Οι 3 Θεοί του Πολέμου που κάνουν τον Άρη να μοιάζει ακίνδυνος
- 24 ΑΥΓ 2024
Καλός ο Άρης, δε λέμε, αλλά αν δεις τι κυκλοφορούσε εκείνη την εποχή στις γύρω περιοχές (και λίγο πιο μακρινές) θα θες να τον πάρεις μια αγκαλίτσα και να του πεις «έλα, τσώπα τσώπα και συ κακός είσαι, ηρέμησε». Κάτι Αζτέκοι, κάτι Αιγύπτιοι, κάτι φυλές άσχετες με Έλληνες και Ρωμαίους, είχαν ένα κάρο θεότητες, τόσο φρικιαστικά μοχθηρές, που είναι να απορείς γιατί να τις λατρεύει κάποιος.
Κανονικά έπρεπε να λατρεύουν έναν άλλον θεό που να τους προστατεύει απ’ αυτές τις θεότητες, όχι να κάνουν προσευχές σ’ αυτά τα τέρατα.
Εμείς, λοιπόν, βρήκαμε 3 τέτοιους θεούς του Πολέμου από τρεις διαφορετικές μυθολογίες που μας έκαναν εντύπωση για την αγάπη τους στο αιματοκύλισμα και στο θανατικό και στους παρουσιάζουμε.
Ουιτζιλοπότστλι, ο θεός του Πολέμου των Αζτέκων
Σκότωσε τα 400 αδέρφια του. Πώς σου φαίνεται αυτό; Σου είναι αρκετό; Κι αν αναρωτιέσαι ποιος φταίει για τα νεύρα του, η απάντηση είναι «η παιδική του ηλικία», τι άλλο;
Βλέπεις η μάνα του, η θεά Κοατλίκουε, έμεινε έγκυος όταν φύσηξε ένας δυνατός άνεμος, σηκώνοντας ένα σύννεφο από φύλλα, τα οποία έπεσαν πάνω της και τη γονιμοποίησαν. Απ’ την άλλη, ποιοι είμαστε εμείς για να κρίνουμε πώς την έβρισκε ο καθένας, έτσι; Ο Δίας για παράδειγμα μεταμορφώθηκε σε χρυσή βροχή όταν άφησε έγκυο τη Δανάη, οπότε δε μας παίρνει και πολύ να κοροϊδεύουμε τέτοιες φάσεις, σωστά;
Το πρόβλημα είναι ότι η συγκεκριμένη θεά είχε ήδη ένα μάτσο παιδιά, τα οποία ντράπηκαν για τον ατιμωτικό τρόπο με τον οποίο έμεινε έγκυος και συνωμότησαν για να τη σκοτώσουν. Τη στιγμή, λοιπόν, που πήγαν να την πετσοκόψουν, πετάχτηκε μέσα από την κοιλιά της ο Ουιτζιλοπότστλι και έσφαξε και τα 400 ετεροθαλή αδέρφια του, ζωή να ‘χει.
Την αδερφή του, τη μοχθηρή αρχισυνωμότρια, δεν τη σκότωσε για χάρη της μάνας του, επειδή την υπεραγαπούσε και τη μεταμόρφωσε στη Σελήνη. Μάλιστα, εκτός από θεός του πολέμου ο Ουιτζιλοπότστλι, λατρευόταν και ως θεός του ήλιου, με τους Αζτέκους να εξηγούν μ’ αυτόν τον τρόπο το αιώνιο κυνηγητό ήλιου-σελήνης και την αέναη αλλαγή της μέρας με τη νύχτα.
Λίγα χρόνια αργότερα, ο θεός του Πολέμου σκότωσε και τον ανιψιό του, τον γιο μιας άλλης αδερφής του με όνομα που δεν μπορώ καν να το συλλαβίσω και πέταξε την καρδιά του στη λίμνη Τεξκόκο. Ψιλοπράματα.
Σύμφωνα με τον μύθο, οι πολεμιστές που πέθαιναν στη μάχη πήγαιναν να ζήσουν στο παλάτι του. Ο Αζτέκος θεός όμως ήταν τόσο φωτεινός, που για να τον δουν οι ψυχές των πολεμιστών έπρεπε να καλύπτουν τα μάτια τους με την ασπίδα τους και να βλέπουν μέσα από τις σχισμές που είχαν σχηματιστεί κατά τη διάρκεια της μάχης. Όσο πιο πολλές σχισμές είχε η ασπίδα, τόσο πιο σκληρά είχαν πολεμήσει οι νεκροί και άρα τόσο καλύτερα μπορούσαν να τον δουν. Ήταν κάτι σαν προνόμιο για τους γενναιότερους.
