Το White Lotus και η εμμονή μας με τη μιζέρια των άψυχων πλουσίων
Το White Lotus είναι μάλλον η καλύτερη σειρά του καλοκαιριού. Είναι επίσης και μία ένδειξη ότι μπορεί το HBO να παραγέμισε με σειρές για την πλούσια, λευκή μιζέρια.
- 18 ΙΟΥΛ 2021
Το White Lotus, η νέα μίνι σειρά του HBO με την υπογραφή του Mike White, ξεκινά από το τέλος των πολυτελών διακοπών κάποιων πλουσίων σε resort στη Χαβάη. Βρισκόμαστε στο αεροδρόμιο και όσο ο κακόκεφος Shane περιμένει να επιβιβαστεί στην πτήση του – ένας φανταστικός Jake Lacy εδώ (όπως και παντού) που επιτέλους είχε την ευκαιρία να υποδυθεί τον κακομαθημένο μαλάκα στην απόλυτη μορφή του – προσπαθεί να ανεχτεί το κουβεντολόι άλλων παραθεριστών. Το flash-forward αυτό διαρκεί ελάχιστα, μόνο όσο χρειάζεται για να μάθουμε κι εμείς μαζί με τους παραθεριστές πως κάποιος στο μεταξύ είχε πεθάνει στο ξενοδοχείο “White Lotus” όπου έμενε στις διακοπές του ο Shane, και πως το πτώμα του θα βρισκόταν στο αεροπλάνο.
Όταν η ιστορία κάνει rewind στην αρχή της, βλέπουμε το προσωπικό του resort να υποδέχεται τους νέους του επισκέπτες μέσα από ένα λουξ καρέ σε κίτρινους τόνους. Γνωρίζοντας ήδη ότι κάτι δε (θα) πάει καθόλου καλά, οι τόνοι αυτοί δε μοιάζουν με ηλιόλουστη λάμψη αλλά με εχθρικό, αποπνικτικό φωτισμό, και ο ερχομός της βάρκας με τους VIPs που προσεγγίζει την ακτή έχει την αίσθηση της εισβολής αντί κάποιας εορταστικής τουριστικής αποβίβασης. Οι επιβάτες, βέβαια, δεν είναι ακριβώς τουρίστες. Ανήκουν στο 1%, οι πανάκριβες διακοπές είναι τρόπος ζωής, η διαμονή τους σε τέτοια resorts μία ακόμη Δευτέρα, και οι απαιτήσεις τους για άψογη εξυπηρέτηση είναι απλώς αυτό που έχουν μάθει να περιμένουν. Το προσωπικό του White Lotus πάλι, έχει μάθει να περιμένει τα χειρότερα.
Η τελευταία σειρά του HBO με την υπογραφή του Mike White ήταν το Enlightened. Ένα σατιρικό δράμα λίγο πιο μπροστά από την εποχή του, με τη Laura Dern σε έναν ρόλο businesswoman μετά από νευρικό κλονισμό που αποφασίζει να γίνει ηθική και που σήμερα θα σήκωνε βραβεία. Όπως εκείνη η σειρά είχε ξεκινήσει ως μαύρη κωμωδία στον εταιρικό κόσμο που μετατράπηκε μεθοδικά σε μία εξερεύνηση γύρω απ’ το τι σημαίνει να είσαι καλός, έτσι και εδώ ο White παραδίδει μία υβριδική, ας πούμε, δημιουργία – ένα μέρος κοινωνικής σάτιρας, ένα μέρος υπνωτικό whodunnit.
Το White Lotus περιλαμβάνει διάφορες φιγούρες προνομίου από το 1% στο ρόστερ του, από χαρακτήρες πολύ συγκεκριμένων brands αθλιότητας μέχρι ανθρώπους που δε θα διανοούνταν καν το πόσο απαράδεκτοι είναι. Στο DNA της σειράς είναι το πώς τα χρήματα – και ποιος τα έχει – μπορούν να διαφθείρουν ακόμη και τις πιο προσωπικές μας σχέσεις.
