘πιστεύω’ του καθενός. Δημοκράτης είναι αυτός που σέβεται τον άλλον, που ξέρει να αγαπά, που ακούει και όχι μονάχα μιλάει, που απεχθάνεται οποιαδήποτε μορφή βίας και βρίσκει τη λύση τον διάλογο, που λειτουργεί με γνώμονα το κοινό καλό, που εν πάση περιπτώσει δεν του αρέσει να διατάζει, ούτε να τον διατάζουν.
Αν αφιερώσεις ένα λεπτό για να σκεφτείς με κάθε λεπτομέρεια πως πέρασες τη μέρα σου, θα παρατηρήσεις πως κάθε 24ωρο υπάρχει μια ή και περισσότερες, μικρές ή μεγάλες, στιγμές παραβίασης της δημοκρατίας. Γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο δεν είναι τόσο απλό και η μάχη για να είσαι πραγματικός δημοκράτης (και κατά συνέπεια καλός άνθρωπος), είναι καθημερινή και ασταμάτητη. Από ‘κει και πέρα, είναι στο χέρι σου αν θα πάρεις το δύσκολο δρόμο της δημοκρατίας ή τον εύκολο του φασισμού. Εύκολος, γιατί η σιγουριά της υπακοής, η ασφάλεια του μπαμπούλα και η ανάγκη ύπαρξης κάτι ανώτερου που θα ρουφάει την αδυναμία μας και θα την παρουσιάζει ως δύναμη αποφασίζοντας για εσένα χωρίς εσένα, σου στερεί μεν την ελευθερία, αλλά σου ‘προσφέρει’ απραξία. Είναι δύσκολο να είσαι πρόβατο, μα είναι πιο δύσκολο να είσαι πρόβατο έξω από το μαντρί.
(κεντρική φωτογραφία: AP Photo)
Στον περίγυρό μου όλα αυτά τα χρόνια, έτυχε να συναναστραφώ με ανθρώπους και των δύο κατηγοριών. Και με ανθρώπους που δηλώνουν δημοκράτες και είναι ακραία φασίστες στα παιδιά τους, στη γυναίκα τους, στους γονείς τους, αλλά και μ’ αυτούς που δεν δηλώνουν τίποτα, γιατί την αγάπη τους για την δημοκρατία την έδειχναν σε κάθε ανάσα της ζωής τους. Ένα απ’ αυτούς της δεύτερης κατηγορίας, ήταν ο παππούς μου ο Μαρίνος, που τον έζησα μόλις 14 χρόνια, ωστόσο πρόλαβε να μου δείξει την ομορφιά του δύσκολου δρόμου.
Δεν έκατσε απέναντί μου σ’ ένα τραπέζι να δώσει συμβουλές στον εγγονό του, αλλά με τις πράξεις τους καθημερινά κατάφερε να δημιουργήσει στα μάτια μου μια παιδική ανάμνηση καλοσύνης και δημοκρατικής ομορφιάς
Γεννήθηκε σ’ ένα χωριό στα Δολιανά της Τρίπολης, όμως ήρθε στην Αθήνα και δημιούργησε την οικογένειά του στους Αγίους Αναργύρους, έχοντας ένα μικρό εργαστήριο υδραυλικού στην Πλάκα. Ήταν πράος και ήρεμος άνθρωπος και όταν έβλεπε τη γυναίκα του να μαλώνει με βία τα παιδιά του, έλεγε την αγαπημένη μου ατάκα: “γιατί τα βαράς; επειδή τα νικάς;”. Αυτό ήταν και το πρώτο και ισχυρό μάθημα δημοκρατίας και αηδίας κατά της άσκησης βίας σε κάποιον σωματικά πιο αδύναμο. Πολιτικά δεν ήταν ενταγμένος σε κάποιο κόμμα ή σωματείο, όμως η αγάπη του για την ισότητα και την ελευθερία τον είχε κατατάξει στους δημοκρατικούς ανθρώπους της εποχής. Μιας εποχής που δεν ήταν εύκολο να διατυμπανίζεις τέτοιου είδους αισθήματα. Η γειτονιά τον αγαπούσε και ακόμα και τώρα, 20 χρόνια από τον θάνατό του έχει τόσα πολλά και όμορφα λόγια να πει γι’ αυτό τον πράο άνθρωπο που βοηθούσε τους πάντες και με το ξεχωριστό του χιούμορ ήξερε να ξεφεύγει από τις δυσκολίες.