Οι Αζτέκοι συνήθιζαν να τον τιμούν με ανθρωποθυσίες, στις οποίες άνοιγαν το στήθος των αιχμαλώτων και ξερίζωναν τις καρδιές τους, όσο ακόμη χτυπούσαν. Παιδιά, λίγο ήρεμα, ε.
Άνατ, η θεά του Πολέμου των Σημιτών
Η γυναίκα της παρέας σκότωσε τον Θάνατο, οπότε προσπέρασε τους τόνους αγνώστων ονομάτων που θα ακολουθήσουν και δώσε βάση στο γκανγκστεριλίκι της: Την τύπισσα τη λάτρευαν οι Σημίτες, αργότερα οι Αιγύπτιοι, οι Βαβυλώνιοι και ένα σωρό άλλοι που έμεναν στην τριγύρω περιοχή. Και να σου πω και κάτι; Κι εσύ θα τη λάτρευες και εγώ και όλοι, γιατί πολύ απλά δε σου άφηνε άλλη επιλογή.
Σύμφωνα με τον αρχαίο μύθο, όταν αρχίζει να κυκλοφορεί μια φήμη ότι ο θεός της ερήμου Μοτ (ή αλλιώς Θάνατος) σκότωσε τον πανίσχυρο θεό και άντρα της, Μπαάλ, εκείνη αρχίζει να ψάχνει να μάθει τι έγινε. Λίγο αργότερα μαθαίνει τι έγινε. Ναι, όντως τον σκότωσε (σοκ;). Σηκώνει, λοιπόν, στους ώμους της το νεκρό κουφάρι του άντρα της, το μοιρολογάει και το οδηγεί στον τάφο του με όλες τις τιμές. «Και μετά τι έγινε»; Μετά καλώς τα παιδιά.
Βρίσκει τον Μοτ, ο οποίος δεν παίρνει χαμπάρι και αρχίζει να της παινεύεται ότι όντως «τον έφαγε σαν αρνάκι» και ότι «τον συνέθλιψε με τα σαγόνια του σαν να ήταν παιδί» και άλλα τέτοια όμορφα.
Δεν ξέρουμε αν πρόλαβε να τελειώσει όλα αυτά τα γλυκά λογάκια, γιατί το επόμενο που είδε ήταν το σπαθί της να τον καρφώνει και να τον σχίζει στα δύο. Ωστόσο, δεν σταμάτησε εκεί. Σ’ ένα όργιο εκδικητικότητας και σπλατεριάς, του βάζει φωτιά, τον πετάει σε ένα μύλο(;), τον αλέθει και έπειτα τον φυτεύει στο χώμα. Απλά πράγματα.
Πέρα απ’ τον Θάνατο πάντως, η θεά του Πολέμου είχε σκοτώσει και ένα κάρο άγνωστες θεότητες σε μας, με σημαντικότερη και πιο τρομερή τη Γιαμ, τη γυναίκα-ερπετό με 7 κεφάλια, σύζυγο του θεού Ελ.
Οι αρχαίοι τη φαντάζονταν σαν μια γυναίκα που ορμάει στη μάχη και σφάζει ανεξαιρέτως τους πάντες με το σπαθί της, χωρίς να χορταίνει αίμα και καταστροφή. Λογικό.
Νεργκάλ, ο Μεσοποτάμιος θεός του Πολέμου και του Θανάτου
Αυτός ο πολεμοχαρής μαδαφάκα βαριόσατο ελεεινά μια μέρα και για να περάσει την ώρα του, αποφάσισε να καταστρέψει τη Βαβυλώνα και ό, τι περπατούσε στους δρόμους της. Υπήρχε όμως ένα προβληματάκι. Την πόλη την προστάτευε ο πιο ισχυρός θεός της εποχής, ο Μαρντούκ.
Ο Νεργκάλ, λοιπόν, ταξιδεύει στη Βαβυλώνα, δήθεν ως φίλος και ζητάει από τον Μαρντούκ να τον φιλοξενήσει. Τσεκάροντας όμως τον Μαρντούκ, παίρνει ύφος My Style Rocks και του λέει «τι παλιατζούρες φοράς, μωρή τρελή; Τράβα βρες κάνα ρούχο της προκοπής».