Οι επισκέπτες συμπεριλαμβάνουν: Τον Shane που προαναφέραμε, νιόπαντρο και συνοδευόμενο σε μήνα του μέλιτος από τη σύζυγό του, Rachel (Alexandra Daddario), που προοδευτικά γίνεται όλο και πιο έντρομη από τη μικροψυχία του άντρα της. Το μεγαλοστέλεχος ενός μηχανισμού αναζήτησης, Nicole (Connie Britton) και τον ανασφαλή της σύζυγο, Mark (Steve Zahn), ένα ζευγάρι με ανισόρροπη δυναμική εξουσίας που βρίσκονται στο ξενοδοχείο με τα δύο έφηβα παιδιά τους και την κολλητή της κόρης τους. Την Tanya σε μία ερμηνεία για τους αιώνες από την Jennifer Coolidge, μία γυναίκα που έχει φτάσει στη Χαβάη για να σκορπίσει τις στάχτες της χειριστικής της μητέρας και θα αναπτύξει μία αμήχανη φιλία (;) με τη μάνατζερ του σπα, Belinda (Natasha Rothwell).
Μετά από μία έντονη ολιστική θεραπεία που την ανακουφίζει, η εύθραυστη ψυχολογία της Tanya αρχίζει να εξαρτάται από την παρουσία της Belinda, και έτσι επιστρέφει διαρκώς σε εκείνη για μασάζ, την καλεί να μοιραστεί μαζί της γεύματα παρά την πολιτική του ξενοδοχείου, και της προτείνει μάλιστα να χρηματοδοτήσει κάποιο δικό της σπα γιατί της αξίζει να γίνει επιχειρηματίας αντί υπάλληλος στο “White Lotus”. Είναι μία αιχμηρή απεικόνιση μίας λευκής γυναίκας που ακουμπά για συναισθηματική υποστήριξη σε μία μαύρη γυναίκα, χωρίς κακές προθέσεις απαραίτητα αλλά και χωρίς καμία επίγνωση του βάρους των πράξεών της. Εκτός από τη δουλειά της Coolidge που έχει ήδη buzz, η συγκεκριμένη υποπλοκή είναι αποκαλυπτική και για τις δραματικές ικανότητες της Rothwell που είναι γνωστή κυρίως για την κωμωδία της.
Η Tanya είναι το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα της προσπάθειας – και επιτυχίας – του White να αποφύγει τις μονοδιάστατες καρικατούρες πλουσίων. Χρησιμοποιεί τα χρήματα για να αγοράσει τη στήριξη που όντως χρειάζεται, είναι ευγνώμων αλλά μύωπας, και σπέρνει το χάος όπου πηγαίνει. Αποφεύγοντας τις καρικατούρες αυτές, ο White αποφεύγει επίσης και τη διευκόλυνση του κοινού. Εάν τους είχε αποτυπώσει απλώς ως τέρατα, πόσο πιο εύκολο θα ήταν να νιώσουμε εμείς καλύτερα για τον εαυτό μας; Αντιθέτως υπάρχουν σε όλους τους στοιχεία που ίσως θα αναγνωρίσεις στον εαυτό σου ή στους γύρω σου, και άρα δε θα καταφέρεις να τους απορρίψεις αμέσως.
Η εμμονή της τηλεόρασης με τους πλούσιους είναι διαχρονική και θρέφει τη δική μας. Από τους βαρόνους πετρελαίου στο Dallas και τους Δράκους της Giant, μέχρι τα πλουσιόπαιδα του The O.C., τους κατοίκους του Downton Abbey και το καρναβάλι του Arrested Development, η μικρή οθόνη έχει τιμήσει τις ανώτερες τάξεις και η ανταπόκριση είναι πιο συχνά θερμή απ’ το αντίθετο. Οι εξηγήσεις είναι πολλές.