Στο οικογενειακό πασχαλινό τραπέζι προ ημερών, έμαθα μια ιστορία, δείγμα του ακέραιου χαρακτήρα του και της αγάπης του για την δημοκρατία, που ούτε και τα παιδιά του είχαν καταλάβει το μέγεθος του μεγαλείου της. Με αφορμή αυτό λοιπόν γράφτηκε το κείμενο που διαβάζετε. Και αφού σας τον σύστησα με όσο το δυνατόν λιγότερα λόγια μπορούσα, θα σας διηγηθώ αυτό το μάθημα/ιστορία που πήρα.
Ήταν γύρω στο 1970, με την Ελλάδα να βρίσκεται υπό το καθεστώς της χούντας των Συνταγματαρχών. Ο αδερφός της γιαγιάς μου, γόνος στρατιωτικής οικογένειας, ήταν μέλος των Αλκίμων, της νεολαίας της Χούντας, υπό την ηγεσία του Κώστα Πλεύρη. Ένα μεσημέρι, μιλώντας στην 6χρονη μητέρα μου και την αδερφή της, τους πρότεινε να τις πάρει μαζί του στους Αλκίμους. Για όσους δεν γνωρίζουν, ήταν μια οργάνωση σαν τους προσκόπους (οι οποίοι παρεμπιπτόντως τότε είχαν αρχηγό τον Βασιλιά), όπου τα παιδιά θα μάθαιναν την πειθαρχεία και το πώς να υπηρετούν την 21η Απριλίου. Μαζί μ’ όλα αυτά, θα έπαιρναν και δώρα όπως στολές (φούστες ή παντελόνια, καπέλα κλπ.), παιχνίδια και γενικά αγαθά που έλειπαν από τα περισσότερα ελληνικά φτωχά σπιτικά. Για τα παιδιά που δεν γνώριζαν περί τίνος πρόκειται, ήταν ένα μεγάλο κίνητρο και κάπως έτσι λειτουργούσε ο προσηλυτισμός.
Η μητέρα μου μαζί με την αδερφή της πήγαν λοιπόν μια φορά, δέχτηκαν τα δώρα τους και τους πήραν μέτρα για να τους ράψουν στολές. Ωστόσο, όταν γύρισαν στο σπίτι, για πρώτη και τελευταία φορά, είδαν τον πατέρα τους να ξεχειλίζει από οργή και με τρεμάμενη φωνή να τους λέει: “τα δικά μου τα παιδιά δεν θα είναι στους Αλκίμους”. Τους το ξέκοψε μια και καλή. Ήταν τόσο ασυνήθιστο για τη μητέρα μου και τη θεία μου να βλέπουν τον πατέρα τους να υψώνει τη φωνή του, που κατάλαβαν ότι έκαναν κάτι πολύ κακό, αλλά δεν κατάλαβαν τι ακριβώς.
Η πράξη του, μπορεί να μοιάζει μικρή και για πολλούς ασήμαντη, ωστόσο σε μια χώρα που για 7 χρόνια απέναντι στην χούντα ήταν μονάχα μερικοί χιλιάδες ‘τρελοί’, αυτές οι μικρές πράξεις αντίστασης ήταν που κράτησαν ζωντανό το αίσθημα της δημοκρατίας. Όπως σωστά έγραψε ο Περικλής Κοροβέσης στην Εφημερίδα των Συντακτών του προηγούμενου Σαββατοκύριακου, αντίθετοι στην χούντα θεωρούνται αυτοί που άκουγαν κρυφά ξένα ραδιόφωνα, που δεν πρόλαβαν να κάνουν τίποτα πριν συλληφθούν, ακόμα κι αυτοί που έφυγαν στο εξωτερικό.
Για να επανέλθω στην ιστορία, το αστείο της υπόθεσης, ήταν πως την αιτία της οργής του Μαρίνου, την ανακάλυψαν εντελώς τυχαία πριν λίγους μήνες και περίπου 50 χρόνια από εκείνη την μέρα. Ωστόσο, έστω και αρκετά ετεροχρονισμένα πήραν άλλο ένα μάθημα δημοκρατίας από τον πατέρα τους, ακόμα κι αν αυτός λείπει πια. Λείπει η φυσική του παρουσία, γιατί ακόμα και τώρα που έχει ‘φύγει’ συνεχίζει να μας μαθαίνει και να μας διδάσκει, όχι με τα λόγια αλλά με τις πράξεις.
Κι αν όπως λένε, οι άνθρωποι πεθαίνουν πραγματικά όταν τους ξεχάσει και ο τελευταίος άνθρωπος πάνω στη γη, ο Μαρίνος φαίνεται πως θα είναι πολλά πολλά χρόνια ακόμη μαζί μας.
ΥΓ: Εσείς που κοιμόσασταν με ανοιχτές τις πόρτες στη χούντα, φαντάζομαι ακούγατε και πιο καθαρά τις σπαρακτικές φωνές των βασανισμένων συνανθρώπων/συμπατριωτών σας, σωστά;