Και όντως παιδιά, ο άλλος προσβλήθηκε. (Ο πιο δυνατός θεός εκεί γύρω, προσβλήθηκε για την γκαρνταρόμπα του. Θα τρελαθούμε!). Φεύγει λοιπόν ο αρχιγιωτάς από τη Βαβυλώνα για να ψάξει για κανά καλό ύφασμα και αφήνει τον Νεργκάλ να προσέχει την πόλη του.
Και τότε, εντελώς τυχαία, οι άνθρωποι αρχίζουν να πέφτουν νεκροί στους δρόμους, άλλοι σφαγιασμένοι, άλλοι απλώς από αρρώστιες, κτίρια άρχισαν να καταρρέουν πάνω τους, γενικά άρχισε να γίνεται ένας μικρός χαμός. Όταν χόρτασε αίματα και σπλατεριές, έδωσε τέλος στο μακελειό και λίγο πριν φύγει, τους αφήνει και μια προφητεία: ότι μια μέρα θα εμφανιστεί ένας μεγάλος ηγέτης που θα τους ενώσει και θα τους προστατέψει και μπλα μπλα μπλα… (Μας υποχρέωσες).
Οι υπόλοιποι θεοί τον κάλεσαν σε απολογία για τη συμπεριφορά του κι εκείνος σε έναν σπαρακτικό μονόλογο τους είπε «αυτός είμαι, τέτοια κάνω, σόρι πίπολ». Τίμιος.
Σε έναν άλλον μύθο που χρονολογείται από το 1500 π.Χ, οι υπόλοιποι θεοί της περιοχής θα διοργανώσουν ένα συμπόσιο. Μια τύπισσα όμως, η Ερεζγκάλ που κάνει τα κουμάντα στον Κάτω Κόσμο, δεν μπορεί να παραβρεθεί. Τους λέει, λοιπόν, «ελάτε εδώ να φάμε. Ξέρετε τι ωραία που είναι μέσα στα σκοτάδια και στους πεθαμένους; Άλλο πράμα». Οι υπόλοιποι θεοί όμως ξέροντας ότι αν κατέβεις μια φορά κάτω, πάει τελείωσες, δεν επιστρέφεις ξανά απάνου, της ρίχνουν άκυρο.
Προκειμένου όμως να μην την προσβάλλουν (δεν τους έπαιρνε και πολύ), ο Ένκι, ο θεός της σοφίας και αυτός που δημιούργησε τους ανθρώπους (πολύ σοφό όντως), της λέει να στείλει κάποιον υπηρέτη για να της φέρει πίσω λίγο φαγητό σε αλουμινόχαρτο. Η Ερεζγκάλ στέλνει τον χλεχλέ τον γιο της τον Ναμτάρ, ο οποίος με το που μπαίνει στην αίθουσα που μπεκρόπιναν οι άλλοι θεοί, τους βλέπει όλους να σηκώνονται από ένδειξη σεβασμού προς την μάνα του, εκτός απ’ τον ψυχάκια τον Νεργκάλ.
Ο γιος τα παίρνει και ζητάει εδώ και τώρα να τιμωρηθεί ο θεός του Πολέμου, αλλά ο Ένκι του λέει «τράβα στη μαμά σου και θα αποφασίσει αυτή». Η μαμά τα μαθαίνει και ζητάει απ’ τον Ένκι να τον στείλει κάτω, ώστε να μπορέσει να τον σκοτώσει με τα ίδια της τα χέρια.
Ο θεός της σοφίας όντως αναγκάζει τον Νεργκάλ να κατέβει στον Κάτω Κόσμο, αλλά του δίνει για παρεούλα 14 δαίμονες. Περνώντας, λοιπόν, από πύλη σε πύλη, ο γάτος άφηνε πίσω του κάθε φορά από δυο δαίμονες για να κρατούν ανοιχτή την κάθε πόρτα, ώστε να μπορεί να ξαναβγεί απ’ αυτές. Όταν φτάνει στην αίθουσα του θρόνου, ξεφτιλίζει τον Ναμτάρ με κλειστά μάτια και λίγο πριν αποκεφαλίσει την Ερεζγκάρ με το τσεκούρι του, την ακούει να του λέει «παντρέψου με και ζήσε εδώ ως βασιλιάς».
Σιγά μην έλεγε όχι. Και θεός του Πολέμου και θεός του Κάτω Κόσμου απ’ το πουθενά. Αυτά είναι. Ε, και την παντρεύτηκε. Να ζήσουνε τα παιδιά.