Παρότι μαθαίνουμε από μικροί πως «τα λεφτά δε φέρνουν την ευτυχία», η ασφάλεια και τα προβλήματα που λύνουν κάνουν το κλισέ ειρωνικό. Την απόλυτη ευτυχία μπορεί να μην τη φέρνουν, αλλά σίγουρα φέρνουν μια κάποια ηρεμία όταν δεν ψάχνεις στον καναπέ σου για ψιλά στο τέλος του μήνα. Ας νιώσουν κι αυτοί τον κρύο ιδρώτα σου όταν φτάνουν οι λογαριασμοί και ας σου πουν μετά ότι μερικά εκατομμύρια δε θα σε έκαναν έστω και λίγο πιο ευτυχισμένο. Η ιδέα επίσης ότι τα λεφτά διαφθείρουν ή το σύστημα του νεποτισμού που συνήθως απεικονίζεται σε τέτοιες σειρές ενισχύουν το hate-watching, την ίδια στιγμή που θα θέλαμε να έχουμε τις ίδιες δυνατότητες με αυτούς που λατρεύουμε να μισούμε. Σύμφωνα με τον Brad Klontz κιόλας, τον ιδρυτή του Financial Psychology Institute, φαίνεται πως όσο πιο πολύ μας μοιάζουν οι χαρακτήρες στην κουλτούρα, το φύλο, το χρώμα ή το background, τόσο περισσότερη ζήλια νιώθουμε.
Παράλληλα όμως, οι ζωές τους ισοδυναμούν με μία σύντομη απόδραση από τα δικά μας προβλήματα. Εάν τα πρόσωπα στην οθόνη απομακρύνονται επαρκώς από εμάς, τα σπίτια του Selling Sunset, τα ρούχα του 90210, τα ιδιωτικά τζετ των Real Housewives και τα πάρτι-εξτραβαγκάντσες του O.C. είναι η φυγή μας από την πραγματικότητα. Τι γίνεται όμως όταν οι πλούσιοι δεν παρουσιάζονται όσο ευτυχισμένοι περιμέναμε;
Μπορεί να γελάσεις χαιρέκακα. Μπορεί να τους λυπηθείς γιατί τελικά είναι άνθρωποι κι αυτοί. Μάλλον όμως, έστω και για μία φευγαλέα στιγμή, θα αισθανθείς λίγο καλύτερα για τη δική σου κατάσταση. Ακόμα και σε περιπτώσεις όπως το White Lotus που φροντίζει δεξιοτεχνικά να στο κάνει πιο δύσκολο.
Σε αυτό και σε όλα τα παραπάνω έχει βασιστεί ο μπουκωμένος από μίζερους πλούσιους προγραμματισμός του HBO τα τελευταία χρόνια. Το Big Little Lies τράβηξε την κουρτίνα μιας ευκατάστατης κοινότητας στο Monterey για να φανερώσει βαλτωμένους γάμους, ρατσισμό και ενδοοικογενειακή βία. Το Succession είναι μία κεκαλυμμένη μαύρη κωμωδία που δείχνει με το δάχτυλο τη γελοιότητα των μεγιστάνων των media που ακολουθεί, ένα περίτεχνο καλαμπούρι στην πλάτη τους που από μακριά μοιάζει με δράμα. Το The Undoing, real estate porn και μία ωδή στη γκαρνταρόμπα της Nicole Kidman περισσότερο απ’ οτιδήποτε άλλο, ασχολήθηκε με την τάση μας να εθελοτυφλούμε όταν αγαπάμε πολύ. Το Made For Love τα έβαλε με έναν δισεκατομμυριούχο tech guru απ’ τον οποίο προσπαθεί να ξεφύγει η γυναίκα του όταν συνειδητοποιεί ότι την έχει φυλακίσει μέσα στον ίδιο της τον εγκέφαλο. Το reboot του Gossip Girl είναι απελπισμένο να φανεί woke (και αποτυγχάνει), αλλά αφορά ξανά την ελίτ του Μανχάταν. Ακόμα και το Westworld έχει στηθεί πάνω σε μία ιδέα πάρκων που φτιάχτηκαν για να διασκεδάζουν λεφτάδες, απηχώντας στα χειρότερα ανθρώπινα ένστικτα.
To HBO έχει επί του παρόντος αφθονία από σειρές για εξαιρετικά πλούσιους, μιζεριασμένους λευκούς ανθρώπους. Ακόμα και η ισοπέδωσή τους όμως, δεν είναι ένας ακόμη τρόπος για να τροφοδοτούμε την εμμονή μας μαζί τους;